Ο Στέργιος Μποζίνης, πρώην διευθυντής ανθρώπινου δυναμικού των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ Δυτικής Μακεδονίας και μέλος της Κεντρικής Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ στην Επιστημονική Επιτροπή Ειδικότητας Μεταλλειολόγων Μηχανικων παραθέτει στοιχεία και αναδεικνύει τις μεγάλες ευθύνες της κυβέρνησης για την ακρίβεια, λόγω της απόφασης της να προχωρήσει σε βίαιη απολιγνιτοποίηση.
Επισημαίνει ότι σήμερα η χρήση λιγνίτη θα καθιστούσε φτηνότερες τις τιμές του ρεύματος, περιλαμβανομένων και των τιμών δικαιωμάτων που πληρώνει η χώρα μας σε σχέση με το φυσικό αέριο, και εξηγεί τον μηχανισμό υπερκερδών των εταιριών που καλούνται να
πληρώσουν οι καταναλωτές.
Αναλυτικά όσα είπε ο Σ.Μποζίνης
-Επανέρχεται η συζήτηση σχετικά με την απολιγνιτοποίηση, με αφορμή και τη νέα εκτίναξη των τιμών της ενέργειας της χώρας. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός είναι σωστός, ωστόσο ασκείται έντονη κριτική σχετικά με το πόσο γρήγορα κινείται η διαδικασία. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Η επιλογή της βίαιης απολιγνιτοποίησης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παρούσα αλλά και τη μελλοντική μας ενεργειακή πορεία. Δυστυχώς, βιαστήκαμε να κλείσουμε τα λιγνιτικά εργοστάσια και ορυχεία και να απεμπολήσουμε το λιγνίτη αλόγιστα, αντικαθιστώντας τον με το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Χάθηκαν μέχρι σήμερα 4.500 πολύτιμες θέσεις εργασίας στη Δυτ. Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη και πολλαπλάσιες από εγχώριες δορυφορικές εταιρίες, που έκλεισαν αιφνιδίως. Το αποτέλεσμα είναι ότι αδυνατούμε άμεσα με τη σοβούσα ενεργειακή κρίση, που θα έχει μεγάλη διάρκεια, να ωφεληθούμε από τον φθηνό μας λιγνίτη.
Εγινε μεγάλη ζημιά με τον «ξαφνικό θάνατο» των ορυχείων και αυτό αποδείχθηκε πέρυσι τον Γενάρη με την κακοκαιρία «Μήδεια» και αργότερα το καλοκαίρι με τους καύσωνες, οπότε η μέγιστη ζήτηση άγγιξε τα 11.000 MW. Χωρίς την ύπαρξη των λιγνιτικών σταθμών ως μονάδες βάσης θα είχαμε πολλαπλά μπλακ άουτ.
Στη Γερμανία φθάνουν να καίνε σήμερα μέχρι και 45% άνθρακα, στην Πολωνία 85%, στη Βουλγαρία 55% κ.ο.κ. Στην Ελλάδα δεν έχουμε πλέον αυτή τη δυνατότητα. Σε όλες τις χώρες που υπήρξε απολιγνιτοποίηση το πλάνο διήρκεσε πάνω από 20 έτη, ώστε να συμβαδίζουν τα σχέδια της συρρίκνωσης των ορυχείων και της μείωσης της ηλεκτρικής παραγωγής, με την πλήρη ανάπλαση των εδαφών, και τη μετάβαση σε άλλα παραγωγικά μοντέλα και μορφές ενέργειας».
-Ο υπουργός Περιβάλλοντος Κώστας Σκρέκας υποστήριξε ότι με δεδομένα τα πρόστιμα που καλούνται να πληρώσουν οι χώρες για τη χρήση λιγνίτη είναι φτηνότερο το φυσικό αέριο, ακόμα και με αυτή την εκτίναξη των τιμών. Είναι αληθές αυτό;
«Το κόστος των παλαιότερων λιγνιτικών μονάδων εκτιμάται σήμερα 150 με 165 ευρώ ανά MWh. Οι νεώτερες λιγνιτικές μονάδες, όπως ο ΑΗΣ Μελίτης, έχουν πολύ χαμηλότερο κόστος, λόγω καλύτερης ποιότητας καυσίμου και μεγαλύτερου βαθμού απόδοσης. Ακόμη, η νέα υπερσύγχρονη μονάδα Πτολεμαΐδα V, με βαθμό απόδοσης περί το 43%, αν σήμερα λειτουργούσε δεν θα υπερέβαινε τα 110 € ανά MWh.
Οι μονάδες αερίου στις 10/3/2022, με τιμές δικαιωμάτων περί τα 70 ευρώ ανά τόνο και με τιμή φυσικού αερίου περί τα 145 ευρώ ανά Mwh (θερμική), θα είχαν ένα κόστος περί τα 305 ευρώ ανά MWH-e (ηλεκτρική). Τα futures του Απριλίου δείχνουν τιμές 170 ανά MWh, οπότε το κόστος θα ανέβει στα 355 ευρώ ανά MWh-e. Δύσκολα και στο μέλλον να βρεθούν κάτω των 100 ευρώ ανά MWh, οπότε και τότε τα εργοστάσια αερίου θα έχουν κόστος πάνω των 225 ευρώ ανά Mwh-e, άρα οι λιγνιτικές μονάδες θα είναι φθηνότερες από αυτές του αερίου. Το παράδειγμα που ανέφερε ο κ. Σκρέκας την περασμένη εβδομάδα με τιμές περί τα 193 ευρώ ανά MWh-e αφορούσε προφανώς παλαιότερες τιμές, όταν το φυσικό αέριο κυμαινόταν λίγο πάνω από τα 80 ευρώ ανά MWh (και πάλι, όμως, ήταν ακριβότερες των λιγνιτικών)».
-Εάν υπήρχε η πολιτική βούληση, πόσο θα μπορούσε να αυξηθεί το ημερήσιο ποσοστό χρήσης λιγνίτη, που τις τελευταίες ημέρες πλησίασε το 20%;
«Αν προβάλουμε μια νύχτα με ψύχος και άπνοια στο 2030 του πίνακα του ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο διακυβέρνησης για την Ενέργεια και το Κλίμα), θα διαπιστώσουμε ότι η παραγόμενη ισχύς, ακόμη κι αν δουλεύουν πλήρως οι μονάδες του φυσικού αερίου τότε, δεν θα επαρκεί, διότι πιθανόν η ζήτηση αιχμής να φθάνει τα +12 GW, όπως δέχεται ο ΑΔΜΗΕ στις μελέτες του, ενώ θα παράγονται περί τις 8 GWh και οι εισαγωγές δεν θα μας καλύπτουν, όπως συνέβη τον χειμώνα του 2016-2017. Το πρόβλημα θα αυξηθεί με την ενσωμάτωση στο ηπειρωτικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Κρήτης και των Κυκλάδων (+ 1.0 GW), καθώς και με τις ανάγκες της αυξανόμενης ηλεκτροκίνησης.
Θα ήταν πολύ χρήσιμη μια συμμετοχή στο μείγμα με λιγνίτη που να ξεπερνάει ετησίως και το 20% (σήμερα δεν ξεπερνάει το 9%), μέχρι το σημείο όπου το σύνολο των εκπομπών CO2 να είναι εντός των απαιτήσεων της Ε.Ε. Μόνο που αυτή η επανένταξη των ορυχείων δεν
μπορεί να γίνει άμεσα, αλλά σταδιακά και με σωστό επανασχεδιασμό, και εδώ μπαίνει ο παράγων της πολιτικής βούλησης, διότι απαιτούνται επενδύσεις, προσωπικό και, κυρίως, η πίστη στην ασφάλεια και την τεχνογνωσία του εθνικού μας καυσίμου. Το ΤΕΕ με ομόφωνο ψήφισμα από τον Αύγουστο του 2021 είχε επισημάνει τα παραπάνω και τάχθηκε υπέρ της διατήρησης των πιο σύγχρονων περιβαλλοντικά μονάδων».
-Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι αυξημένες τιμές στο φυσικό αέριο δεν δικαιολογούνται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και κατηγορούν τις εταιρίες για ακραία κερδοσκοπία. Πώς θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση;
«Για να μη μακρηγορούμε αναφέρω απλά ότι η γαλλική προεδρία της Ε.Ε. έχει καταθέσει πρόταση για την ελάφρυνση των καταναλωτών, με την αξιοποίηση των «ουρανοκατέβατων» κερδών (windfall profits) που προέρχονται από τις μορφές ηλεκτροπαραγωγής, πλην του φυσικού αερίου, που είναι το καύσιμο που διαμορφώνει την τιμή στην αγορά της επόμενης ημέρας (day ahead).
Οι παραγωγοί, δηλαδή, ΑΠΕ, υδροηλεκτρικών, άνθρακα και λιγνίτη να μην μπορούν να καρπώνονται τη διαφορά του δικού τους κόστους μέχρι την τιμή που προκύπτει από το φυσικό αέριο, κάτι που ισχύει σήμερα και για τη δική μας αγορά».