Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη «διαφημίζει» διαρκώς τις επιδόσεις της στα οικονομικά, ωστόσο οι πολίτες αισθάνονται πιο φτωχοί απ’ ότι ήταν πριν λίγα χρόνια και αυτό φαίνεται στους πραγματικούς αριθμούς.
Η ακρίβεια «μαστίζει» και οι τιμές του σούπερ μάρκετ έχουν εκτοξευθεί κατά 136% σε 1,5 χρόνο, ένα ποσοστό που προκαλεί πραγματικά σοκ!
H ίδια ακριβώς λίστα που αγόραζε ένας καταναλωτής τον Ιανουάριο του 2022 με 109€, πλέον κοστίζει 257,40€.
Αναλυτικά τον Ιανουάριο του 2022 τα προϊόντα στη λίστα κόστιζαν 109€. Τα ίδια προϊόντα τον Μάρτιο του 2022 κόστιζαν 132€ και 86 λεπτά, και τον Ιούνιο έφτασαν τα 154€. Ιανουάριο του 2023 ο λογαριασμός ήταν 178,14€. Τον περασμένο Ιούνιο για τα ίδια προϊόντα ο καταναλωτής πλήρωνε 215€ και 33 λεπτά και σήμερα έχουν φτάσει στα 257,40€.
Συνεπώς, η αύξηση έφτασε το 136%, μέσα σε μόλις ενάμιση χρόνο.
Πρωταθλητές των ανατιμήσεων είναι τα δημητριακά, όταν τον Ιανουάριο του 2022 κόστιζαν 1,79, τον Ιούλιο εκτοξεύτηκαν στα 3,68, Ιανουάριο του 2023 έφτασαν στα 4 και 77 και σήμερα τα βρίσκουμε στα 4€ και 99 λεπτά. Αύξηση 178,77%.
Tο ίδιο απορρυπαντικό πιάτων πλυντηρίου που τον Ιανουάριο κόστιζε 6,99 ευρώ, τον περασμένο Μάρτιο ανέβηκε στα 9€ και 23 λεπτά, τον Ιούνιο πήγε στα 13,77 και τώρα έχει φτάσει στα 15€ και 98 λεπτά: Αύξηση 129%.
Μεγάλη αύξηση παρατηρείται και στο υγρό πιάτων, που τον περασμένο Ιανουάριο είχε 2,97 και σήμερα βλέπουμε να έχει ανέβει κατά 3€, 5,98 στο ράφι: Αύξηση 101%.
Τόνος σε λάδι που τον Ιούλιο του 2022 είχε 6,88 ευρώ τον περασμένο Ιανουάριο πήγε στα 7,70 ευρώ, Μάρτιο του 2023 στα 8,10 ευρώ και τώρα στο ράφι των σούπερ μάρκετ το βλέπουμε στα 8,56 ευρώ. Αύξηση 25%.
Η κυβέρνηση αδυνατεί να απαντήσει στην ακρίβεια, με τον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε να δίνει τη δική του… «λύση» το πρωί της Τρίτης (21/11), η οποία δεν είναι άλλη από το να «κόψουμε» το φαγητό.
«Λέω… μήπως αντί να πηγαίνουμε σούπερ μάρκετ και να σπρώχνουμε καρότσι ή δυο καρότσια μαζί, γυρίζαμε στο καλαθάκι λέω, λέω, μήπως δηλαδή άλλαζε λίγο η συμπεριφορά των καταναλωτών» είπε ο Πορτοσάλτε και προέτρεψε τους τηλεθεατές να μην αγοράζουν ολόκληρο το καρπούζι, αλλά μια φέτα…
Πορτοσάλτε:
«Λέω… μήπως… ενδεχομένως… αντί να πηγαίνουμε σουπερμάρκετ και να σπρώχνουμε καρότσι ή δυο καρότσια μαζί, γυρίζαμε στο καλαθάκι λέω, λέω, μήπως… δηλαδή άλλαζε λίγο η συμπεριφορά των καταναλωτών… λέω… ενδεχομένως… γιατί έξω δεν σπρώχνουν καρότσια…»… pic.twitter.com/IHVp4xCef6— Areti Athanasiou (@AretiAthanasiu) November 21, 2023
Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία της Eurostat που δημοσίευσε για την οικονομική κατάσταση των Ελλήνων, καθώς τέσσερις τους πέντε Έλληνες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο αυτοχαρακτηριζονται φτωχοί.
Η διαφορά από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι τεράστια καθώς στην ίδια κατηγορία μόνο ένας στους τρεις Ευρωπαίους θεωρεί τον εαυτό του φτωχό.
«Υποκειμενική φτώχεια» είναι η αντίληψη του ίδιου τού ατόμου για την οικονομική του κατάσταση.
Η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της κατάταξης και στις τρεις κατηγορίες πολιτών με κριτήριο το μορφωτικό τους επίπεδο.
Το 2022 η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (81,6%) που θεωρούνταν φτωχά. Σε αυτή την κατηγορία είναι οι πολίτες χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Ακολουθούν η Βουλγαρία (67,9%) και η Σλοβακία (53,3%). Τα χαμηλότερα νούμερα καταγράφονται στη Φινλανδία (7,3%), στο Λουξεμβούργο (10,0%) και στη Σουηδία (11,3%).
Το 2022, το 29,5% του πληθυσμού της ΕΕ με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (με απολυτήριο γυμνασίου και όχι λυκείου), θεωρείται υποκειμενικά φτωχό. Το ποσοστό αυτό είναι πάνω από τρεις φορές χαμηλότερο (9,2%) για τα άτομα με υψηλή εκπαίδευση (τριτοβάθμια εκπαίδευση) ενώ για τα άτομα με μέσο μορφωτικό επίπεδο (απολυτήριο λυκείου χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση) ήταν 18%.
Στην Ελλάδα, με την ακρίβεια να καλπάζει και τα εισοδήματα να παραμένουν χαμηλά, καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, ατόμων με μεσαίο (απολυτήριο Λυκείου) και υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θεωρούνται υποκειμενικά φτωχά, με ποσοστά 70% και 49% αντιστοίχως.
Τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ ανέφεραν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων πληθυσμού με υψηλή και χαμηλή εκπαίδευση. Η διαφορά ήταν τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) σε 12 χώρες. Οι πιο αξιοσημείωτες διαφορές ήταν στη Βουλγαρία (47,7 π.μ.), την Ουγγαρία (41,5 π.μ.) και τη Σλοβακία (39,5 π.μ.) και οι χαμηλότερες στη Φινλανδία (4,5 π.μ.), τη Δανία (5,9 π.μ.) και τη Σουηδία (7,1 π.μ.).
Σημειώνεται ότι «υποκειμενική φτώχεια» είναι η αντίληψη του ατόμου για την οικονομική και υλική του κατάσταση. Ο δείκτης αυτός αξιολογεί την αντίληψη των ερωτηθέντων για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νοικοκυριό του να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις. Η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της υλικής ευημερίας των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων, των δαπανών, του χρέους και του πλούτου.