Τον τελευταίο χρόνο πληροφορούμαστε συνεχώς για κακοποιήσεις, δολοφονίες ή διαπόμπευση γυναικών. Η εγχώρια αριστερή ιντελιγκέντσια και νομενκλατούρα καταγγέλει και καταδικάζει συλλήβδην τα λεγόμενα πατριαρχικά στερεότυπα, εκείνα τα στερεότυπα που έχουν ήδη εκλείψει, αφού ο μέσος άνδρας τη σήμερον ημέρα αδυνατεί να σταθεί στο ύψος του και να διατηρήσει τον ρόλο του με αυτοσεβασμό και προστατευτικότητα για τις γυναίκες της ελληνικής κοινωνίας.
Πολλοί κατηγορούν τις γυναίκες γι’ αυτό, αλλά δεν έχουν δίκιο. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η φύση απεχθάνεται το κενό. Συνεπώς, εν τη απουσία ανδρών οι γυναίκες αναλαμβάνουν ρόλο, και μάλιστα δυναμικό.
Αν κρίνουμε την κοινωνία μας με βάση το Σύνταγμά μας, συμπεραίνουμε ευκόλως ότι πρόκειται για μια κοινωνία που έχει δομηθεί απολύτως εναρμονισμένα με την φιλελεύθερη σκέψη. Η κεντρική ιδέα του φιλελευθερισμού ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να κατανοούνται ως άτομα, δηλαδή ο ατομικισμός αποτελεί βασική αρχή του φιλελευθερισμού. Με τον όρο «ανθρώπινα δικαιώματα», που παλαιότερα θεωρούνταν φυσικά δικαιώματα, υποστηρίζεται η άποψη ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, με την ίδια ηθική αξία.
Για τους Διαφωτιστές οι άνθρωποι ήταν ορθολογικά πλάσματα και γι’ αυτό δικαιούνταν την ατομική ελευθερία και τα πολιτικά δικαιώματα, άρα διαθέτουν την ικανότητα για προσωπική αυτοανάπτυξη. Αυτό όμως αρχικώς δεν ήταν αποδεκτή άποψη και για τις γυναίκες.
Το 1792 η Μέρι Γουόλστονκραφτ ήταν η πρώτη που άσκησε κριτική εναντίον της άποψης αυτής ζητώντας τη χειραφέτηση των γυναικών και ίσα πολιτικά δικαιώματα, δικαίωμα στην παιδεία, την επαγγελματική σταδιοδρομία με το ίδιο επιχείρημα: ότι οι γυναίκες ως άνθρωποι είναι επίσης ορθολογικά πλάσματα, άρα δικαιούνται τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες.
Αρκετά χρόνια μετά, το 1872, ο Καρλ Μαρξ με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο επετέθη στην αστική τάξη ασκώντας μια εύστοχη κριτική. Οι αστοί της εποχής εμφανίζονταν ως υπέρμαχοι του γάμου και κατηγορούσαν τους κομμουνιστές ότι ήταν υπέρ της κοινοκτημοσύνης των γυναικών. Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι αυτό ίσχυε πάντα, ότι οι αστοί ήταν ηθικολόγοι υποκριτές κι ότι η κατάργηση των σχέσεων παραγωγής της εποχής εκείνης θα καταργούσε την επίσημη κι ανεπίσημη πορνεία.
Σήμερα δε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η πορνεία, δηλαδή η εκμετάλλευση των γυναικών καταργήθηκε. Αυξήθηκαν απλώς οι τρόποι εκμετάλλευσής της και μάλιστα με την ψευδαίσθηση ελευθερίας και επιλογής της ίδιας της γυναίκας. Το ζήτημα είναι όμως από ποιους;
Από τους παλαιοαστούς ή από εκείνους που μάχονται κατά των αστών φορώντας μπλουζάκια του Τσε Γκεβάρα και γνωστής ελληνικής πορνοβιομηχανίας ταυτόχρονα; Και μάλιστα με τι μέσα; Μήπως εκμεταλλεύονται τις γυναίκες αξιοποιώντας την τηλεοπτική τους προβολή και το χρήμα που γεμίζει την τσέπη τους αυτό το επάγγελμα;
Ο Μαρξ στην περίπτωση αυτή δικαιώνεται και πάλι, αρκεί να θυμηθούμε ένα μνημειώδες και διαχρονικό άρθρο του με τίτλο «Η δύναμη του χρήματος». «Αυτό που είμαι ανίκανος να κάνω ως άνθρωπος, και για το οποίο συνεπώς όλες οι φυσικές δυνάμεις μου δεν είναι κατάλληλες, μπορώ να το κάνω μέσω του χρήματος», έγραψε ο Μαρξ το 1844. Τι ειρωνεία! Όλα εκείνα που ευστόχως διαπίστωνε η μαρξιστική σκέψη, σήμερα επιβεβαιώνονται από εκείνους που την επικαλούνται και που βάση αυτής ασκούν κριτική και τηλεδικάζουν μέσω του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.
Γίναμε μάρτυρες της μαρξιστικής αλήθειας: «Είμαι άσχημος, αλλά μπορώ να αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Συνεπώς δεν είμαι άσχημος, γιατί η επίπτωση της ασχήμιας -η αποτρεπτική της δύναμη- ακυρώθηκε από το χρήμα.» Με όπλα την αναγνωρισιμότητα και την εξουσία του χρήματος εξαπατώνται ή παρενοχλούνται γυναίκες από άνδρες που στο δημόσιο λόγο τους εμφανίζονται υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικογενειάρχες, της ισότητας και των φιλελεύθερων ή σοσιαλιστικών ιδεών. Παρουσιάζονται ως τέτοιοι από τα ΜΜΕ και διορίζονται σε θεσμικές θέσεις επειδή προωθούν την προοδευτικότητα και την ανεκτικότητα.
Όλη τους η ηθικολογία στηρίζεται στο ότι η πρόοδος και η ιδέα της ατομικής ελευθερίας είναι αξίες αδιαπραγμάτευτες. Η θρησκειοποίηση των αξιών αυτών καταδικάζει την χριστιανική ηθική ως οπισθοδρομική, οι ηθικολόγοι αυτοί χλευάζουν τον χριστιανισμό κι όσους παραμένουν πιστοί.
Εν κατακλείδι όμως αποδεικνύεται καθημερινώς ότι όλοι αυτοί οι υπέρμαχοι του δικαιωματισμού και των ισοτήτων έχουν μετατραπεί σε όλα εκείνα που ο Μαρξ κατηγορούσε την αστική τάξη. Αποτελούν την ελίτ της χώρας και χρησιμοποιούν την κοινωνική τους καταξίωση και την οικονομική δύναμη που αυτή τους προσφέρει για να εκμεταλλεύονται, να εκβιάζουν, να παρενοχλούν και να διαπομπεύουν τις γυναίκες.
Η δημοσίευση προσωπικών ερωτικών στιγμών δεν είναι μια μορφή κοινοκτημοσύνης των γυναικών, την οποία ο Μαρξ δε μπορούσε να γνωρίζει στην εποχή του; Πίσω από τους ιδεολόγους και τους ηθικολόγους κρύβεται η υποκρισία. Απλώς η ιδεολογία και τα φώτα της δημοσιότητας είναι η κουρτίνα που κρύβει την ωμή πραγματικότητα: ότι οι μαρξιστές σήμερα είναι οι ελεεινοί αστοί του παρελθόντος. Αστική τάξη και μαρξισμός δημιούργησαν τον «ΜαρΞήσιο ντε Σαντ», καθώς φαίνεται.
Η μόνη ευθύνη που έχουν οι γυναίκες είναι ότι γοητεύονται ακόμα από τη δύναμη του χρήματος και της δημοσιότητας. Όμως πλέον υπάρχει γνώση μέσα από τα πολλά παραδείγματα, αφού όλοι αυτοί έχουν εκτεθεί πλέον στα μάτια της κοινής γνώμης. Ο Ρένος Αποστολίδης είχε δίκιο: «Άσε ρε τις ιδέες! Έχεις ιδέες, καλά κάνεις, κι εγώ είχα και έχω. Το θέμα δεν είναι οι ιδέες. Ποιος είσαι και τι κάνεις!».
*Ο Αλέξανδρος Καρράς είναι κδότης, συγγραφέας και ιδρυτής του «Τρίτου Δρόμου»