Οι ισορροπίες, οι συσχετισμοί και οι προτεραιότητες στην Ήπειρό μας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το μεγάλο μας σπίτι, βρίσκονται σε διαδικασία αναθεώρησης. Κύριοι παράγοντες που διαμορφώνουν το νέο πλαίσιο, είναι η πανδημία και οι επιπτώσεις της στις Εθνικές οικονομίες και τα δημοσιονομικά μεγέθη, οι γερμανικές εκλογές και η διαφαινόμενη και σε ένιες τινές περιπτώσεις, αυξανόμενη, κατά τα Ευρωπαϊκά ιδίως Βορειοανατολικά κράτη, Ρωσική επιθετικότητα.
Η πανδημία το πρώτον με τα συντελούμενα νέα περιοριστικά μέτρα, συνεχίζει να δοκιμάζει τις οικονομικές, βιοτικές και πολιτισμικές αντοχές των Ευρωπαίων πολιτών. Μέσα στο δυστύχημα της επέλασής της, απετέλεσε και τη θρυαλλίδα για τη ‘χαλάρωση’ της λεγόμενης δημοσιονομικής πειθαρχίας, που με εμμονή ‘στήριζαν’ οι λεγόμενες Βόρειες, φειδωλές χώρες (Frugal States). Συγχρόνως αποτέλεσε και το θεμελιώδες επιχείρημα για να δανειστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από τις χρηματαγορές και να αναλάβει χρέη για λογαριασμό των ιδιαίτερα πληττόμενων μελών της. Ήταν ως πικρή ειρωνεία της Ιστορίας, ο θεμέλιος λίθος του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η προοπτική ωστόσο να συνεχιστεί η κατά την κοινή λογική ευκταία δημοσιονομική χαλάρωση και η ενίσχυση ουσιαστικά των κρατικών δαπανών, για την κοινωνική συνοχή και τα έργα υποδομών, φαίνεται να μπαίνει και πάλι σε κίνδυνο, με την κατανομή ρόλων στη νέα Γερμανική κυβέρνηση. Έτσι ο νέος Υπουργός Οικονομικών και ηγέτης των Φιλελευθέρων, σε επίπεδο εξαγγελιών τουλάχιστον, ξορκίζει ότι εκλαμβάνει ως επιβάρυνση των πλουσίων κρατών της Ένωσης, για λογαριασμό των ‘φτωχών΄ ιδίως του Ευρωπαϊκού Νότου.
Η τριμερής κυβέρνηση συνασπισμού, με τις συγκρουόμενες προτεραιότητες των εταίρων της, δεν προδιαθέτει για στιβαρότητα στις πολιτικές που αφορούν την Ευρώπη και τη διεκδίκηση εκ νέου πρωταγωνιστικού ρόλου, για τη Γερμανία, στα πρότυπα της Μέρκελ. Ανεξαρτήτως από το περιεχόμενο και τις επιλογές της απερχόμενης Γερμανικής κυβέρνησης, δημιουργείται ένα κενό, που όπως φαίνεται σπεύδει να καλύψει ο ΓαλλοΙταλικός άξονας.
Η συμφωνία που δύο μεγάλα Ευρωπαϊκά Κράτη και εκ των θεμελιωτών των Ευρωπαικών Κοινοτήτων, συνήψαν στη Ρώμη, έχει σπουδαία συμβολική αξία, σε επίπεδο Ιστορίας, Πολιτισμού και Πολιτικής κουλτούρας, χωρίς όμως να διαθέτει το οικονομικό εκτόπισμα που η Γερμανική ‘ατμομηχανή’ προσφέρει. Ε
ίναι μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία, που υπό συνθήκες μπορεί να διαμορφώσει Ευρωπαϊκούς οικονομικούς πρωταγωνιστές επί τη βάσει αμοιβαίου σεβασμού και λειτουργικότητας και να συμβάλει σε ισόρροπη κατανομή των ρόλων μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών, με όρους ανάπτυξης και όχι δημοσιονομικών δεικτών και με σύγκλιση του βιοτικού τους επιπέδου. Κι όλα αυτά κατά τρόπο που θα υπερβαίνει τον ιστορικό παράλληλο μεταξύ Ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου.
Τις συνθήκες αναζήτησης βηματισμού δε θα μπορούσε, όπως η ιστορική εμπειρία διδάσκει, να μην εκμεταλλευθεί η Ρωσία. Σημαντικό ρόλο στις επιθετικές κινήσεις, παίζει η επαμφοτερίζουσα ή στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη, στάση της Γερμανίας.
Οι βασικοί εταίροι του νέου τριμερούς συνασπισμού, δείχνουν προδιάθεση να αναθεωρήσουν την επί δεκαετίες Γερμανική δέσμευση, για συμμετοχή στη Δυτική πυρηνική αποτροπή, έναντι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αρχικά και της Ρωσίας στη συνέχεια. Είναι μια δέσμευση που διατρανώθηκε την εποχή του Χέλμουτ Σμιτ και αντιμετωπίζει πλέον τον σκεπτικισμό και των Πράσινων, αλλά και των Σοσιαλδημοκρατών.
Η δυστοκία επίσης σε σχέση με τον Nord Stream 2, που ενώ οι Πράσινοι τον απορρίπτουν και οι Γερμανικές αρχές επί του παρόντος τον μπλοκάρουν, έχει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ιδιοκτήτριας εταιρείας του τον πρώην Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριο Σρέντερ, όπως επίσης και σε καίρια θέση, ένα κορυφαίο πρώην στέλεχος της Στάζι, είναι πρόσθετο σημείο τριβής και εφαλτήριο της Ρωσικής επιθετικότητας. Είναι η ρωγμή στο Δυτικό μέτωπο, που ο Πρόεδρος Πούτιν εκμεταλλεύεται για να πιέσει την Ευρώπη, στη ροή και τις τιμές του Φυσικού Αερίου, αλλά και να καλλιεργήσει την αμφιβολία, ως προς την ένταση και το περιεχόμενο της Γερμανικής αλληλεγγύης στα Βαλτικά κράτη και την Πολωνία σε περίπτωση επιθετικής πρωτοβουλίας του.
Το γεγονός εξάλλου της εκθετικής εξάρτησης της Γερμανίας στο Ρωσικό φυσικό αέριο, μετά την ουσιαστική αναστολή των πυρηνικών αντιδραστήρων από το 2011 και τον σεισμό της Φουκοσίμα μέχρι σήμερα, χωρίς μάλιστα να υπάρχει προοπτική επανεργοποίησής τους λόγω και της κάθετης αντίθεσης των Πρασίνων, επιτείνουν την πίεση. Είναι ένα πλαίσιο ανακατατάξεων, που καθιστά αναγκαία την καλλιέργεια διμερών και πολυμερών συμμαχιών μας, μέσα στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.