Οι σχέσεις μας με το Ξανθό Γένος, πηγαίνουν αιώνες πίσω. Συμπλέκονται μάλιστα με την απαρχή της ιστορικής καταγραφής του ρωσικού Έθνους, στο μέτρο που αυτή έχει ορόσημο καταγραφής το Κυριλικό Αλφάβητο.
Του μέσου δηλαδή καταγραφής και προβολής του εκάστοτε πολιτισμού, που στην περίπτωση των Σλαβικών φυλών, έχει ως γεννήτορες τους Έλληνες Θεολόγους και Ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στην κοίτη της Ιστορίας και οι αρχικά απειλούμενοι ως προς την ίδια την ιστορική επιβίωσή τους, από τις Ταταρικές επιδρομές, Ρώσοι, δημιούργησαν τη δική τους αυτοκρατορία, με συγκολλητικό τους κατά κανόνα αρμό τον Τσάρο.
Στα χρόνια της Οθωμανικής Παντοκρατορίας, απετέλεσαν το αντίπαλο δέος, ως περίλαμπρη Ορθόδοξη αυτοκρατορία, που χρησιμοποιούσε για την προώθηση των ιδίων συμφερόντων της, τους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς και τα νεότευκτα χριστιανικά κράτη, που ξεπηδούσαν, μέσα από τη θνήσκουσα επικράτεια του οίκου των Οσμανληδών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οδυνηρού συνετισμού για τους ‘φίλους’, τους ‘προστάτες’ και την αξιοπιστία των εκάστοτε συμμαχιών, ήταν για τους υπόδουλους Έλληνες τα Ορλωφικά.
Οι στενοί δεσμοί μας με τους Ρώσους, πέρα από την κοινή αναφορά στην Ορθοδοξία, αναπτύχθηκαν και σφυρηλατήθηκαν εν πολλοίς και από τις ακμάζουσες Ελληνικές παροικίες της Μαύρης Θάλασσας κατά κανόνα, αλλά και των μητροπολιτικών κέντρων της Ρωσικής ενδοχώρας.
Η ομογένεια αυτή με τη σειρά της μετέφερε πλούτο και βιώματα στη διάρκεια οικοδόμησης του νέου Ελληνικού κράτους και βρήκε καταφύγιο σε αυτό, στο χρόνια του Σταλινικού σκοταδισμού και των όσων ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Διαχρονικό δίδαγμα, που επιβεβαιώνει και τις σταθερές της διεθνούς διπλωματίας, είναι πως οι Ρώσοι, σταθερά κήδονται των συμφερόντων τους και τα προωθούν με κάθε μέσο και έναντι κάθε κόστους.
Το βίωσε ο Ελληνισμός, τόσο με τις δοκιμασίες που μας επιφύλαξε ο πανσλαβισμός, στην εκδοχή ιδίως της Μεγάλης Βουλγαρίας αλλά της υπονόμευσης της Ελληνικότητας της Μακεδονίας, όσο και με τη διεκδίκηση πρωτείων από το Ρωσικό Πατριαρχείο και πρωταγωνιστικής επιρροής στο Άγιον Όρος, αλλά και την επαμφοτερίζουσα σχέση των Ρώσων με την Τουρκία. Ο χρυσός και τα όπλα των Μπολεσβίκων, αρμάτωσαν σε μεγάλο βαθμό τον στρατό του Κεμάλ και των δήμιων του Ελληνισμού στον Πόντο και τη Μικρά Ασία.
Το ιστορικό υπόβαθρο είναι χρήσιμο και αναγκαίο για την αποτίμηση κάθε συνάντησης με τη Ρωσική ηγεσία, όπως η πρόσφατη στο Σότσι. Η περιρρέουσα διεθνής ατμόσφαιρα επέτεινε την αμηχανία και τις δυσκολίες των σχετικών επαφών. Η συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων Ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία, που ειδικά και ρητά εκλαμβάνεται από τη Δύση και τις ΗΠΑ, ως πρελούδιο εισβολής και απειλή πολέμου, δημιουργούν ακούσια ενδοιασμούς και προβληματισμό, ως προς τον χρόνο και τα αποτελέσματα της συνάντησης.
Αναμφισβήτητα το ζήτημα της τιμής του φυσικού αερίου και του ενεργειακού κόστους, επιβάλλουν στην κάθε κυβέρνηση και εύλογα και στη δική μας, την ανάληψη κάθε πρωτοβουλίας για τη διαχείριση των συνεπειών και την ανακούφιση της οικονομίας και των πολιτών μας. Είναι αυτονόητη επιλογή εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος. Και πάλι όμως δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το ιστορικό πλαίσιο.
Όπως λέει και ο εθνικός μας ποιητής «..είναι δύσκολες οι θύρες όταν η χρειά τες κουρταλεί».
Η πρόσφατη εμπειρία, έχει δείξει ότι ο Ρωσικός παράγοντας, προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του για κάθε συνδρομή που θα παράσχει, όταν αποφασίσει να την παράσχει. Γιατί υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο να τύχεις του σαρκασμού και του γέλωτα. Δεν είναι να ξεχνάμε τα απομνημονεύματα του Ολάντ, στα οποία αναφέρεται στη θυμηδία που προκάλεσε στον Πούτιν το Ελληνικό αίτημα για χορήγηση χαρτιού προκειμένου να τυπωθούν δραχμές!
Για μια ακόμη φορά είναι πρόδηλη η σπουδαιότητα και η αναγκαιότητα του σχεδιασμού. Του ενεργειακού, πρώτιστα περιλαμβανομένου. «Οι κρύες νύχτες της Μόσχας», αποτελούν μια διαρκή και στενάχωρη υπόμνηση.