Εως το 2064 θα πρέπει η χώρα μας να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, προκειμένου το χρέος να πέσει κάτω από το όριο που ορίζει το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο της Ε.Ε. ή για να το πούμε πιο απλά να πέσει στα επίπεδα του 1974!

">

Σύμφωνα με αυτό, όλα τα κράτη-μέλη δεν θα πρέπει να διαθέτουν δημόσιο χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους. Ελάχιστες χώρες το έχουν επιτύχει ήδη αυτό, ωστόσο η Ελλάδα διαθέτει όχι μόνο το υψηλότερο χρέος στην Ε.Ε. (σε ποσοστό επί του ΑΕΠ), αλλά και το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο, πίσω από την Ιαπωνία.

Θα πρέπει να περάσουν, δηλαδή, επιπλέον τέσσερις δεκαετίες προκειμένου το χρέος να επιστρέψει στα επίπεδα των αρχών της Μεταπολίτευσης, του 1974.

Σημειώνεται πως δεν θα μηδενιστεί, απλά θα πέσει κάτω από το όριο του 60%, καθώς θα απαιτηθούν πολλές ακόμα δεκαετίες για να εξαλειφθεί, υπό την προϋπόθεση πως δεν θα υπάρξουν νέος δανεισμός (κάτι που αποκλείεται από την παγκόσμια οικονομική Ιστορία) αλλά και περίοδοι χωρίς καμία απόκλιση στα έσοδα ή στους στόχους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εurostat, στο τέλος του α’ τριμήνου του 2024 το ελληνικό χρέος προς το ΑΕΠ ήταν στο 159,8% και ακολουθεί η Ιταλία με ποσοστό 137,7%, η Γαλλία με 110,8%, η Ισπανία με 108,9%, το Βέλγιο με 108,2% και η Πορτογαλία με 100,4%. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Βουλγαρία με 22,6%, στην Εσθονία με 23,6% και στο Λουξεμβούργο με 27,2%.

Σε απόλυτους αριθμούς, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το δημόσιο χρέος το α’ τρίμηνο του 2024 προσεγγίζει τα 356 δισ. ευρώ, έναντι 355,732 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Ο Προϋπολογισμός του 2024 στοχεύει σε χρέος 152,7% του ΑΕΠ το 2024, από 161,9% το 2023, με το Πρόγραμμα Σταθερότητας να προβλέπει περαιτέρω υποχώρηση στο 146,3% του ΑΕΠ το 2025, δίνοντας θετικό σήμα στις αγορές και στους οίκους αξιολόγησης, προκειμένου να υποστηρίξουν την προσπάθεια για νέα βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας.

Με βάση την έκθεση βιωσιμότητας της Κομισιόν, που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από μερικούς μήνες, στο βασικό σενάριο ο λόγος του δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί σε 124,1% του ΑΕΠ το 2034, δηλαδή στα επίπεδα προτού η Ελλάδα μπει στα Μνημόνια!

Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προκύψουν νέες «εκπλήξεις» στην ελληνική οικονομία και η χώρα μας δεν προχωρήσει στη σημαντική αποκλιμάκωση του δείκτη του χρέους ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ της. Χρονιά-κλειδί αποτελεί το 2032, όταν το δημόσιο χρέος θα επιβαρυνθεί με 25 δισ. ευρώ τόκους από τα δάνεια του Μνημονίου, καθώς η περίοδος χάριτος για μνημονιακά δάνεια ύψους 100 δισ. ευρώ λήγει και αρχίζουν οι αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων, που σημαίνει ότι οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα συνυπολογιστούν στο χρέος.

Ετσι, το 2032 απειλείται τόσο από μια απότομη αύξησης του δείκτη χρέους όσο και του κόστους αναχρηματοδότησης.

Υπενθυμίζεται ότι όσον αφορά το δάνειο του EFSF 130 δισ. ευρώ του 2013, αποφασίστηκε να «παγώσει» η πληρωμή τόκων έως το 2032 για περίπου 100 δισ. ευρώ. Οι «παγωμένοι» τόκοι, που θα είχαν φτάσει το 2022 τα 11 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν έως το 2032 περίπου στα 25 δισ. ευρώ (26,7 δισ. ευρώ αναφέρουν οι εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας).

Εφόσον δηλαδή η χώρα δεν προχωρήσει στις απαραίτητες κινήσεις, προκειμένου να μειωθεί το χρέος της σε όρους ΑΕΠ, απειλείται με νέους «μπελάδες» σε οχτώ χρόνια από σήμερα, που αυτή τη φορά δεν θα πιάσουν απροετοίμαστη την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι το υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) αναμένεται να στείλουν σχετική επιστολή στον ESM, με την οποία θα ζητούν να επιτραπεί η χρήση μέρους των 15,5 δισ. ευρώ (από το “μαξιλάρι”), προκειμένου η χώρα να ξεπληρώσει και τα ακριβά δάνεια του πρώτου Μνημονίου νωρίτερα από το προγραμματισμένο, αποφεύγοντας να μπει στη διαδικασία καταβολής των πανάκριβων τόκων του.

Τα παραπάνω εξηγούν και τους λόγους για τους οποίους μέρος των εσόδων που προέρχονται από τις ιδιωτικοποιήσεις κατευθύνονται απευθείας στην αποπληρωμή του χρέους.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η πρόσφατη διάταξη που κατατέθηκε στη Βουλή, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ότι το 50% των εσόδων που εισπράττεται από συμβάσεις αξιοποίησης λιμένων και λιμενικών υποδομών θα κατευθύνεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, ενώ το υπόλοιπο 50% θα μπορεί να διατεθεί για την υλοποίηση των έργων που περιλαμβάνεται στο master plan του κάθε οργανισμού λιμένος και εντάσσονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα αξιοποίησης του Ταμείου.