Η διαχείριση του Κυπριακού, είναι μια χαίνουσα πληγή για τον Ελληνισμό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που τη θεωρούν μια ιστορία χαμένων ευκαιριών. Με την προσέγγισή τους, κάθε νέα καμπή του και πρόκληση για τη λήψη αποφάσεων, είναι δυσμενέστερη σε σχέση με τα όσα προηγήθηκαν.
Επιμηθείς εκ του ασφαλούς. Γιατί τι άλλο παρά ισοπεδωτική και άδικη κριτική και υπεραπλούστευση, είναι να μηδενίζεις όσους και για όσα προσπάθησαν προκειμένου να πετύχουν το βέλτιστο για τα εθνικά συμφέροντα; Που το βέλτιστο, ειδικά στο διεθνές περιβάλλον, πρέπει να είναι και λειτουργικό.
Η τάση επίσης, να απαξιώνονται όσοι έδρασαν, αντιστάθηκαν και πάλεψαν για το Κυπριακό, συνιστά και μια πρόσθετη απειλή. Αυτή δηλαδή, που τείνει να καταστήσει πεποίθηση ότι κάθε νέα προσπάθεια, όπως και η περαιτέρω συνέχεια του αγώνα, είναι μάταιη. Μια άλλη εκδοχή πως το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, με συνακόλουθο το συμπέρασμα, πως πρέπει να αναζητηθεί μια οποιαδήποτε λύση. Μια κακή δηλαδή λύση.
Απέναντι στο αρνητικό αυτό υπόβαθρο και την εύλογη κόπωση, είναι απαραίτητο να καταγράφονται οι σταθερές, που κατά το μάλλον ή ήττον συγκροτούν το πλαίσιο αξιολόγησης του προβλήματος. Όχι για να αποθαρρυνθούμε ή να εφησυχάσουμε, αλλά για να διευκολυνθούμε στον προσδιορισμό των στοχεύσεών μας. Γιατί αυτός ακριβώς ο καθορισμός των στόχων, είναι η αναγκαία απαρχή για τις περαιτέρω κινήσεις μας. Και την επεξεργασία των ‘πρωτοκόλλων’ αντίδρασης και ενεργειών μας.
Εν αρχή υπάρχει η διαχρονική παραδοχή, πως ότι κερδίζεται στον πόλεμο και επί του πεδίου, δεν παραχωρείται στη διάρκεια της ειρήνης και των διαπραγματεύσεων. Στον κανόνα αυτό υπάρχουν και οι αντίστοιχες προσαρμογές. Έτσι στην περίπτωση του Ισραήλ έναντι της Αιγύπτου και των Παλαιστινίων, υιοθετήθηκε η αρχή της παραχώρησης ή επιστροφής εδαφών για την εξασφάλιση ή προάσπιση της ειρήνης.
Από την άλλη πάλι υπάρχουν και οι περιπτώσεις, που η συντριπτική οικονομική υπεροχή, εξασφάλισε την επικράτηση, χωρίς να υπάρχει τυπική προσφυγή στην πολεμική βία. Ο Ψυχρός Πόλεμος και η νίκη της Δύσης, αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Το Κυπριακό δεν παρουσιάζει ομοιότητες με τις ως άνω ενδεικτικές προσαρμογές. Αφενός μεν γιατί αποτελεί διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής, με την Τουρκία ως επιτιθέμενη χώρα. Αφετέρου δε γιατί δε φαίνεται επί του παρόντος εφικτή η οικονομική επικράτησή μας, που θα υποχρέωνε τους Τούρκους να υποχωρήσουν και να συμμορφωθούν με τη διεθνή νομιμότητα.
Το θρυλούμενο ενδιαφέρον παράδειγμα, που οδήγησε στη χρεωκοπία του Τουρκοκύπριου επιχειρηματία της Polly Peck, κατόπιν συνδυασμένων ενεργειών Ελληνοκύπριων επιχειρηματιών, δε φαίνεται να είχε συνέχεια.
Ο παράγοντας ωστόσο της Οικονομίας, είναι αυτός που ενδέχεται να έχει καταλυτικό ρόλο στις κυοφορούμενες εξελίξεις στο Κυπριακό. Η Τουρκία υφίσταται συνεχή οικονομική αιμορραγία για τη συντήρηση του Τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. Το άνοιγμα της Αμμοχώστου και η εξαγγελθείσα ουσιαστικά προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων και κεφαλαίων, αποσκοπεί στην ‘αυτοχρηματοδότηση΄ του Τουρκοκυπριακού μορφώματος. Πρόδηλα θα έχει συνέχεια. Πιέζουν εξάλλου και τα προβλήματα της Τουρκικής Οικονομίας.
Που με τη σειρά τους κάθε άλλο παρά διευκολύνουν τη διαλλακτικότητα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τουναντίον αναδεικνύουν την ‘εύκολη’ διαφυγή, που δεν είναι άλλη από την πλειοδοσία σε εθνικιστικές κορόνες. Ε
άν το αποτελέσματα, για τη βιωσιμότητα της τουρκοκυπριακής οικονομίας δεν είναι τα προσδοκώμενα για το καθεστώς Ερντογάν, ενδεχόμενα θα ενισχύσουν τον πειρασμό για ενέργειες διαφορετικής κλίμακας. Η ενίσχυση της Άμυνας της Μεγαλονήσου, είναι αδήριτη ανάγκη.