Η απόφαση των Ελβετών βουλευτών να ταχθούν κατά της πρότασης που είχε τεθεί στο τραπέζι αναφορικά με την χαλάρωση του πολύ «σφιχτού» πλαισίου που διατηρεί το πέπλο μυστικότητας στο τραπεζικό σύστημα της χώρας ενόχλησε τις διεθνείς οργανώσεις αλλά οι Ελβετοί ορθά σκεπτόμενοι προτίμησαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους.
Γιατί αν δεν το κάνουν αυτοί, δεν θα το κάνει κανείς.
Την μεγαλύτερη συζήτηση είχε αποσπάσει η πιθανή κατάργηση του άρθρου 47 που καθιστά ποινικό αδίκημα την διαρροή πληροφοριών σχετικά με τους πελάτες μιας τράπεζας, ακόμη και σε περιπτώσεις που τίθεται θέμα προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Αυτό σημαίνει πρακτικά πως εσωτερικοί πληροφοριοδότες, αλλά και δημοσιογράφοι, μπορεί να διωχθούν από τη Δικαιοσύνη αντιμετωπίζοντας πολύ σοβαρές κατηγορίες αν αποκαλύψουν τέτοια στοιχεία.
Η αρμόδια επιτροπή της Βουλής συζήτησε εκτενώς το θέμα και τελικά ψήφισε κατά της αλλαγής της νομοθεσίας, υποστηρίζοντας πως οι ελβετικές τράπεζες έχουν ήδη ενισχύσει σημαντικά τις άμυνες τους ενάντια σε φαινόμενα ξεπλύματος μαύρου χρήματος ή την απόκρυψη εγκληματικών κονδυλίων, ευθυγραμμιζόμενες με τα διεθνή στάνταρ, επομένως δεν χρειάζεται και τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου.
Προκειμένου δε, να δικαιολογηθούν υποστήριξαν πως ουδέποτε δημοσιογράφος ή μέσο ενημέρωσης έχει διωχθεί με βάση την νομοθεσία για τυχόν δημοσίευση επιβαρυντικών στοιχείων.
Το θέμα του τρόπου δράσης των ελβετικών τραπεζών είχε επανέλθει πρόσφατα στην επικαιρότητα με αφορμή την διαρροή εγγράφων που αφορούσαν την δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, την Credit Suisse. Τα λεγόμενα «Suisse Secrets Papers» που αφορούσαν στοιχεία τουλάχιστον 30.000 πελατών έδειξαν πως η τράπεζα είχε συναλλαγές και διατηρούσε λογαριασμούς αμφιλεγόμενων επιχειρηματικών και πολιτικών προσώπων και εγκληματιών ύψους άνω των 100 δισ. ελβετικών φράκων εδώ και δεκαετίες.
Αν και η ολομέλεια της Βουλής μπορεί να επαναφέρει το θέμα προς συζήτηση αργότερα, το «όχι» της αρμόδιας επιτροπής να δώσει το πράσινο φως για αλλαγές στην νομοθεσία καθιστά λίαν απίθανη μια τροποποίηση.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις από διεθνείς οργανώσεις, αλλά και τα Ηνωμένα Έθνη, που υποστήριξαν πως η διατήρηση του καθεστώτος αν μη τι άλλο λειτουργεί σαν τροχοπέδη για την ελευθερία του Τύπου.