Έχει περάσει καιρός από τότε, αλλά το θυμάμαι σαν και τώρα γλυκόπικρα. Σε μια καλοκαιρινή βραδιά αφιερωμένη στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και με βαριά στα στήθη όλων μας την ανάμνηση της κυπριακής τραγωδίας που συνέπιπτε χρονικά, ένα νεαρό μέλος της λογοτεχνικής συντροφιάς με πλησίασε και με ρώτησε ποιο έργο του Χέμινγουεϊ μού άρεσε περισσότερο, ποιο ξεχώριζα με βάση τη συγγραφική ιδιότητά μου.
Και τότε – ω του θαύματος – απάντησα χωρίς σκέψη πως ξεχώριζα μια φράση που είπε γεμάτη από εμπειρική βεβαιότητα και αλήθεια. Αλήθεια χρωματισμένη απ’ τα προσωπικά του βιώματα τον καιρό που κάλυπτε ως ανταποκριτής την υποχώρηση του ελληνικού στρατού απ’ την Ανατολική Θράκη (1922), μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
– Αν θέλεις να με σκοτώσεις, αποκάλεσέ με Τούρκο. Θα πεθάνω από ντροπή…
Δεν υπήρχε στη φράση αυτή ίχνος απ’ τη γνωστή, ρωμαλέα λογοτεχνική γραφή του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα. Υπήρχε μόνο μια μεγαλειώδης απλότητα που κυοφορούσε πυκνωτικά όλα τα συμπεράσματα που είχε βγάλει ”φωτογραφίζοντας” με την καθηλωτική πένα του το δράμα των Ελλήνων προσφύγων.
Των Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων που ξεριζώθηκαν βίαια και γενοκτονικά απ’ το ίδιο βέβηλο χέρι των Τούρκων που έπνιξε πενήντα δύο χρόνια αργότερα (Ιούλιο του 1974) κάθε ζωή με την τουρκική εισβολή στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
– Αν θέλεις να με σκοτώσεις, αποκάλεσέ με Τούρκο. Θα πεθάνω από ντροπή…
Κι εγώ αναρωτιέμαι σήμερα, 47 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αν γνωρίζει τη σημασία της λέξης ”ντροπή” ο Τούρκος ηγέτης που επισκέφθηκε την αιματοβαμμένη κατάκτηση της πατρίδας του για να προπαγανδίσει τη διχοτόμηση της Κύπρου. Για να μιλήσει με περισσό κομπασμό για την ”λύση των δύο κρατών” και την εισβολή του Αττίλα που έφερε την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στο νησί.
Απύθμενο θράσος και υποκρισία, μα την αλήθεια, όταν είναι γνωστό ότι – την ίδια, κιόλας, στιγμή που μιλάει γι’ αυτά – δρομολογεί αναγνώριση της ”ΤΔΒΚ” απ’ τα τουρκόφωνα αδελφά κράτη (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κυργιστάν και Ουζμπεκιστάν) και ρίχνει σαν δόλωμα στους εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους των κατεχόμενων Βαρωσίων την επιστροφή των περιουσιών τους, για να αναγνωρίσουν με την υπογραφή τους το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος.
Τα δεδομένα αυτά και άλλα συμπαρομαρτούντα*, όλα φωνάζουν πλέον ότι ο Ταγίπ Ερντογάν προχωρά ακάθεκτος τη στρατηγική της ”Γαλάζιας Πατρίδας” του διαγράφοντας μονοκονδυλιά τα εγκλήματα του στρατού εισβολής και του καθεστώτος κατοχής της Κύπρου.
Εγκλήματα του Αττίλα 1&2 στα οποία προστέθηκαν και εκείνα που έγιναν αργότερα σε βάρος Ελληνοκυπρίων και έμειναν ατιμώρητα όπως τα πρώτα (βλ. δολοφονίες Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού το ’96, μαζί με πλήθος αναίτιων άλλων δολοφονιών σε βάρος Ελληνοκύπριων φρουρών στη ”Γραμμή Αττίλα”, τη διαχωριστική ”Πράσινη Γραμμή” μεταξύ των ελεύθερων και των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου).
Το δυσοίωνο είναι ότι όλες αυτές οι αιμάσσουσες πληγές της Κύπρου που προσδιορίζονται ημερολογιακά κακοφορμίζουν με τον χρόνο όσο εμπεδώνεται στον Ελληνισμό η ατιμωρησία των ηθικών και φυσικών αυτουργών της κυπριακής τραγωδίας,
Όσο εμπεδώνεται γεωπολιτικά η δύναμη της Τουρκίας (και σ’ αυτό έπαιξε βρώμικο ρόλο η Βρετανία που διευκόλυνε τη διαίρεση του νησιού), η οποία (δύναμη) εκφράζεται πρακτικά με την επιβολή της πυγμής του ισχυρού Τούρκου στον ανίσχυρο Κύπριο.
– Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω…, τραγουδά με καημό ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ενθυμούμενος με οδύνη την Κύπρο.
Μόνο που έφυγε νωρίς και δεν είδε τη συνέχεια της άτυχης ιστορίας της. Δεν είδε τον άρπαγα ”σουλτάνο” να παραβιάζει επανειλημμένα την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας (2019-’20), να κάνει βήματα προσάρτησης της κατεχόμενης Κύπρου αναγγέλλοντας τον εποικισμό των Βαρωσίων (Νοέμβριος του ’20) και στη συνέχεια να ανακοινώνει το άνοιγμα του 3,5 % περίπου της ”περίκλειστης πόλης” που θα βρίσκεται πλέον, από τώρα και στο εξής υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση.
Κι αυτό σαν αρχή των μεγάλων σχεδίων του για την ”Βόρεια Κύπρο”, που είναι η σταδιακή ολοκλήρωση του εποικισμού της Αμμοχώστου και της Καρπασίας, μέχρι να το χωνέψουν οι Ελληνοκύπριοι διπλωματικά ότι δεν πρόκειται να τις πάρουν πίσω.
Να χωνέψουν τον τουρκικό εποικισμό όχι μόνο στο υπόλοιπο 33% της περιοχής, αλλά στο σύνολο του εδάφους των Κατεχομένων της Κύπρου, στα οποία ονειρεύεται ο Ταγίπ Ερντογάν να προσθέσει μελλοντικά και το ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την πλήρη προσάρτηση του νησιού στο τουρκικό κράτος.
Κι εμείς, οι Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι ηγέτες που πιστέψαμε στο ”ήσυχο καλοκαίρι” που μας έταξε ο πανούργος”σουλτάνος”, παρακολουθούμε ως άβουλοι μάρτυρες τα τεκταινόμενα των τουρκικών τετελεσμένων υποταγμένοι στην αρχιμήδειο λογική της ” Μη μου τους κύκλους τάραττε” εθνικής στρατηγικής μας…
Παρακολουθούμε πιπιλίζοντας σαν λύση τη ”Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία” (πρόταση των Τούρκων απ’ το ’57 μέχρι να αντικατασταθεί απ’ την ερντογανική ”Διχοτόμηση”) και επαναλαμβάνουμε ως τυπολάγνοι διεκπεραιωτές την… κληρονομική μας υποχρέωση – τέτοιες μέρες κατ’ έτος – με ήσυχη τη συνείδησή μας.
Με ήσυχη την χειμάζουσα εθνική μας συνείδηση, που βλέπει σαν ”εθνική αγγαρεία” τον όρκο που δώσαμε με το ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” μας το πρωί της δεύτερης τουρκικής εισβολής (14 Αυγούστου ’74), όταν ο ”Αττίλας 2” έκοψε την Κύπρο στα δύο.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά δίνουμε χώρο στους ”άριστους” του Σημίτη και του Μητσοτάκη (βλ. Άννα Διαμαντοπούλου – υφυπουργό Ανάπτυξης του πρώτου που την πρότεινε ο δεύτερος για την ηγεσία του ΟΟΣΑ τον Οκτώβριο του ’20) να κάνουν κήρυγμα σύγχρονου ”πατριωτισμού” (στα πρότυπα του ”πατριωτισμού της ευθύνης” του ΚΜ) διακηρύσσοντας την θετική εκτίμησή τους για το εγκληματικής έμπνευσης Σχέδιο Ανάν του 2004.
Για το Σχέδιο που βρήκε εθνικά ασύμφορο και γι’ αυτό απέρριψε ασυζητητί ο μεγάλος πατριώτης της Κύπρου Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος πριν από 17 χρόνια λέγοντας με τον τρόπο του το δικό του ιστορικό ”ΟΧΙ”:
– Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω Κοινότητα…”
Με τα δεδομένα αυτά, αντιλαμβανόμαστε πώς έφτασε το Κυπριακό να αντιμετωπίζεται απ’ τις περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις ως… διεκπεραιωτικό θέμα και πώς έφτασε η εκάστοτε πολιτική ηγεσία μας να επιλέγει την διπλωματική ακινησία και να περιορίζεται σε αναφορές τύπου μνημοσύνου επ’ ευκαιρία της επετείου της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Αναφορές… αναμνηστικές που δηλώνουν με έμμεσο τρόπο την αποδοχή εκ μέρους μας των τετελεσμένων της Τουρκίας και έρχονται σε πλήρη αντίθεση (απ’ την άποψη του κλίματος που δημιουργούν) με τις έμφορτες διεκδίκησης τουρκικές αναφορές, δείγμα των οποίων είδαμε το 2010 στο βιβλίο ”Στρατηγικό βάθος” του Αχμέτ Νταβούτογλου, όπου ο π. ΥΠΕΞ του Ταγίπ Ερντογάν λέει μεταξύ άλλων για τη θέση που είχε στην τουρκική στρατηγική η Κύπρος:
” […] Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα, καθώς καμιά χώρα δεν μπορεί να μένει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου…”
Φευ!.. Αυτό θα έπρεπε να το λέμε εμείς οι Έλληνες για πολλαπλάσιους λόγους, καθώς έχουμε δεσμούς αίματος με την Μεγαλόνησο, πέραν του ότι είμαστε εγγυήτρια δύναμη της ακεραιότητάς της και κουβαλάμε την ευθύνη του χρέους για τη σύγχρονη τραγωδία της. Όπερ σημαίνει ότι θα πρέπει να θεωρούμε μονόδρομο την αμφίδρομη, αδιάλειπτη και αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μεταξύ μας.
Σημαίνει επένδυση στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας από κοινού με την Κύπρο με ενεργοποίηση του ”Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου” που θα διασφαλίσει την προστασία της. Σημαίνει να γίνει η Κύπρος ακρογωνιαίος λίθος της κοινής στρατηγικής μας.
Γιατί χωρίς αυτήν, χωρίς το ”χρυσοπράσνο φύλλο το ριγμένο στο πέλαγος” της Ανατολικής Μεσογείου, η αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας θα είναι μισή και το σπουδαιότερο: Ο Ελληνισμός δε θα αντέξει την απώλεια της Μεγαλονήσου, γιατί ”στην Κύπρο χτυπά η καρδιά της Ελλάδας” και τυχόν απώλειά της θα σημάνει αυτόματα την απώλεια άλλης μια ιστορικής κοιτίδας του, άλλης μια χαμένης πατρίδας…
Ως εκ τούτου, είμαστε υποχρεωμένοι ηθικά και εθνικά να υπεραπιστούμε τα κυπριακά εδάφη διπλωματικά και στρατιωτικά και να ανταποκριθούμε Ελλαδίτες κι Ελληνοκύπριοι στην ιερή, παρακαταθήκη των Κυπρίων πατέρων που όμνυαν στην ελληνική καταγωγή τους με τα λόγια του ”Γέρου του Μοριά”:
”Την Ελλάδα θέλωμεν και ας τρώγωμεν πέτρες”
Για όλα αυτά και πολλά άλλα δεν πρέπει να αρκούμαστε στην επιστολή Δένδια προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας τον τρέχοντα μήνα (Γάλλο ΥΠΕΞ Ζαν-Ιβ λε Ντριάν), στην οποία ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών καταγγέλει τις παράνομες ενέργειες των Τούρκων στην περίκλειστη περιοχή των Βαρωσίων.
Οι Έλληνες κυβερνώντες και οι σύμβουλοί τους είναι εντεταλμένοι από τον λαό να αποβάλουν κάθε πιθανότητα συμβιβασμού με τους Τούρκους στο Κυπριακό. Κάτι που θα ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη της Κύπρου στην τύχη της με πιθανό το ενδεχόμενο την μελλοντική τουρκοποίησή της.
Η Κύπρος είναι ο νοτιότερος βραχίονας του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και δε δέχεται πόδι βαρβάρων. Δε δέχεται να είναι αιχμάλωτη των τουρκικών προκλήσεων και των απειλών. Γι’ αυτό είναι χρέος μας να υπερασπιστούμε την ακεραιότητά της και να διατηρήσουμε την ”Μικρή Ελλάδα” της Ανατολικής Μεσογείου ”κομμάτι του Ελληνισμού, της ψυχής και της ιστορίας μας”.
* Συμπαρομαρτούντα: συνακόλουθα
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)