Ζούμε μία δυσάρεστη εποχή όπου πλέον είναι εμφανές ότι υπάρχει επισιτιστική κρίση καθώς ακόμα και οι πλούσιοι Νεοζηλανδοί το τελευταίο χρονικό διάστημα ψωνίζουν είδη όπως μακαρόνια, σαπούνια, κονσέρβες και αμύγδαλα, μέσω διαδικτύου, από την Αυστραλία λόγω της ακρίβειας στη χώρα τους.
Ενδεικτικά, σε σχετικό ρεπορτάζ του The Guardian αναφέρεται ότι μια γυναίκα έκανε παραγγελίες τακτικά για είδη παντοπωλείου μέσω του διαδικτύου για να συμπληρώσει τις αγορές της. «Είναι κάτι σαν Χριστούγεννα», λέει χαρακτηριστικά η ίδια, καταγόμενη από το Wellington.
Αναζητώντας καταλόγους από αυστραλιανά παντοπωλεία ξαφνιάστηκε τόσο από την ποικιλία στα προϊόντα, όσο και από το πόσο φθηνότερα ήταν από αυτά που βρίσκονται στα ράφια της Νέας Ζηλανδίας.
Από τον The Guardian, μάλιστα, έγινε σύγκριση δύο «καροτσιών» με ίδιες αγορές, το ένα στην Αυστραλία και το άλλο στη Νέα Ζηλανδία.
Στο σύνολο, ακόμη και με τη μετατροπή νομίσματος, το κόστος της φορολόγησης και μια μικρή χρέωση στο τελωνείο, η πρώτη περίπτωση εξοικονομεί σχεδόν 70 δολ. Νέας Ζηλανδίας ή αντίστοιχα 44 περίπου ευρώ για συνολικές αγορές 166 ευρώ, υπολογιζόμενης της χρέωσης παράδοσης από το τοπικό κατάστημα.
«Το μόνο μειονέκτημα είναι ότι πολλά πράγματα δεν είναι διαθέσιμα αυτήν τη στιγμή λόγω ελλείψεων σε αποθέματα. Αλλά νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι όλοι άρχισαν πλέον να παραγγέλνουν με αυτόν τον τρόπο», αναφέρει η ίδια καταναλώτρια.
Αγοραστές σημειώνουν στο ίδιο ρεπορτάζ ότι, ενώ τους πήρε χρόνο, με την τακτική τους αυτή έκαναν οικονομία περισσότερο από 25%, συγκριτικά με τις αγορές που θα έκαναν σε αντίστοιχα τοπικά καταστήματα τροφίμων.
Σημειώνεται ότι τον Μάρτιο, οι τιμές των τροφίμων στη Νέα Ζηλανδία ήταν 7,6% υψηλότερες από πέρυσι, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση σε διάστημα πάνω από μια δεκαετία.
Ειδικά τα φρούτα και τα λαχανικά αυξήθηκαν κατά 18%, πλήττοντας πολλά νοικοκυριά που είχαν ήδη ταλαιπωρηθεί από τις υψηλές τιμές στα καύσιμα, την αύξηση των ενοικίων και την αύξηση στις αποπληρωμές των στεγαστικών δανείων.
Ο ετήσιος πληθωρισμός στη χώρα έφτασε στο 6,9%, υπολογιζόμενος ως ο υψηλότερος των τελευταίων τριών δεκαετιών.