Μέσω μιας ανάρτησης στο Facebook o υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος εστιάζει σε δύο οικονομικά μεγέθη, το ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος και μάλιστα «κατά τη διάρκεια δυο εξωγενών μέγα-κρίσεων, της υγειονομικής και της ενεργειακής», όπως επισημαίνει.
Αναλυτικότερα «στο πρώτο γράφημα απεικονίζεται η μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 έως το πρώτο εξάμηνο του 2022. Παρά την παγκόσμια και εθνική ύφεση που προκάλεσαν η πανδημία και τα lockdown, η ελληνική οικονομία κατάφερε να μεγεθυνθεί σωρευτικά τους τελευταίους 33 μήνες κατά 5 μονάδες. Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023 που κατατέθηκε αυτή την εβδομάδα στη Βουλή, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 210 δισ. ευρώ το 2022 από 183 δισ. ευρώ το 2019. Την ίδια περίοδο η ευρωζώνη παρουσιάζει υποδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης, η δε Γερμανία σχεδόν μηδενικό».
Ενώ στο δεύτερο γράφημα «απεικονίζεται η ραγδαία αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους μετά την πρόσκαιρη αύξησή του 2020 όταν το κράτος έγινε αναπόφευκτα ο εργοδότης σχεδόν όλης της οικονομίας κατά τη διάρκεια των lockdown. Και πάλι σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355.000 εκατ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353.389 εκατ. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2 (!!!) ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021. Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357.000 εκατ. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021. Πρακτικά μιλάμε για την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην ΕΕ και αυτό σε συνθήκες αναγκαστικής δημοσιονομικής επέκτασης», υπογραμμίζει ο υπουργός Επικρατείας.
Από την ανάγνωση των δύο γραφημάτων προκύπτουν, σύμφωνα με τον Ά. Σκέρτσο, τρία συμπεράσματα:
Πρώτον, «η πιο αποτελεσματική οικονομική πολιτική είναι η αντικυκλική πολιτική. Με δημοσιονομική επέκταση, δηλαδή με λελογισμένα ελλείμματα στην ύφεση -που στηρίζουν θέσεις εργασίας, επιχειρήσεις και ευάλωτους- και πλεονάσματα στην ανάπτυξη, που οδηγούν σε εθνικές αποταμιεύσεις για τους δύσκολους καιρούς που νομοτελειακά θα έρθουν κάποια στιγμή».
Δεύτερον, «η στοχευμένη μείωση φόρων στο κεφάλαιο και την εργασία οδηγούν σε ένα πιο ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον και τελικά σε έναν ενάρετο οικονομικό περισσότερων επενδύσεων, νέων θέσεων εργασίας, υψηλότερων εσόδων αλλά και εισοδημάτων».
Και, τρίτον, «η ταχεία απομείωση του δημοσίου χρέους δεν έρχεται μέσα από την αυστηρή λιτότητα και την εμμονή στην υπερφορολόγηση και τα υψηλά πλεονάσματα, αλλά μέσα από την δυναμική αύξηση του ‘παρανομαστή’ δηλαδή του ΑΕΠ της χώρας».