Η Eurostat ανακοίνωσε πρόσφατα τα στοιχεία για το κατά κεφαλή ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Η Ελλάδα βρισκόταν στον πάτο της σχετικής κατάταξης και τα στοιχεία συντρίβουν το αφήγημα του «οικονομικού θαύματος», καταδεικνύοντας την πραγματική φτώχεια των ελληνικών νοικοκυριών σε σύγκριση με τα νοικοκυριά των υπόλοιπων κρατών μελών της ΕΕ.
Τα δεδομένα ενισχύονται και με νέα στοιχεία της ελληνική στατιστικής υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 26% του πληθυσμού της Ελλάδας βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού.
Όπως προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών για το 2023, το 77,3% του φτωχού πληθυσμού και το 36,6% του μη φτωχού αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες για την κάλυψη έκτακτων, αλλά και αναγκαίων δαπανών.
Εν τω μεταξύ, οι κακές επιδόσεις όσον αφορά στη συγκράτηση της ακρίβειας συνεχίζονται για την Ελλάδα, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός στη χώρα τον Μάρτιο διαμορφώθηκε στο 3,4% από 3,1% τον Φεβρουάριο. Ο αντίστοιχος δείκτης στην Ευρωζώνη έπεσε στο 2,4% τον Μάρτιο από 2,6% τον Φεβρουάριο.
Σε πορεία σύγκλισης με τη Βουλγαρία
Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, σε ανάλυσή του για τα στοιχεία της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων από τη Eurostat, υπογραμμίζει πως «περισσότερο ενδιαφέρον από τη στατική εικόνα του κατά κεφαλή ΑΕΠ σαν ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ για το 2023, έχει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από τότε που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία».
Από τα στοιχεία που συγκέντρωσε και παρουσιάζει το Ινστιτούτο φαίνεται πως η Ελλάδα βρίσκεται σε πορεία σύγκλισης με τη Βουλγαρία.
Αναλυτικότερα, το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 85% του μέσου όρου των 27 χωρών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέχρι το 2009 ακολουθούσε αυξητική πορεία.
Οι πιο εμφανείς αυξήσεις σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της ένταξης στην Ευρωζώνη, μεταξύ 2001 και 2004, φτάνοντας το 98% του μέσου όρου της ΕΕ-27, παραμένοντας σχετικά σταθερό μέχρι το 2009.
Σε όλη αυτή την περίοδο το ελληνικό κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν υψηλότερο από 13 χώρες της ΕΕ: Όλες τις χώρες ΚΑΕ (Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, βλ. χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), καθώς και τη Μάλτα και την Πορτογαλία. Τότε η Ελλάδα ήταν στην κατηγορία της Νότιας Ευρώπης.
Από το 2010, με την έναρξη της κρίσης και των μνημονίων, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Το 2011 το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Ελλάδας είχε κατρακυλήσει στο 75% του μέσου όρου της ΕΕ, πέφτοντας όχι μόνο κάτω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα αλλά και από την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Ελλάδα άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε εκείνη της «Ανατολικής Ευρώπης».
Μέχρι το τέλος των μνημονίων το 2018, η χώρα μας έχασε μερικές ακόμα μονάδες και έφτασε στο 66% του μέσου όρου, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και την Κροατία, περνώντας πλέον στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Από το 2019 μας πέρασε και η Κροατία και από τότε μέχρι σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος, οριακά πάνω από τη Βουλγαρία.
«Το πιο προβληματικό σημείο που αναδεικνύουν τα στοιχεία δεν είναι η χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια, αλλά η στασιμότητα», σημειώνουν οι αναλυτές του Ινστιτούτου ΕΝΑ και προσθέτουν: «Παρά το τέλος των μνημονίων και τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να καλύψει παρά μόλις μία μονάδα απόστασης από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο: από 66% το 2018 κατάφερε να φτάσει το 67% πέρυσι».
Η αλήθεια πίσω από την τραγική θέση της Ελλάδας
Όπως τονίζεται στην ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ, με δεδομένο ότι η Ελλάδα από το 2019 και μετά καταγράφει υψηλότερο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης από τον μέσο όρο της ΕΕ (με εξαίρεση το 2020 που η ύφεση ήταν εντονότερη) η αδυναμία κάλυψης της απόστασης σε κατά κεφαλή όρους και μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει δύο πιθανές εξηγήσεις: Είτε ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνεται πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό, είτε οι ελληνικές τιμές αυξάνονται πιο γρήγορα από τις ευρωπαϊκές.
«Το πρώτο σίγουρα δεν ισχύει: Σύμφωνα με τη Eurostat, από το 2018 μέχρι το 2023 ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 3% ενώ ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυξηθεί κατά 0,6%. Όσον αφορά το δεύτερο, πάντα σύμφωνα με τη Eurostat, ο δείκτης τιμών της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών της Ελλάδας (από τον οποίο υπολογίζονται και οι μονάδες αγοραστικής δύναμης) ήταν στο 86,8% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 2018 και αυξήθηκε στο 88,2% το 2023. Επομένως, φαίνεται ότι η αύξηση των τιμών δεν επιτρέπει στην αύξηση του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου, όπως τουλάχιστον μετριέται από τις μονάδες αγοραστικής δύναμης», καταλήγει.