Σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές, η διόρθωση ενός λάθους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις νομικού προσώπου πραγματοποιείται στο χρόνο που διαπιστώνεται χωρίς διόρθωση των λογιστικών αρχείων και τροποποίηση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης που το λάθος αφορά.
Δηλαδή από λογιστική σκοπιά παρά το γεγονός ότι το λάθος αφορά σε προηγούμενη ή προηγούμενες χρήσεις, αυτό αποκαθίσταται στο έτος που αυτό διαπιστώνεται, αφενός με την αποτύπωσή του στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις του έτους αυτού και αφετέρου, με την αποτύπωση των επιπτώσεων του λάθους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της συγκριτικής περιόδου.
Συνεπώς τα λογιστικά αρχεία της χρήσης που αφορά το λάθος δεν διορθώνονται. Άλλωστε τροποποίηση των λανθασμένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων των προηγούμενων χρήσεων οπότε έγινε το λάθος δεν προβλέπεται με βάση το νόμο για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα.
Αντίθετα, από φορολογική σκοπιά, σημειώνεται ότι ισχύει το σύστημα της δεδουλευμένης βάσης ως προς το χρόνο απόκτησης του εισοδήματος και η αυτοτέλεια των χρήσεων, και επομένως, με σκοπό την ορθή απεικόνιση των φορολογικών δεδομένων, υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση φόρου εισοδήματος για την διόρθωση της δήλωσης εισοδήματος του έτους που το λάθος αφορά.
Επισημαίνεται ότι τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος συνεπεία διόρθωσης λάθους σε χρηματοοικονομικές καταστάσεις, για τη δικαιολόγηση της απόκλισης μεταξύ των δεδομένων της τροποποιητικής δήλωσης και των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, αναφέρουν ως σημείωση στο έντυπο Ε3 τον λόγο στον οποίο οφείλεται η απόκλιση, καθώς και τον χρόνο που έγινε η διόρθωση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και περαιτέρω, φυλάσσουν στο αρχείο τους τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη διόρθωση του λάθους.
Είναι αυτονόητο πως τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει συνεπεία της υποβαλλόμενης τροποποιητικής δήλωσης, αφού πιστοποιηθεί από τη φορολογική διοίκηση, επιστρέφεται.