Στο «στόχαστρο» της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων έχουν βρεθεί λογιστές και δικηγόροι καθώς ελέγχονται για την κίνηση κεφαλαίων και πληρωμών φόρων για λογαριασμό πελατών τους σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ έχουν ήδη ξεκινήσει διαδικασίες εντοπισμού περιπτώσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Στο πλαίσιο των ελέγχων που κάνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, αντλεί στοιχεία από το τραπεζικό σύστημα και στέκεται ιδιαιτέρως σε τραπεζικούς λογαριασμούς που εμφανίζουν ετήσια κίνηση πάνω από 100.000 ευρώ.

Λογιστές και δικηγόροι που ως επί το πλείστον εισπράττουν χρηματικά ποσά για λογαριασμό των πελατών τους, με σκοπό είτε να τα αποδώσουν σε τρίτους, π.χ. πωλητές ακινήτων, σκαφών αναψυχής κ.λπ., είτε στην εφορία και στον ΕΦΚΑ, καλούνται καθημερινά να δώσουν εξηγήσεις για τα ποσά που τους έχουν κατατεθεί γιατί δεν συνάδουν με τα εισοδήματα που δηλώνουν οι ίδιοι στην εφορία.

Ουσιαστικά, για να μη φορολογηθούν, πρέπει να αιτιολογήσουν και να τεκμηριώσουν την προέλευση των συγκεκριμένων χρηματικών ποσών και να αποδείξουν ότι δεν προέρχονται από άγνωστη πηγή ή αιτία.

Ο νόμος προβλέπει ότι κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη, αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται από το έτος 2014 και μετά με συντελεστή 33%.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το τελευταίο χρονικό διάστημα, λογιστές, δικηγόροι αλλά και άλλες κατηγορίες επαγγελματιών έχουν κληθεί να δώσουν εξηγήσεις στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) ή στις κατά τόπους Εφορίες, καθώς υπάρχουν στοιχεία από διασταυρώσεις και ελέγχους για μεγάλη εισροή χρηματικών ποσών στους προσωπικούς ή επαγγελματικούς λογαριασμούς τους που σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζουν τα εισοδήματα που έχουν δηλώσει την τελευταία πενταετία.

Κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να ζητηθούν εξηγήσεις και για κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών πέραν της 5ετίας αν υπάρχει εμπλοκή των προσώπων αυτών σε εικονικές συναλλαγές – τιμολόγια ή σε λογαριασμούς τραπεζών στο εξωτερικό.

Η διαδικασία που ακολουθεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι η εξής: η ΑΑΔΕ εκδίδει εντολή ελέγχου βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της από το τραπεζικό σύστημα και την θέτει υπ’ όψιν του φορολογουμένου.

Ταυτόχρονα, τον καλεί να δηλώσει από μόνος του τα ποσά που ο ίδιος εκτιμά ότι δεν καλύπτονται από τα πραγματικά εισοδήματά του.

Έτσι, αν κάποιος εντοπιστεί για τα ελεγχόμενα έτη να εμφανίζει σε τραπεζικούς λογαριασμούς ποσά που δεν έχουν δηλωθεί στην εφορία, έχει τη δυνατότητα να τα δηλώσει οικειοθελώς προκειμένου να πληρώσει τον φόρο που αναλογεί συν τις προσαυξήσεις, μειωμένες όμως κατά 40%, και να γλιτώσει από άλλες επιπτώσεις.

Μετά την εντολή ελέγχου και ανεξάρτητα από τι θα πράξει ο φορολογούμενος, του επιδίδεται αίτημα για παροχή πληροφοριών, όπου καλείται να απαντήσει εντός πέντε ημερών επί των στοιχείων που έχει στην κατοχή της η Εφορία.

Αφού ο φορολογούμενος απαντήσει, η ΑΑΔΕ του επιδίδει σημείωμα διαπιστώσεων μαζί με προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου. Ο ελεγχόμενος έχει δικαίωμα εντός 20 ημερών να προβάλει τις αντιρρήσεις του.

Μετά την πάροδο του 20ημέρου από την ημερομηνία επίδοσης του σημειώματος και αφού η ΑΑΔΕ εξετάσει τα επιχειρήματά του για το πώς έχουν βρεθεί αυτά τα ποσά στον λογαριασμό του, είναι υποχρεωμένη εντός 30 ημερών να επιδώσει σε αυτόν την έκθεση ελέγχου και το οριστικό ποσό πρόσθετου φόρου.

Ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα εντός 30 ημερών είτε να αποδεχθεί όσα η ΑΑΔΕ του καταλόγισε, είτε να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, υπηρεσία υπαγόμενη απευθείας στον διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κ. Γιώργο Πιτσιλή.

Η εν λόγω διεύθυνση αποφαίνεται επί της προσφυγής μέσα σε 120 μέρες.

Αν ο φορολογούμενος δεν δικαιωθεί, του βεβαιώνεται το 100% του φόρου που προκύπτει από τον τελικό έλεγχο της ΑΑΔΕ, αλλά έχει το δικαίωμα να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Σημειώνεται ότι όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία, είναι πολύ πιθανό και χωρίς προειδοποίηση να γίνουν δεσμεύσεις κινητής και ακίνητης περιουσίας του ελεγχόμενου προσώπου προκειμένου το Δημόσιο να διασφαλίσει τα συμφέροντά του.