«Παγώνουν» μέχρι την 31η Μαρτίου 2025, τα επιτόκια για τις ρυθμισμένες δόσεις οφειλών, σύμφωνα με την τροπολογία που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης.
Η τροπολογία ορίζει πως ο τόκος με τον οποίο επιβαρύνονται οφειλές που έχουν υπαχθεί στις αναφερόμενες περιπτώσεις ρυθμίσεων του ν.4152/2013 (έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ., τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία), παραμένει αμετάβλητος στην τιμή που είχε διαμορφωθεί στις 31 Μαρτίου 2024, αντιμετωπίζοντας έτσι την αλματώδη αύξηση του μέσου ετήσιου επιτοκίου δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα, σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, το οποίο χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού του τόκου της πάγιας ρύθμισης.
Σύμφωνα με το κείμενο της τροπολογίας, η υπέρμετρη αύξηση του τόκου της ρύθμισης δυσχεραίνει αισθητά τη δυνατότητα των φορολογουμένων να την αποπληρώσουν.
Ειδικότερα, στις περιπτώσεις ρυθμίσεων με περισσότερες των 12 δόσεων ο τόκος εξισώνεται σχεδόν με τον τόκο εκπρόθεσμης καταβολής που επιβάλλεται στις ληξιπρόθεσμες αρρύθμιστες οφειλές.
Έτσι, η τροπολογία ξεκαθαρίζει το τοπίο καθώς ορίζει πως με αναδρομική ισχύ από την 1η Απριλίου 2024, έως την 31η Μαρτίου 2025, ο τόκος παραμένει αμετάβλητος όπως είχε διαμορφωθεί την 31η Μαρτίου 2024.
Ως εκ τούτου, το ύψος των επιτοκίων για τις δόσεις οφειλών σε ρύθμιση διαμορφώνεται σε:
- 4,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε 12 μηνιαίες δόσεις.
- 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 δόσεις.
Για τις οφειλές που έχουν τεθεί εκ νέου σε ρύθμιση μετά την απώλεια της πρώτης (β’ υπαγωγή) το επιτόκιο διαμορφώνεται ως εξής:
- 5,84% για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 12 μηνιαίες δόσεις.
- 7,34% για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις.
Σημειώνεται ότι χωρίς την νομοθετική αυτή παρέμβαση, οι φορολογούμενοι θα επιβαρύνονταν με επιτόκιο 6,68% για τις οφειλές ρυθμισμένες σε 12 δόσεις και σε 8,18% για οφειλές που έχουν ρυθμιστεί σε περισσότερες από 12 δόσεις