Η αντιμετώπιση της επισιτιστικής ανασφάλειας αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, ενώ τους τελευταίους μήνες βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας συζήτησης.
«Αρχικά πρέπει να κατανοήσουμε τις καταβολές του προβλήματος. Τη δεδομένη στιγμή η ερευνητική κοινότητα αναγνωρίζει τρεις κινητήριες δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν σε μια ευρεία επισιτιστική κρίση: κλιματική αλλαγή, συρράξεις και οικονομικές κρίσεις», δήλωσε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η επίκουρη καθηγήτρια Καινοτόμων Καλλιεργειών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, δρ Ιωάννα Κακαμπούκη, η οποία συμμετέχει στην ομάδα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών που έχει ως αντικείμενο μελέτης την γεωργία και τις καινοτόμες καλλιέργειες, με στόχο την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής.
Το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, «άλμα» στον διαρκή αγώνα εξάλειψης της «παγκόσμιας πείνας» αποτέλεσε η «Πράσινη Επανάσταση». Παράλληλα, η υιοθέτηση νέων καλλιεργητικών πρακτικών και ποικιλιών, η χρήση καινοτόμων φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων, η ανακάλυψη των συνθετικών λιπασμάτων και η σχεδίαση προηγμένων γεωργικών μηχανημάτων εκτόξευσαν την παραγωγή και άλλαξαν για πάντα τον τρόπο αντίληψης της γεωργίας.
Σύμφωνα με την κ. Κακαμπούκη «οι διαδοχικές επιστημονικές ανακαλύψεις που ακολούθησαν την “Πράσινη Επανάσταση” πολλαπλασίασαν τις μέσες στρεμματικές αποδόσεις και μείωσαν σημαντικά τον υποσιτισμό». «Παρόλα ταύτα», σύμφωνα με τη ίδια «οι σύγχρονοι λιμοί απειλούν σχεδόν 50 εκατομμύρια ανθρώπους σε περισσότερα από 40 διαφορετικά κράτη. Μάλιστα, όλο και περισσότεροι ερευνητές ανά τον κόσμο, κάνουν πλέον λόγο για μια πιθανή παγκόσμια επισιτιστική κρίση».
Η κλιματική αλλαγή
«Η κλιματική αλλαγή αποδεδειγμένα εδώ και δεκαετίες αποτελεί ίσως το σοβαρότερο εχθρό της γεωργίας», δήλωσε η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ενώ επικαλούμενη την επίσημη αναφορά του Παγκοσμίου Δικτύου ενάντια στις Επισιτιστικές Κρίσεις (GNAFC), υπογράμμισε πως «το 2020 τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής μεταβολής ώθησαν παγκοσμίως σχεδόν 15 εκατομμύρια ανθρώπους σε οξεία επισιτιστική ανασφάλεια».
Όπως τονίζεται στην ίδια αναφορά η κ. Κακαμπούκη προσθέτει πως οι « “ένοπλες συγκρούσεις” αποτελούν τον καθοριστικότερο εκ των τριών παραγόντων, με την “κακή κατάσταση της οικονομίας” να ακολουθεί. Ιδιαίτερα, η ρωσοουκρανική διαμάχη προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στον αγροδιατροφικό τομέα εκτοξεύοντας τις τιμές βασικών τροφίμων».
Σύμφωνα με την ίδια, ο κίνδυνος μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης είναι ένα πολυδιάστατο ζήτημα με περιβαλλοντικές, οικονομικές, και πολιτικές προεκτάσεις. «Δεν πρέπει να παραμελούμε τον δριμύ αντίκτυπο της πανδημίας της Covid-19 στις εφοδιαστικές αλυσίδες, από την οποία δεν έχουμε ακόμα ανακάμψει πλήρως, αλλά ούτε και τις φιλοπεριβαλλοντικές δεσμεύσεις μας απέναντι σε διεθνείς φορείς όπως τα Ηνωμένα Έθνη», προσθέτει.
Η δρ Κακαμπούκη και οι συνεργάτες της προσεγγίζουν το πρόβλημα υπό μια διαφορετική οπτική, σε έρευνες που πραγματοποιούνται στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σύμφωνα με τον υποψήφιο διδάκτορα Αντώνιο Μαυροειδή, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «η ερευνητική μας ομάδα μελετά τις δυνατότητες των καινοτόμων καλλιεργειών έναντι μιας πιθανής επισιτιστικής κρίσης. Αν και δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός ορισμός, σε γενικές γραμμές καινοτόμο μπορούμε να θεωρήσουμε οποιαδήποτε νέα καλλιέργεια που διαθέτει επιθυμητά χαρακτηριστικά και μπορεί να προσαρμοστεί στις επικρατούσες εδαφοκλιματικές συνθήκες μιας ευρύτερης περιοχής».
Η κ. Κακαμπούκη από την πλευρά της, πρόσθεσε: «Καλλιέργειες υψηλών αποδόσεων και θρεπτικής αξίας, με ικανοποιητική προσαρμοστικότητα σε ξηροθερμικές συνθήκες, και μειωμένες ανάγκες σε λίπανση και άρδευση, ικανοποιούν τους στόχους αειφορίας και παράλληλα, θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά τη διαθεσιμότητα τροφίμων».
Σημειώνεται τέλος ότι στη χώρα μας επτά νέες καλλιέργειες μειωμένων εισροών (κινόα, τσία, τεφ, νιγκέλα, καµελίνα, σιταροκρίθαρο και γλυκοπατάτα) αναμένονται να αποκτήσουν ειδική ενίσχυση στο πλαίσιο του ελληνικού στρατηγικού σχεδίου της ΚΑΠ.