Σχέδια για περικοπή του προϋπολογισμού της κατά 30,6 δισεκατομμύρια ευρώ για το επόμενο έτος ενέκρινε την Τετάρτη 5/7 η γερμανική κυβέρνηση, βάζοντας τέλος σε μια δεκαετία αυξήσεων δαπανών.
Το μέτρο θα επηρεάσει διάφορους βασικούς τομείς, από την υγεία μέχρι τη φροντίδα των παιδιών και τις δημόσιες συγκοινωνίες – πυροδοτώντας σφοδρές πολιτική διαμάχη εντός του κυβερνητικού συνασπισμού και πέρα από το πολιτικό χάσμα.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους από την πανδημία του κορωνοϊού και η ενεργειακή κρίση ως απόρροια του ρωσοουκρανικού πολέμου σήμαινε ότι οι δραστικές περικοπές ήταν πλέον αναπόφευκτες, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Ο ίδιος επέμεινε ότι η χώρα θα επιστρέψει σε αυστηρότερες δημοσιονομικές πολιτικές που σέβονται το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο» για το χρέου της χώρας που περιορίζει τις δαπάνες, αναφέρει σε δημοσίευμα του το Politico.
«Είμαστε μόνο στην αρχή της δημοσιονομικής ανάκαμψης», είπε ο Λίντνερ . «Πρέπει να απαλλάξουμε το κράτος από το χρέος χωρίς να επιβαρύνουμε τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις με περισσότερους φόρους», πρόσθεσε.
Η μείωση του φορολογικού εισοδήματος και τα στοιχεία του περασμένου μήνα που δείχνουν ότι η Γερμανία βρίσκεται σε ύφεση, έχουν περιορίσει περαιτέρω τα περιθώρια ελιγμών του Lindner. Οι περικοπές θα επηρεάσουν όλα τα υπουργεία της κυβέρνησης εκτός από αυτά της Άμυνας και της Εργασίας και Πρόνοιας.
Τα σχέδια έχουν ήδη οδηγήσει σε έντονες διαμάχες μεταξύ πολιτικών από τον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, των Πρασίνων και του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) του Λίντνερ.
Ο Σολτς μάλιστα βγήκε μαχόμενος την Τετάρτη, λέγοντας πως «ο προϋπολογισμός αμφισβητείται φυσικά από το γεγονός ότι πολλοί έχουν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια στις μεγάλες δαπάνες», απευθυνόμενος στους νομοθέτες του Βερολίνου. Αλλά «τώρα θα καταρτίσουμε ξανά προϋπολογισμούς που δεν επιχειρούν να καταπολεμήσουν τις κρίσεις με αυτά τα πρόσθετα κονδύλια που χρηματοδοτούνται από πιστώσεις, αλλά που είναι προσανατολισμένοι πολύ συγκεκριμένα στο μέλλον της χώρας μας».
Έντονη κριτική από τους Πράσινους
Τα εργατικά συνδικάτα επέκριναν τις προτάσεις της κυβέρνησης. Η επιμονή του Λίντνερ να επιστρέψει στον έλεγχο του χρέους, που περιορίζει τον δανεισμό σε ένα κλάσμα του ΑΕΠ, βάζει «φρένο στο μέλλον», ειδικά σε μια εποχή πολλαπλών προκλήσεων όπως η πράσινη μετάβαση και τα κοινωνικά ζητήματα, τόνισε ο Stefan Körzell της Γερμανικής Ομοσπονδίας των Συνδικάτων.
Οι περικοπές είναι πολύ μεγαλύτερες από το αρχικό ποσό των 18 έως 22 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανέφερε τον περασμένο μήνα ο υπουργός Οικονομίας των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Οι Πράσινοι είναι ιδιαίτερα αναστατωμένοι για τις περικοπές στον προϋπολογισμό που επιβλήθηκαν στην υπουργό Οικογένειας Λίζα Πάους, οι οποίες, όπως λένε, ευθύνονται για το γεγονός ότι η κυβέρνηση πρέπει να περικόψει το γενναιόδωρο επίδομα της Γερμανίας που επιτρέπει στα ζευγάρια να λαμβάνουν έως και 14 μήνες γονική άδεια.
Η διαμάχη κλιμακώθηκε τόσο πολύ τις τελευταίες ημέρες που νομοθέτες από τους Πράσινους και το FDP μοιράστηκαν εμπιστευτικές κυβερνητικές επιστολές στο Twitter σε μια προσπάθεια να δείξουν ποιος πρέπει να κατηγορηθεί για τις περικοπές.
Ενώ μόνο τα υψηλά αμειβόμενα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 150.000 ευρώ θα επηρεαστούν από τις περικοπές και δεν θα έχουν πλέον πρόσβαση στο επίδομα ανατροφής, οι Πράσινοι φοβούνται ότι αυτό θα μειώσει τον αριθμό των ανδρών με υψηλούς μισθούς που κάνουν διάλειμμα από εργασία, επιβαρύνοντας τις γυναίκες περισσότερο από τη φροντίδα των παιδιών.
Στο σχέδιο επιτέθηκε και η αντιπολίτευση. Ο Mario Czaja, γενικός γραμματέας του κεντροδεξιού CDU, έκανε λόγο για «χαστούκι στους εργαζόμενους γονείς που δημιουργεί de facto μια κοινωνία δύο τάξεων μεταξύ σκληρά εργαζόμενων οικογενειών».
Ωστόσο, ο Σόλτς τόνισε ότι η κυβέρνησή του παραμένει προσηλωμένη στην εφαρμογή ενός από τα βασικά έργα των Πρασίνων – ένα επίδομα για παιδιά από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, που αναμένεται να εισαχθεί το 2025, αλλά με τη χρηματοδότηση ακόμα αβέβαιη.
Ένας άλλος τομέας που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό είναι η υγεία. Ο υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ, ανακοίνωσε μάλιστα ότι το τμήμα του θα καταργήσει μια κρατική επιδότηση για ασφάλιση μακροχρόνιας περίθαλψης.
Στο «στόχαστρο» εκπαίδευση, τρένα, άμυνα
Άλλοι τομείς που επηρεάζονται από σοβαρές περικοπές δαπανών περιλαμβάνουν την εκπαίδευση, η οποία θα μειώσει την ικανότητα της κυβέρνησης να χρηματοδοτεί φοιτητικά κεφάλαια και τις μεταφορές, που σημαίνει ότι το Βερολίνο μπορεί να προσφέρει λιγότερα χρήματα για την ανακαίνιση του προβληματικού σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας.
Ο γερμανικός σιδηροδρομικός φορέας Deutsche Bahn είπε ότι χρειάζεται 45 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2027 για αναβαθμίσεις και για να προετοιμαστεί για αυξημένο αριθμό επιβατών – ένας κυβερνητικός στόχος καθώς η Γερμανία θέλει να ενθαρρύνει τα ταξίδια με τρένο για να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα. Ωστόσο, τα σχέδια προϋπολογισμού της Lindner προβλέπουν μόνο περίπου 12 δισεκατομμύρια ευρώ για τα έτη 2024-2027.
Αν και η κυβέρνηση σχεδιάζει να αξιοποιήσει ένα ειδικό ταμείο για το κλίμα για να αντλήσει περισσότερα χρήματα στον σιδηροδρομικό τομέα, δεν είναι σαφές εάν αυτό το ταμείο θα έχει επαρκή οικονομική ισχύ για να καλύψει τις ανάγκες της Deutsche Bank, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται επίσης για την πληρωμή άλλων αναγκών.
Όμως, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Γερμανίας θα… γλυτώσει από περικοπές το επόμενο έτος και θα αυξηθεί ελαφρά από 50 δισ. ευρώ σε σχεδόν 52 δισ. ευρώ. Παρόλα αυτά, η εν λόγω αύξηση προβλέπεται να καλύψει μόνο το αυξημένο κόστος λόγω του πληθωρισμού και δεν θα αρκεί για να πληρωθούν οι επειγόντως απαραίτητες επενδύσεις για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Γερμανίας εν μέσω του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και της διακηρυγμένης αλλαγής του Σολτς στην εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Προς το παρόν, ο Σολτς αμ’εφερε ότι η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για στρατιωτικό οπλισμό για να πληρώσει για αυτές τις επενδύσεις και να εκπληρώσει τον στόχο του ΝΑΤΟ να δαπανήσει τουλάχιστον το 2% της οικονομικής παραγωγής για άμυνα από το επόμενο έτος.
Ωστόσο, είναι ακόμα ασαφές πώς η Γερμανία θα επιθυμεί να εκπληρώσει τον στόχο του 2% του ΝΑΤΟ, όταν αυτό το ειδικό ταμείο αρχίσει να… αδειάζει από το 2026.