Το ερώτημα της μεταπανδημικής επαναφοράς των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας ταλανίζει τα κράτη-μέλη και αναδεικνύει τις ρωγμές του πάλαι ποτέ γαλλογερμανικού άξονα.
Υπενθυμίζεται ότι με την έλευση του 2024 αίρεται η αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (που, μεταξύ άλλων, απαιτούν από τα κράτη-μέλη μείωση του πέραν του 60% του ΑΕΠ χρέους τους κατά ένα εικοστό ετησίως) και η επίτευξη εντός του έτους μιας νέας συμφωνίας σχετικά με το περιεχόμενο των όσων θα ισχύουν εφεξής επείγει. Και διχάζει.
Σαν να μην ήταν, όμως, αρκετά τα όσα αποτυπώθηκαν στη συνεδρίαση του Eurogroup την περασμένη εβδομάδα στο Λουξεμβούργο, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών προχώρησε στην επικοινωνιακή αντεπίθεση, με μια ασυνήθιστη στο περιεχόμενό της συνέντευξη του Λαρς Φελντ, συμβούλου του υπoυργού Κρίστιαν Λίντνερ, στην ισπανική εφημερίδα “El Pais”. Όπου, χωρίς περιστροφές, κατονομάσθηκε ως στόχος των γερμανικών πρωτοβουλιών το Παρίσι.
“Η Γερμανία δεν είναι μόνη”
“Η Γαλλία”, τόνισε ο Φελντ, “από καιρό δεν ήθελε το Σύμφωνο Σταθερότητας και θα προτιμούσε να απαλλαγεί από τους δημοσιονομικούς κανόνες. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στον γαλλικό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό για τα επόμενα έτη. Υπήρξε μαζική αύξηση των δαπανών στην άμυνα, στην επένδυση σε νέους πυρηνικούς σταθμούς κ.ο.κ., χρηματοδοτημένη από αύξηση του χρέους. Η δημοσιοποίηση της επιστολής των 11 υπουργών Οικονομικών δείχνει ότι η Γερμανία δεν είναι μόνη.
Από πολλές απόψεις, οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν από την Κομισιόν είναι από την οπτική γωνία αυτών των χωρών απαράδεκτες. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ υποτιμά τον κίνδυνο του αυξημένου χρέους εν μέσω αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές”.
Η επιστολή στην οποία αναφέρεται ο Φελντ είναι βεβαίως αυτή που εμφάνισαν η Γερμανία και άλλες δέκα συμπλέουσες χώρες αποκρούοντας τις προτάσεις της Κομισιόν για ευέλικτη εφαρμογή του νέου Συμφώνου Σταθερότητας μέσω κυρίως διμερών συνεννοήσεων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο “αναπτυξιακό προφίλ” της καθεμιάς. Αντ’ αυτού, οι “11” επιθυμούν σταθερούς, ποσοτικοποιημένους και ενιαίους κανόνες, με κύριο στοιχείο τη μείωση του δημόσιου χρέους κατά 1% από όσες χώρες υπερβαίνουν το όριο του 60% του ΑΕΠ.
Μάλιστα ο Λίντνερ παρουσίασε την πρόταση αυτή ως επιεική, δηλώνοντας ότι για χώρες με χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ ο συγκεκριμένος ρυθμός μείωσης του χρέους ισοδυναμεί με περίοδο προσαρμογής 40 ετών, το τέλος της οποίας ο ίδιος δεν θα βρίσκεται στη ζωή για να το δει.
Είναι σαφές ότι πολλοί από τους “11” θεωρούν ως κυριότερο πρόβλημα το εύρος των εξουσιών που διεκδικεί για τον εαυτό της η Κομισιόν με τις κατά περίπτωση διμερείς ρυθμίσεις. Ακόμα και η Ελλάδα αισθάνεται άνετα με τις προτάσεις του Βερολίνου, θεωρώντας απολύτως επιτεύξιμη μια ετήσια μείωση του χρέους κατά 0,5%-1%, σε αντίθεση με τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις των Βρυξελλών, οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να “γέρνουν” προς τη μεριά της αυστηρότητας.
Και φυσικά δεν λείπουν οι επιμέρους ενστάσεις, με άλλες πρωτεύουσες να θέτουν ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης των αμυντικών δαπανών, στις συνθήκες της παρούσας γεωπολιτικής αστάθειας, ή των επενδύσεων για την πράσινη μετάβαση.
Μόνο με συμφωνία κορυφής
Ο Λε Μερ, πολύ χαρακτηριστικά, έχει ήδη χαρακτηρίσει “οικονομικό και πολιτικό σφάλμα” τη θέσπιση αυτόματων και ενιαίων κανόνων, επικαλούμενος το πρόσφατο παρελθόν, οπότε αυτοί “οδήγησαν σε ύφεση και οικονομική δυσπραγία, οδήγησαν σε απώλεια παραγωγής και ανάπτυξης στην Ευρώπη”.
“Κατά τη γνώμη μας, οι αυτόματοι κανόνες είναι ΟΚ και χρειάζονται, χρειαζόμαστε ισότιμη μεταχείριση, χρειαζόμαστε αριθμητικά όρια και χρειαζόμαστε μία κοινή ασφαλιστική δικλίδα και όχι υπερβολικά μεγάλα περιθώρια διαπραγμάτευσης της Κομισιόν με τα κράτη-μέλη”, ήταν η δημόσια απάντηση του Λίντνερ.
Αλλά το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Την ώρα που ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, φιλοξενεί τη σύνοδο για τη Νέα Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Αρχιτεκτονική, ζητώντας ένα “σοκ δημόσιας χρηματοδότησης” για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και της φτώχειας, η Γερμανία επιστρέφει στην αποθέωση των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά σε ένα περιβάλλον που αυτή τη φορά συνοδεύεται και από νομισματική περιστολή.
Η διαρκής απόκλιση μεταξύ των δύο αλλοτινών πυλώνων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν θα μπορούσε να θεραπευτεί παρά με μια συμφωνία σε επίπεδο κορυφής. Όμως ο Όλαφ Σολτς είναι ένας αδύναμος καγκελάριος, ο οποίος μετά βίας συγκρατεί τις φυγόκεντρες τάσεις στον ίδιο του τον τρικομματικό συνασπισμό. Χαρακτηριστική είναι η καθυστέρηση στην εκπόνηση του Προϋπολογισμού του 2024, καθώς ο και ηγέτης των Φιλελευθέρων, Λίντνερ, επιθυμεί την τήρηση του συνταγματικού “φρένου χρέους”, γεγονός που συνεπάγεται περικοπές ύψους 20 δισ. ευρώ – με τους υπόλοιπους υπουργούς να δίνουν μάχη για τη διατήρηση των δαπανών τους στα υφιστάμενα επίπεδα. Και όλα αυτά ενώ η ίδια η Γερμανία φλερτάρει με τα μηδενικά επίπεδα ανάπτυξης για φέτος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ένωσης Βιομηχάνων (BDI).
Πολιτικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις της αντιπαράθεσης
Η επανεμφάνιση, σε επιδεινωμένη μορφή, των ενδοευρωπαϊκών τριβών ως προς τη δημοσιονομική πολιτική έχει μια πολιτική και γεωπολιτική διάσταση η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Κατά πρώτον, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτή τη φορά η Γερμανία στοχοποιεί τη Γαλλία και όχι την Ιταλία ως τον συνήθη “μεγάλο ασθενή” της Ευρωζώνης. Όμως η Ιταλίδα ακροδεξιά πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, έχει πάψει να αποτελεί τον “αουτσάιντερ” της ευρωπαϊκής πολιτικής γεωμετρίας, με τις ευρωσκεπτικιστικές απόψεις, και έχει μεταβληθεί στην ισχυρότερη ατλαντιστική φωνή, γεγονός που της προσφέρει μεγάλη απήχηση στην ανατολική Ευρώπη. Επιπλέον, διατηρεί αγαστή συνεργασία με το Βερολίνο, την ώρα που οι σχέσεις της με τον Εμανουέλ Μακρόν γνωρίζουν (με συνηθέστερη αιχμή το μεταναστευτικό) διαρκή επιδείνωση, γεγονός το οποίο η πρόσφατη συνάντηση των δύο ηγετών δεν φάνηκε να αντιστρέφει. (Πάνω στην ώρα, άλλωστε, η Γαλλία αποφάσισε να στηρίξει τη Σαουδική Αραβία αντί της Ιταλίας για τη διοργάνωση της Expo 2030).
Όμως η δυναμική που έχουν αποκτήσει οι γαλλογερμανικές σχέσεις προοιωνίζεται και δεξιά στροφή αμφοτέρων των χωρών. Η αναζωπύρωση των “δημοσιονομικών πολέμων” αποτελεί “βούτυρο στο ψωμί” της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η οποία ήδη κινείται δημοσκοπικά πλησίον του 20%, γεγονός που θα σημαίνει ότι οι μελλοντικοί δυνατές συγκυβερνήσεις θα προκύπτουν μόνο με επιστροφή στον “μεγάλο συνασπισμό” Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών ή με “κανονικοποίηση” της γερμανικής ακροδεξιάς ως κυβερνητικού εταίρου. Ομοίως, στη Γαλλία η αποτυχία των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών του Μακρόν διευκολύνει περαιτέρω τις φιλοδοξίες της Μαρίν Λεπέν για είσοδο στο Μέγαρο των Ηλυσίων το 2027.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.