Περισσότερο κακή, παρά καλή, εξέλιξη χαρακτηρίζουν αρμόδιες πηγές του ΥΠΟΙΚ την αναμενόμενη παράταση της ρήτρας συνολικής διαφυγής και για το 2023, αφού έτσι η Ελλάδα -και άλλες χώρες με υψηλό χρέος- θα πρέπει να ακολουθούν σφικτή δημοσιονομική πολιτική ακόμη και για μέτρα στήριξης κατά της ακρίβειας.
Αυτό το σήμα έστειλε χθες ο Ιταλός επίτροπος αρμόδιος για οικονομικά θέματα κ. Πάολο Τζεντιλόνι. Κατά την ανακοίνωση των εαρινών εκτιμήσεων της Κομισιόν είπε ανοιχτά, ότι η Ελλάδα και οι άλλες χώρες με υψηλό χρέος, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές με τα μέτρα στήριξης που χρηματοδοτούν με εθνικούς πόρους.
Λίγη ώρα αργότερα, αρμόδια πηγή του οικονομικού επιτελείου παραδεχόταν ότι η διολίσθηση του ευρώ, λόγω της ανόδου των επιτοκίων στις ΗΠΑ και της αύξησης των διεθνών τιμών στο αργό πετρέλαιο, αυξάνουν με μεγαλύτερη ταχύτητα τις τιμές των υγρών καυσίμων. Ξεκαθάριζαν όμως ότι σε αυτή τη χρονική φάση, μετά και από τη μεγάλη παρέμβαση των 3,2 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε πρόσφατα και θα αρχίσει να υλοποιείται από τον Ιούνιο, δεν υπάρχει περιθώριο για νέα παρέμβαση που θα μετριάζει τις τιμές σε βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης.
Δύσκολα τα νέα μέτρα στήριξης
Θεωρητικά, τα χέρια του οικονομικού επιτελείου, θα έλυνε μια απόφαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα έδινε το περιθώριο να γίνουν δαπάνες για μέτρα στήριξης, τα οποία δεν θα υπολογίζονταν εν μέρει ή στο σύνολο τους, στο έλλειμμα και το χρέος. Ωστόσο από το οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι μια τέτοια απόφαση, ειδικά για τις χώρες με υψηλό χρέος, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρεις δημοσιονομικούς εκτροχιασμούς.
Συνεπώς κανείς στις Βρυξέλλες δεν θα θέσει τέτοιο θέμα στο Eurogroup στις 23 του μήνα. Τούτο παρά το γεγονός ότι στην επικείμενη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, είχε αποφασιστεί να επανεξεταστούν οι κατευθυντήριες γραμμές που ανακοίνωσε τον Μάρτιο η Κομισιόν για τους προϋπολογισμούς του 2023.
Με αυτά τα δεδομένα, περιθώριο για νέα μέτρα στήριξης μπορεί να εξεταστεί μόνο στην περίπτωση που οι επιδόσεις της οικονομίας ξεπεράσουν αυτές του 2021, όταν τα φορολογικά έσοδα ήταν αυξημένα κατά 2 δισ. ευρώ. Αν όπως και το 2021 η υπεραπόδοση της οικονομίας, δώσει χώρο να επιτευχθούν οι φετινοί δημοσιονομικοί στόχοι και ταυτόχρονα να υπάρχει και ένα “πλεόνασμα” εσόδων, τότε, μπορεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς, να δοθεί ένα περιθώριο για νέα μέτρα στήριξης.
Η μονιμοποίηση των έκτακτων μέτρων
Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα που δημιουργεί η παράταση της αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων για ένα χρόνο είναι η δυσκολία στη μονιμοποίηση των έκτακτων μέτρων που εφαρμόστηκαν αρχικά το 2021 και εφαρμόζονται και φέτος.
Πρόκειται για τη μονιμοποίηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3% και την κατάργηση του ειδικού τέλους αλληλεγγύης για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Μια συνολική παρέμβαση με δημοσιονομικό κόστος περίπου 2 δισ. ευρώ. Τα δύο αυτά μέτρα έχουν την υποστήριξη της Κομισιόν αφού στο κομμάτι των εαρινών προβλέψεων για την Ελλάδα η Επιτροπή τονίζει ότι η εφαρμογή του αύξησε την απασχόληση και στήριξε τα εισοδήματα.
Ωστόσο, η μονιμοποίησή τους στο “εκλογικό” 2023 βρίσκει απέναντι της τη συνολική ρήτρα διαφυγής η οποία απαγορεύει τη λήψη μόνιμων μέτρων με δημοσιονομικό κόστος πάνω από 0,1- 0,2% του ΑΕΠ. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό δημιουργεί στο οικονομικό επιτελείο την υποχρέωση νέας διαβούλευσης με τους θεσμούς για να μπορέσουν τα δύο αυτά μέτρα να εφαρμοστούν ως έκτακτα και το 2023.