Χρησιμοποιώντας τη ρευματοκλοπή ως πρόσχημα, η κυβέρνηση δεν επιτρέπει την αντανάκλαση της μείωσης στη χονδρική τιμή της κιλοβατώρας στους λογαριασμούς, παρά το γεγονός ότι έχει πέσει στα επίπεδα πριν την κρίση.
Από την αρχή του έτους, η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος έχει συνεχή πτώση, φθάνοντας τον Απρίλιο στα επίπεδα πριν την ενεργειακή κρίση.
Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο η τιμή έκλεισε στα 67,54 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από 73,61 ευρώ τον Φεβρουάριο, με πτώση 8%, και τον Απρίλιο στα 60,16 ευρώ, με νέα πτώση 11%.
Με τις τιμές χονδρικής να μειώνονται, θα περίμενε κανείς ότι οι λιανικές τιμές που πληρώνουν τα νοικοκυριά θα συνέχιζαν να πέφτουν, φθάνοντας κάτω από τα 10 λεπτά ανά κιλοβατώρα τον Μάιο.
Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως, τους μήνες Απρίλιο και Μάιο, οι εταιρείες είτε σταμάτησαν να μειώνουν τις τιμές είτε τις μείωσαν ελάχιστα σε σχέση με τις χονδρικές τιμές ή ακόμη και τις αύξησαν.
Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο, παρά τη μείωση κατά 8% στη χονδρεμπορική τιμή, η μέση λιανική τιμή στα πράσινα τιμολόγια αυξήθηκε κατά 2,7%, στα 10,8 λεπτά από 10,5 λεπτά τον Μάρτιο, ενώ τον Μάιο, με τη μείωση κατά 11%, η μέση τιμή μειώθηκε μόλις κατά 4,5%, στα 10,3 λεπτά από 10,8 λεπτά τον Απρίλιο.
Οι λιανικές τιμές για το ρεύμα που καθορίστηκαν από τις εταιρείες για τους μήνες Απρίλιο και Μάιο δείχνουν ότι οι καταναλωτές, που για δύο χρόνια πλήρωναν το κόστος της ενεργειακής κρίσης με υψηλές αυξήσεις στο ρεύμα μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής, δεν επωφελούνται τώρα που οι τιμές του φυσικού αερίου είναι χαμηλές και η αύξηση των ΑΠΕ έχει οδηγήσει σε μείωση των χονδρικών τιμών.
Σε δύο μήνες, τα νοικοκυριά δεν είδαν κανένα όφελος από τη μείωση των χονδρικών τιμών κατά 20%, παρά την ύπαρξη μηχανισμού ανάλογου με τη ρήτρα αναπροσαρμογής στα πράσινα τιμολόγια. Γιατί;
Σύμφωνα με την επίσημη κυβερνητική θέση, η επιβάρυνση προέκυψε επειδή από τον Απρίλιο και για μήνες, οι καταναλωτές υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ένα νέο τέλος, ένα επιπλέον ποσό της τάξης των 500 εκατομμυρίων ευρώ στο ρεύμα, για τις ρευματοκλοπές και τις απώλειες δικτύου των ετών 2022-23.
Η αφήγηση αυτή υποστηρίζει ότι ο ΔΕΔΔΗΕ κατέγραψε αύξηση των ρευματοκλοπών κατά την περίοδο 2022-23 σε σύγκριση με το 2021, και κατά συνέπεια πρέπει να αυξηθεί αναδρομικά ο συντελεστής που είχε υπολογιστεί από τη ΡΑΕ στο 13,71% το 2021.
Έτσι, προέκυψε αναδρομική διαφορά 500 εκατομμυρίων ευρώ, την οποία πρέπει να επωμιστούν οι συνεπείς καταναλωτές, ελπίζοντας σε μείωση των λογαριασμών ρεύματος σε περίπου δέκα χρόνια, με την εγκατάσταση των «έξυπνων μετρητών», οι οποίοι θα εξαλείψουν τις ρευματοκλοπές.
Αυτό που πραγματικά μπορεί να έχει αυξηθεί, αλλά δεν παραδέχεται η κυβέρνηση, είναι οι τεχνικές απώλειες στο δίκτυο λόγω της αύξησης των συνδεδεμένων φωτοβολταϊκών συστημάτων, που μειώνουν τις καταγεγραμμένες ποσότητες ρεύματος.
Παρά την πληρωμή των αυξήσεων στη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος, οι πολίτες δεν θα ωφεληθούν από τυχόν μειώσεις.
Αυτό συμβαίνει επειδή η ΔΕΗ απαιτεί λιανικές τιμές τουλάχιστον 10,5 λεπτά ανά κιλοβατώρα για να διασφαλίσει την κερδοφορία της, όπως φάνηκε από την πρώτη κίνηση του Κωστή Χατζηδάκη ως υπουργού Ενέργειας το 2019, όταν αύξησε τις τιμές κατά 17%, από 0,094 σε 0,11.