Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως στο πέρασμα του χρόνου μετεξελίχθηκε και έφτασε στη σημερινή μορφή της, πέτυχε να εξασφαλίσει στις χώρες που τη συγκρότησαν, μια συνεχή ανάπτυξη και βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Στηρίχθηκε σε συγκεκριμένες θεμελιώδεις αρχές. Κορυφαία μεταξύ αυτών ήταν και είναι η διασφάλιση του υγιούς και αποδοτικού ανταγωνισμού.
Μόνο σε ένα οικονομικό περιβάλλον με σταθερούς κανόνες, όπου απαγορεύονται οι καταχρηστικές πρακτικές και κάθε είδους συμπράξεις, που δίνουν στους αυτουργούς τους αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα, μπορεί να αναπτυχθεί η επιχειρηματικότητα, να αναδειχθεί η άμιλλα, να βελτιωθεί η ποιότητα και να προσφερθούν οι ποιοτικότερες υπηρεσίες και προϊόντα, στις πιο συμφέρουσες τιμές, στους Ευρωπαίους πολίτες και καταναλωτές. Μια από τις βασικότερες μορφές νόθευσης του ανταγωνισμού, θεωρήθηκαν οι κρατικές ενισχύσεις.
Το σκεπτικό αδιαμφισβήτητα λογικό. Πως μπορείς να ανταγωνιστείς το κράτος και τις πηγές εσόδων του και να παραμείνεις ανταγωνιστικός και βιώσιμος στην αγορά; Και τι κίνητρο εισόδου και παραμονής θα μπορούσες να έχεις σε αυτή; Αντίστοιχα πώς θα μπορούσες να προσφέρεις πρόσθετες επιλογές στους καταναλωτές, με όρους ρεαλιστικούς και παράλληλα να μπορούσες να επιβιώσεις;
Η Ευρώπη ωστόσο με τους μηχανισμούς και τους θεσμούς της, έχει αποδείξει διαχρονικά ότι μπορεί να προσαρμόζει τους κανόνες της. Και να κατοχυρώνει τη λειτουργικότητά τους. Σε συνθήκες αποτίμησης των κοινωνικών αναγκών και με τρόπο που διασφαλίζει την επικράτηση της λογικής. Αρκεί κανείς βέβαια να το διεκδικήσει. Μια διαρκής εξάλλου διεκδίκηση, μεταξύ εταίρων και συνολικά έναντι των διεθνών ανταγωνιστών, είναι η Ευρωπαϊκή συνύπαρξη.
Η προσαρμογή των κανόνων, μπορεί να γίνει είτε ως ρύθμιση πλαίσιο, είτε στη διάρκεια αποτίμησης μεμονωμένων περιπτώσεων. Οι πολιτικές πιέσεις, προτάγματα και σκοπιμότητες, παίζουν πάντα τον ρόλο τους. Πρόσφατα δόθηκε το πράσινο φως στην Ουγγαρία να επιλέξει ως κατασκευαστή του πυρηνικού της εργοστασίου μια Ρωσική εταιρεία μεγαθήριο, χωρίς να προηγηθεί καμιά διαγωνιστική διαδικασία. Συνολικά επίσης κατά τη διάρκεια της Πανδημίας, οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, εφαρμόσθηκαν με «ευρύτητα πνεύματος», όταν ουσιαστικά δεν έμπαιναν στο «ψυγείο».
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διάδοχη εταιρεία της Alitalia. Του εθνικού αερομεταφορέα δηλαδή της Ιταλίας. Για τον οποίο οι Ιταλοί, έδωσαν επί σειρά ετών, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων αγώνα, για να πετύχουν την επιβίωσή του, ως εθνικού τους οργανισμού. Και το πέτυχαν.
Με την πρόσφατη απόφαση η διάδοχη εταιρεία της Alitalia, που εξακολουθεί να ανήκει ουσιαστικά και να ελέγχεται από το Ιταλικό κράτος, διατηρεί το σύνολο κατά κανόνα των περιουσιακών στοιχείων του Ιταλικού εθνικού αερομεταφορέα. Αεροσκάφη, slots, προσωπικό. Το σημαντικότερο από όλα είναι ότι δεν επιβαρύνεται με τα χρέη της Alitalia και δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής των ποσών που είχε διαθέσει το Ιταλικό κράτος, για τη στήριξη και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Και επειδή πάντα, όταν υπάρχει θέληση, μπορεί να βρεθεί και η κατάλληλη νομική αιτιολογία, θεωρήθηκε ότι η νέα εταιρεία, η ITA, που το Ιταλικό κράτος προικοδοτεί με 1,35 δισεκατομμύρια Ευρώ, δεν αποτελεί οικονομική συνέχεια της Alitalia. Και ούτε έχει την υποχρέωση να πληρώσεις τα 900 εκατομμύρια κρατικών επιδοτήσεων, που βαρύνουν πια το ”κουφάρι” και μόνο του παλιού Ιταλικού εθνικού αερομεταφορέα.
Στην χώρα μας υπάρχουν τρανταχτά παραδείγματα που οι παραδοχές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορούν να αφορούν. Τα ναυπηγεία είναι ένα από αυτά. Αλλά και ευρύτερα εταιρείες στρατηγικής σημασίας του Δημόσιου Τομέα, που το άγος των χρεών, τις καθιστά απωθητικές σε όσους επιθυμούν να επενδύσουν.
Η μετάβαση σε έναν νέο φορέα, που θα έχει τα περιουσιακά στοιχεία του παλιού, θα βοηθήσει να αναγεννηθούν οι χειμαζόμενες αγορές. Και να διατηρηθούν θέσεις εργασίας. Χωρίς βέβαια να παραδοθούν οι νέες εταιρείες στο χέρια αυτών που τις απαξίωσαν ή και τις λήστεψαν. Θα ήταν ένα οδυνηρό και απαράδεκτο προηγούμενο. Που θα δικαίωνε τους οπαδούς της ακινησίας. Και όσους τη δημιούργησαν.