Η Γερμανία μετά την κόντρα στην Σύνοδο Κορυφής ειδικότερα με την Γαλλία και την Ιταλία με επίκεντρο τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και την πυρηνική ενέργεια, τώρα επανακάμπτει χτυπώντας εκεί που πονάνε, το δημόσιο χρέος που είχε αφεθεί ελεύθερο λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Τώρα όμως η Γερμανία επιστρέφει και θέλει να πάρει και πάλι τα ηνία επιβάλλοντας (μεθοδικά πάντα) μαζί με τις υποτελείς της χώρες, που συμπωματικά ήταν και οι παλαιοί σύμμαχοί τους στον Β’ ΠΠ, την επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας ή την επαναφορά των πολιτικών σκληρής λιτότητας και επιτροπείας.
Αυτό απλά σημαίνει ότι οι υποσχέσεις των κομμάτων και ειδικότερα του Κ.Μητσοτάκη που θέλει να ξανακυβερνήσει είναι κενό γράμμα μιλούσαν χωρίς τον «ξενοδόχο» που είναι το Βερολίνο μετά τις υπογραφές των μνημονίων από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλωστε μετά τις εκλογές της 25ης Μαΐου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε βάλει διακόπτη δαπανών και παροχών σε όλες τις χώρες.
Με κοινή τους επιστολή, που δημοσιεύεται σε αρκετές ευρωπαϊκές εφημερίδες του δικτύου LENA (Leading European Newspaper Alliance), 11 υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης ζητούν τη σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής.
Φυσικά, ενορχηστρωτής αυτής της κίνησης είναι ακόμα μία φορά η Γερμανία, ενώ στην επιστολή συμμετέχουν οι υπουργοί Οικονομικών Τσεχίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Δανίας, Κροατίας, Σλοβενίας, Λιθουανίας, Λετονίας, Εσθονίας και Λουξεμβούργου. Οπως τονίζουν, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να επιτρέψει στα επίπεδα του χρέους να αυξάνονται από κρίση σε κρίση.
Σύμφωνα με τους 11 υπουργούς, πριν από την πανδημία η οικονομική πολιτική στην Ευρώπη ήταν μερικές φορές πολύ επεκτατική, κάτι που τώρα πρέπει να σταματήσει. Η επιστροφή στο παλιό σύμφωνο σταθερότητας θα ήταν αποτυχία, γιατί δεν λειτουργεί, δεν είναι αποτελεσματικό.
Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι το ανώτατο όριο χρέους θα πρέπει να τηρείται από κάθε χώρα με δραστικές και άμεσες παρεμβάσεις, δηλαδή σκληρή λιτότητα, και είναι αντίθετες στην πρόταση της επιτροπής για ένα πιο χαλαρό και μακροπρόθεσμο σχέδιο μείωσης του χρέους.
Στόχος των βορείων (Γερμανίας και δορυφόρων) είναι να μπει ένα σφιχτό όριο στις πρωτογενείς δαπάνες, ώστε να επιτυγχάνονται υψηλά πλεονάσματα.
Με βάση τα όσα έρχονται και τις εαρινές εκτιμήσεις της Κομισιόν για τη χώρα μας, το δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 160,2% φέτος και στο 154,4% το 2024, δηλαδή θα διατηρηθεί σε επίπεδα πολύ πάνω από το 120% του ΑΕΠ με το οποίο η Ελλάδα εισήλθε στα καταστροφικά Μνημόνια το 2010.
Σύμφωνα με τις έως τώρα παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και τις εκτιμήσεις, από το 2024 και έπειτα η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επιτυγχάνει απαρέγκλιτα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2%-2,2% του ΑΕΠ, που μεταφράζεται σε 4-4,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.
Κι αυτό για να θεωρείται βιώσιμο το ελληνικό χρέος και να μειώνεται σταδιακά. Ωστόσο, στην οικονομική Ιστορία καμία χώρα δεν έχει επιτύχει μεγάλα πλεονάσματα επί μακρόν, με δεδομένο ότι υπάρχουν οικονομικοί κύκλοι με μεγάλη άνθηση και συρρίκνωση της οικονομίας.
Πρόβλημα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους μακροπρόθεσμα
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό χρέους σε ολόκληρη την Ευρώπη και το δεύτερο μεγαλύτερο στον πλανήτη (ως ποσοστό του ΑΕΠ) μετά την Ιαπωνία. Αυτό σημαίνει πως η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης, καθώς θα πρέπει να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια, επιτυγχάνοντας υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή έσοδα που προέρχονται κυρίως από τους φόρους που πληρώνουν οι φορολογούμενοι στο ελληνικό κράτος.
Μάλιστα, ακριβώς αυτό το θέμα θίγει σε έκθεσή του για τη χώρα μας ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Οπως τονίζει, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της προς τον ESM το επόμενο 12μηνο, ενώ κάνει ειδική αναφορά στη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, καθώς μεγάλοι οίκοι έχουν αξιολογήσεις κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.
Ο κίνδυνος για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι χαμηλός σε πιέσεις στην αγορά βραχυπρόθεσμα, αλλά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα «η Ελλάδα αντιμετωπίζει πρόβλημα αναφορικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ικανότητα αποπληρωμής του, που προκύπτουν από το ακόμη υψηλό επίπεδο δημόσιου και εξωτερικού χρέους, τα μεγάλα και διευρυνόμενα εξωτερικά ελλείμματα, την ασθενή παραγωγικότητα και τις αδυναμίες του τραπεζικού τομέα».
Για να μετριάσει τις προκλήσεις αυτές, «η Ελλάδα είναι σταθερά δεσμευμένη στη δημοσιονομική σύνεση και την αυστηρή εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με το σχέδιο της ανάπτυξης και ανθεκτικότητας» προσθέτει.