Στις αρχές Μαρτίου, όταν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της επέβαλαν νέες κυρώσεις στη Ρωσία, ο Αμερικανός Πρόεδρος Joe Biden είχε δηλώσει πως η Δύση θέλει να «πλήξει την πολεμική μηχανή του Putin» όμως, πλησιάζει την 100η του ημέρα και η πολεμική μηχανή αυτή συνεχίζει ακάθεκτη.
Η Ρωσία ωθείται από έναν πακτωλό εσόδων περίπου $800 εκατομμυρίων ημερησίως από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου της.
Η χώρα αποτελεί κολοσσό των παγκόσμιων αγορών ενέργειας, τροφίμων και μεταλλευμάτων εδώ και πολλά έτη και η δύση δεν μπορεί να κάνει πολλά. Το πιο πρόσφατο βήμα σε αυτή τη δύσκολη και επίπονη προσπάθεια είναι το μερικό εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Μια τρύπα στο… πετρέλαιο
Η ρωσική οικονομία έχει πληγεί αναφέρουν στην Δύση λόγω παραγόντων όπως η μείωση της ναυτιλίας και της εγχώριας ζήτησης. Η παραγωγή πετρελαίου ενδέχεται, σύμφωνα με το ρωσικό ΥΠΟΙΚ, να μειωθεί κατά 9% φέτος, ενώ η παραγωγή φυσικού αερίου θα μειωθεί κατά 5,6% σε ετήσιο επίπεδο.
Ο Putin, όμως, έχει τη δυνατότητα να αγνοήσει τα προβλήματα αυτά, αφού τα «σεντούκια» του υπερχειλίζουν με έσοδα από την εξαγωγή εμπορευμάτων τη στιγμή που οι τιμές τους έχουν αγγίξει δυσθεώρητα ύψη λόγω της γεωπολιτικής κρίσης.
Ακόμα και μετά τις κυρώσεις, τα έσοδα από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων της χώρας θα φτάσουν τα $285 δισ. φέτος, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg Economics και του ρωσικού Υπουργείου Οικονομικών, ξεπερνώντας τα αντίστοιχα στοιχεία του 2021 κατά 1/5. Εάν λάβει κανείς υπόψη και τα λοιπά εμπορεύματα, ο αριθμός αυτός ξεπερνά τα $300 δισ. ξένου συναλλάγματος της Ρωσίας που έχουν «παγώσει» λόγω των διεθνών κυρώσεων.
Σύμφωνα με τον Jeffrey Schott, του Peterson Institute «υπάρχουν πάντα πολιτικά εμπόδια στην εφαρμογή και χρήση των κυρώσεων αυτών. Οι κυρώσεις αποσκοπούν στην πρόκληση οικονομικού πόνου στη Ρωσία χωρίς παράλληλη επιδείνωση των οικονομικών στοιχείων των κρατών της Δύσης, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται».
Οι ΗΠΑ μελετούν περαιτέρω μέτρα κυρώσεων, όπως την επιβολή πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου ή την επιβολή δασμών σε προϊόντα εταιρειών και χωρών που συνεχίζουν να συνεργάζονται με τη Ρωσία. Αυτές οι δευτερεύουσες κυρώσεις, όμως, ενδέχεται να αποδειχθούν διχαστικές και να πλήξουν τις διπλωματικές σχέσεις με πολλές, τρίτες χώρες.
Εναλλακτικές και εμπορικό ισοζύγιο
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη θέσει ολικό εμπάργκο στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου, αλλά η Ευρώπη προσπαθεί -ακόμα- να απαγκιστρωθεί. Αυτή η καθυστέρηση προσφέρει άπλετο χρόνο στη Ρωσία για την εύρεση εναλλακτικών αγορών, όπως την μεγαλύτερη εισαγωγέα υδρογονανθράκων Κίνα και την Ινδία. Σημειωτέον πως η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε εμπάργκο στο 90% των εισαγωγών πετρελαίου μέσω της θαλάσσιας οδού, αλλά το υπόλοιπο 10% μέσω αγωγών συνεχίζεται κανονικά, μετά από αξίωση της Ουγγαρίας.
Μία από τις μεγαλύτερες «τρύπες» στο σχέδιο των δυτικών κυρώσεων είναι η «δίψα» των χωρών αυτών για ρωσικό πετρέλαιο. Η Ινδία έχει αγοράσει 40 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου από την αρχή του πολέμου μέχρι τις αρχές Μαΐου, 20% παραπάνω από ολόκληρο το 2021.
Η Κίνα, από την πλευρά της, έχει ενισχύσει την ενεργειακή της συνεργασία με τη Ρωσία, αγοράζοντας ρωσικό πετρέλαιο αλλά και ρωσικό άνθρακα για την παραγωγή ατσαλιού. Πολλές πετρελαϊκές και εξορυκτικές της Ρωσίας επιτρέπουν την αγορά των αγαθών αυτών μέσω κινεζικών γιουάν για την διευκόλυνση των εισαγωγέων.
Σύμφωνα με τον Wouter Jacobs του Erasmus Commodity & Trade Centre στο πανεπιστήμιο Εrasmus του Ρότερνταμ «το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη δεν έχει επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία. Το εμπόριο όπως και η ανάγκη για υδρογονάνθρακες θα συνεχιστούν. Οι εισαγωγείς στην Ασία και τη Μέση Ανατολή θα αντισταθμίσουν τη μείωση εισαγωγών από τη Δύση».
Το πετρέλαιο που προορίζεται για τις δύο χώρες αυτές έχει αυξηθεί στα 80 εκατομμύρια βαρέλια αυτόν το μήνα, σύμφωνα με τα δεδομένα της Kpler και του αναλυτή της, Matt Smith.
Παρόμοια είναι και η άποψης της Wolfe Research, σύμφωνα με την οποία οι ρωσικοί υδρογονάνθρακες συνεχίζουν και βρίσκουν πρόθυμους εισαγωγείς σε χώρες όπως η Ινδία. Σύμφωνα με τους αναλυτές της εταιρείας, η κίνηση στη Διώρυγα του Σουέζ των τάνκερ πετρελαίου με προορισμούς την Ινδία και την Κίνα έχει αυξηθεί κατά 47% το Μάιο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021. Οι αναλυτές, όμως, τόνισαν πως «η αναδρομολόγηση των τάνκερ αυτών μέσω του Σουέζ αντί για τις “κοντινές” παραδόσεις στην Ευρώπη θα προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου και θα επιδεινώσει την ενεργειακή κρίση».
Τα χρήματα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνεχίζουν να ρέουν στα ρωσικά θησαυροφυλάκια. Τα έσοδα μόνο από την εξαγωγή πετρελαίου της χώρας έχουν αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ).
Σύμφωνα, μάλιστα, με την ρωσική SberCIB Investment Research, οι μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγικές εταιρείες της Ρωσίας κατέγραψαν 10ετές ρεκόρ εσόδων το πρώτο τρίμηνο του 2022. Την ίδια στιγμή, οι εξαγωγές ρωσικών σιτηρών συνεχίζονται χωρίς να υπάρχει καμία πρόθεση για εμπάργκο στη συγκεκριμένη βιομηχανία, δεδομένης της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης.
Το θετικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας υπερτριπλασιάστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022, στα $96 δισεκατομμύρια. Τα δεδομένα αυτά υποδεικνύουν την αυξημένη τιμή των εμπορευμάτων αλλά και τις περιορισμένες εισαγωγές λόγω των κυρώσεων.
Ρούβλι και σιτηρά
Η ισοτιμία του ρουβλίου αποτελεί -επίσης- «βέλος στη φαρέτρα» του Putin. Το ρωσικό νόμισμα το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «rubble» (χαλάσματα) από τον Πρόεδρο Biden όταν κατέρρευσε αρχικά από τις κυρώσεις, έχει ανακάμψει δραματικά. Ο ισχυρός ανήρ του Κρεμλίνου έχει -επίσης- προσπαθήσει να εργαλειοποιήσει την εξαγωγή ρωσικών σιτηρών, υποστηρίζοντας πως θα επιτρέψει την εξαγωγή σίτου και λιπασμάτων μόνο εάν αρθούν οι κυρώσεις.
Σύμφωνα με τον Janis Kluge του German Institute for International and Security Affairs, «η προσπάθεια επιβολής κυρώσεων από τη Δύση με απώτερο σκοπό τη δημιουργία προβλημάτων στη ρωσική πολεμική μηχανή δεν ήταν ρεαλιστική. Η Ρωσία μπορεί ακόμα να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο και να αντισταθμίσει μεγάλο μέρος της οικονομικής ζημίας που προκαλούν οι κυρώσεις αυτές».
Φυσικό αέριο
Όσο για το φυσικό αέριο, η Ρωσία έχει περιορισμένες εναλλακτικές για την εξαγωγή του, αλλά οι χώρες-εισαγωγείς στην άλλη άκρη των αγωγών (πολλοί εκ των οποίων περνούν από την Ουκρανία) είναι επίσης παγιδευμένες σε μία κατάσταση αμοιβαίας εξάρτησης.
Περίπου το 40% του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου προέρχεται από τη Ρωσία. Προφανώς, αυτή η εξάρτηση θα αποτελέσει και τη μεγαλύτερη δυσκολία απαγκίστρωσης της Ένωσης από τη ρωσική οικονομία.
Αν και οι εισαγωγές φυσικού αερίου έχουν μειωθεί από τα υψηλά Φεβρουαρίου και Μαρτίου λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας και των εισαγωγών LNG από τρίτες χώρες, υπάρχουν και προβλήματα. Η Ρωσία έχει «κλείσει τις κάνουλες» στην Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Φινλανδία, την Ολλανδία και τη Δανία.