Ο αφελληνισμός της Μικράς Ασίας, δεν αποτελεί μια απλή έκφανση της συμπεριφοράς των Τούρκων. Ούτε και μια μεμονωμένη ή περιορισμένης χρονικής διάρκειας πρακτική τους. Από τη χρονιά ορόσημο της Μάχης στο Ματζικέρτ, που κατά τους ιστορικούς συνιστά την εδραίωση της Τουρκικής παρουσίας στη Μικρασιατική Χερσόνησο, μεσολάβησαν αιώνες βίας σε κάθε νοητή και ανήκουστη εκδοχή της.
Αρχικά από τους Σελτζούκους και στη συνέχεια από τους Οσμανλήδες ή Οθωμανούς Τούρκους, σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν κοινωνοί του Ελληνικού πνεύματος και της Ελληνικής παιδείας. Όπως Έλληνες στο φρόνημα και τη γενεαλογική καταγωγή, κατά τρόπο αδιάσπαστο και ατόφιο, ήταν όλοι όσοι είχαν δημιουργήσει αιώνες πριν, ως άποικοι από τη Μητροπολιτική Ελλάδα, τις Ελληνικές πόλεις στα παράλια του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Οι γηγενείς αυτοί πληθυσμοί, μέσα από μια εκστρατεία διαρκείας με εξανδραποδισμούς, μαζικές δολοφονίες, βιασμούς, παιδομάζωμα και τυραννική φορολογία, σε μεγάλο βαθμό μεταστράφηκαν. Εκόντες άκοντες για να πετύχουν την επιβίωσή τους. Απετέλεσαν κατ’ ουσία το πληθυσμιακό υπόβαθρο της Τουρκίας για τους Τούρκους, που επέβαλαν με τη φωτιά και το ατσάλι οι οπαδοί του Κεμάλ και τα δολοφονικά μπουλούκια των Τσετών.
Η καταστροφή ωστόσο της Σμύρνης, τον Σεπτέμβριο του 1922, δεν αποτελούσε μια συνήθη, έστω και ακραία άγρια καμπή των βίαιων πρακτικών του Τουρκικού στοιχείου, σε βάρος των Ελλήνων. Μέσα από τις ιστορικές αφηγήσεις, τις μαρτυρίες των επιζώντων αλλά και το φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό, που διασώθηκε, επιβεβαιώνεται ότι ήταν το επιστέγασμα μιας κυνικά σχεδιασμένης γενοκτόνου πολιτικής. Ήταν τέτοια δε η δολοφονική ψυχρότητα και η μανία εξόντωσης των καθοδηγητών του Τουρκικού όχλου, που δε δίστασαν να υλοποιήσουν τα φρικώδεις ενέργειές τους, ακόμα και ενώπιον απειράριθμων μαρτύρων, πολιτών τρίτων χωρών. Δεν ενδιαφέρθηκαν σοβαρά ούτε για την αποφυγή καταγραφής των εγκληματικών τους ενεργειών, που δε γίνονταν στην απομόνωση της ενδοχώρας, ή στις πορείες θανάτου των άμαχων Ελλήνων και των αιχμαλώτων, αλλά γίνονταν στην προκυμαία της Σμύρνης και σε πολυσύχναστους δρόμους. Τέτοιο ήταν το μένος αφανισμού σε βάρος των Ελλήνων αλλά και η βεβαιότητα ατιμωρησίας τους.
Γιατί το έγκλημα και η γενοκτονία της Σμύρνης, δεν είναι μόνο όνειδος για τις ξένες δυνάμεις και τα πολεμικά τους πλοία, που με απάθεια παρατηρούσαν τη δολοφονία και τα βασανιστήρια των Ελλήνων. Χωρίς να λείπουν και τα περιστατικά άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής τους σε αυτά. Όπως και οι πράξεις μεγαλείου και ανιδιοτελούς σωτήριας προσφοράς από τον Αμερικανό Αισάια Τζένιγκς και της θρυλούμενης διάσωσης Ελλήνων από έναν Ιάπωνα πλοίαρχο. Το βάρος της Ιστορίας και το ανάθεμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, πέφτει και σε όσους, από το τότε Ελληνικό Κράτος, εγκατέλειψαν ανυπεράσπιστη τη Σμύρνη και το σύνολο των Ελλήνων βορά στα αδηφάγα κτήνη των Τσετών και τον δολοφονικό εσμό του Κεμάλ.
Είναι ανάγκη για να αποφύγουμε την επανάληψη Τραγωδιών, να προσεγγίσουμε τα γεγονότα στην Ιστορική τους διάσταση. Η νεκρική μέχρι σήμερα σιγή, για το πως ξαφνικά μια πολύβουη Ελληνική πόλη, όπως ήταν η Σμύρνη, που είχε εν τω μεταξύ κατακλυστεί από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες της Μικρασιατικής ενδοχώρας, κατασφαγιάστηκε, χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά από τον Ελληνικό στρατό, πνίγει τη χώρα μας και τη συνείδησή μας. Η τραγική και ολέθρια αλήθεια είναι πως το Μικρασιατικό μέτωπο κατέρρευσε, λόγω της ανεπάρκειας και μηδαμινότητας, μικρών, μοιραίων και άθλιων προσώπων. Η αλήθεια είναι πως ο Τρικούπης ως σωματάρχης και εν αγνοία του αρχιστράτηγος, παρέδωσε ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού. Κι αντί αυτός και οι επιτελείς του και όσοι εγκατέλειψαν σαν κοινοί λωποδύτες και σαλταδόροι βοηθητικής ανθυποκατηγορίας να λογοδητήσουν, συνέχισαν να κάνουν καριέρα στον Στρατό! Ο Τρικούπης έφτασε στον βαθμό του Αντιστράτηγου, αντί να περάσει Στρατοδικείο και να αντικρύσει το απόσπασμα. Και ούτε λόγος να γίνεται για όσους έπρεπε σε ελάχιστη ένδειξη ανδρισμού και φιλότιμου να αυτοκτονήσουν για όσες Ελληνίδες βιάσθηκαν, για όσα παιδιά και αμάχους σφαγιάσθηκαν, ως ανυπεράσπιστα θύματα στα χέρια του Κεμάλ.
Είναι αδιανόητο ότι ευάριθμα τμήματα του Ελληνικού στρατού αποχώρησαν με τα πολεμικά του Ελληνικού στόλου, ενώ γνώριζαν ότι οι συμμορίες των Τσετών κατέφταναν στη Σμύρνη. Είναι αδιανόητο ότι εκπρόσωποι των μετέπειτα επαναστατών απαγόρευσαν τον απόπλου των Ελληνικών πολεμικών που ναυλοχούσαν στα Ελληνικά νησιά και δεν ανταποκρίθηκαν στην έκκληση του Τζένιγκς, που με την αυτοθυσία του είχε εξασφαλίσει την άδεια για την εκκένωση του άμαχου πληθυσμού από τη Σμύρνη. Είναι αδιανόητο ότι ο τελευταίος στρατιωτικής διοικητής της Σμύρνης (ονόματι Ζεγγίνης, χωρίς να έχει σημασία και η ακριβής γραφή του ονόματός του) παρέδωσε το σύνταγμά του, χωρίς να ρίξει ούτε μια ντουφεκιά σε βάρος των αλαλαζόντων Τσετών, που άμεσα θα γίνονταν οι Δήμιοι της Σμύρνης. Όλοι αυτοί οι ολίγιστοι και ελεεινοί, πρέπει να ονοματιστούν. Για να τιμήσουμε τη μνήμη των πεσόντων. Και για να βεβαιώσουμε ότι οι ριψάσπιδες έστω και καθυστερημένα θα παραδοθούν στην καταφρόνηση του Έθνους.