Συγκριτικά στοιχεία που πονάνε για τον βασικό «μοχλό» ανάπτυξης μιας χώρας, προκύπτουν από το κόστος της ενέργειας στην Ελλάδα: Στη Γερμανία, η αρχική τιμή της ενέργειας για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες ξεκινά από τα 117 €/MWh, αλλά μετά από φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις μειώνεται στα 46 €/MWh.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, στην αντίστοιχη αρχική τιμή των 117 €/MWh προστίθεται ένα κόστος της τάξης των 13 €/MWh από την αγορά εξισορρόπησης, καταλήγοντας έτσι στα 95 €/MWh.
Η διαφορά αυτή στο κόστος ενέργειας αποδεικνύει την αδυναμία της ελληνικής βιομηχανίας να συναγωνιστεί τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Οι φοροαπαλλαγές και οι επιδοτήσεις που παρέχονται σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία βοηθούν στη μείωση του ενεργειακού κόστους, κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα σε επαρκή βαθμό.
Επιπτώσεις στην Οικονομία
Πολλές βιομηχανίες έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα, οδηγώντας σε αυξανόμενη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις κατασκευές, αντί να επενδύουν σε τεχνολογικούς και πρωτογενείς τομείς.
Η αποβιομηχάνιση αυτή έχει επίσης οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας και των μισθών, καθιστώντας την Ελλάδα λιγότερο ανταγωνιστική και ευάλωτη σε μελλοντικές οικονομικές κρίσεις.
Υπολογίζεται πως περίπου το 2033 – όπου θα επανεκκινήσουν οι πληρωμές για τους παγωμένους τόκους των 25 δις € του EFSF και για το κεφάλαιο των 96 δις €, κατά πάσα πιθανότητα θα φανούν οι πρώτες σημαντικές επιπτώσεις της εκτεταμένης εκβιομηχάνισης.
Χωρίς την αναγκαία παραγωγικότητα που επιτυγχάνεται κυρίως στον βιομηχανικό τομέα, η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει πίσω ακόμα και από χώρες όπως η Βουλγαρία σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Η μείωση του κόστους της ενέργειας μέσω φοροαπαλλαγών και επιδοτήσεων, όπως γίνεται στη Γερμανία και τη Γαλλία, θα μπορούσε να βοηθήσει την ελληνική βιομηχανία να ανακάμψει και να γίνει ανταγωνιστική σε ευρωπαϊκό επίπεδο.