Η παρωδία της σημερινής δημοκρατίας, υπό την δαψιλή επίφαση του κοινοβουλευτισμού, δημιουργεί μία οριακή νομιμοφάνεια ανοχής της εύρυθμης λειτουργία των θεσμών, υπό τους σκεπτόμενους ενεργούς πολίτες, διότι η κυβέρνηση, συνεργεία των λοιπών κοινοβουλευτικών κομμάτων, τα οποία σιωπηρώς συναινούν, δια της παραλείψεως ασκήσεως δριμείας αντιπολίτευσης και προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, με αποτέλεσμα άπαντες να έχουν συγκροτήσει μία sui generis, κάστα πολιτικών προσώπων, ανεξαρτήτως του φαινομενικού και επουσιώδους ιδεολογικού χρωματισμού, τα οποία (πολιτικά πρόσωπα) απολαμβάνουν ασμένως ιδιότυπης ασυλίας και μεταχείρισης, δεδομένου ότι ενεργούν ανυπερθέτως ως εντολοδόχοι και προστηθέντες των υπερεθνικών διευθυντηρίων, αναγνωρίζοντας αυτά, ως ύπατη Ιθύνουσα αρχή εις την οποία λογοδοτούν υποτελώς αντί τριάκοντα αργυρίων.
Η πραγματική ελευθερία καθίσταται το ζητούμενο, διότι βαίνουμε ολοταχώς προς την νεοπαγή μορφή ενός ολοκληρωτισμού, όπου τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, συρρικνώνονται και οι θεμελιώδεις δικαικές αρχές παρακάμπτονται, χάριν της ασύμμετρης απειλής, εν προκειμένω της υγείας μας, καίτοι τούτο αντίκειται εις τα ίδια τα θεμέλια της Δημοκρατίας.
Η μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης, προς την αναστολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνιστά ανυπερθέτως μία πρωτόγνωρη κατάσταση θεσμικής βίας, η οποία ενεργοποιεί αυτοδικαίως την νομιμομόφρωνα ανυπακοή, κατά την επιτομή του Συνταγματικού Πατριωτισμού, όπως αύτη συμπυκνώνεται εύγλωττα εις το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, δια του οποίο ο πολίτης αυτοκλήτως, δημοκρατικά και ειρηνικά, δια μέσου των θεσμικών πράξεων καλεί το Κράτος και τα Συντεταγμένα όργανα της, εν είδει ρητής και επιτεταμένης υπόμνησης, να προασπίσουν την λαϊκή κυριαρχία και την ορθοτομία των θεσμών.
Σήμερον, το εν λόγω άρθρο έχει παρερμηνευτεί από τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος αφενός μεν από τους Κρατικούς οι οποίοι ερμηνεύουν το εν λόγω άρθρο κατά το δοκούν και κατά περίσταση, και εξετέρου δε, από τους ελεγχόμενους παρακρατικούς οι οποίοι επίσης το σφετερίζονται σκόπιμα, προκειμένου να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη, υποσχόμενοι κιβδήλως την έκρηξη μίας πολιτικής επανάστασης, τρέφοντας εις την αδαή κοινή γνώμη φρούδες ελπίδες, προκειμένου οι α καιροσκόποι αμοραλιστές, να υφαρπάζουν μαζικά την συγκατάθεσή της μάζας, σε άλογες, έκνομες ενέργειες τους.
Εν άλλοις λόγοις, το εν λόγω άρθρο τιτρώσκεται εκ βάθρων, διότι: είτε η εκάστοτε εξουσία το αποδυναμώνει με τους εγκάθετους καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι τελούν σε διατεταγμένη υπηρεσία, να υποστηρίζουν σθεναρώς την εκάστοτε κυβέρνηση εν αγαστή συμπνοία με την στρατευμένη δικαιοσύνη, διότι προσδίδουν, εις το εν λόγω άρθρο, την ερμηνεία που συνάδει με την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, αδιαφορώντας επιδεικτικά δια την αντικειμενική επιστημονική ισχύ του εν λόγω άρθρου με γνώμονα την ανιδιοτελή προσφορά προς το δημόσιο συμφέρον ή εις τον αντίποδα, το εκμεταλλεύονται πάσης λογής αυτόκλητοι σωτήρες, αδαείς περί των νομικών ζητημάτων, οι οποίοι, αναζητούν μία νομιμοφάνεια προκειμένου να ιδρύσουν, με δημαγωγικό λαϊκισμό, κάποια πολιτική κατάσταση, προξενώντας κατ’ ουσία σύγχυση, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται οιαδήποτε υγιή αντίδραση ερειδόμενη προς τις θεσμικές δυνατότητες οι οποίες καταλείπονται, δια του ακανθώδους κα επίμαχου τούτου δημόθροου άρθρου.
Το απαγοητευτικό όμως είναι ότι το έλλειμα Δημοκρατίας εις την Ελλάδα τείνει να ομοιάζει με αυτό της Τουρκίας, όπου λογοκρίνονται τα πάντα, η ελεύθερη έκφραση γνώμης διώκεται ως αιρετική και ως επικίνδυνη δια το καθεστώς και οι αντιφρονούντες εξουδετερώνονται ως τρομοκράτες ή εχθροί το κράτους.
Η ποινικοποίηση του φρονήματος και η δημιουργία τρόπον τινά στρατοπέδων συγκέντρωσης και φυλακών δια τους αντιρρησίες συνείδησης ή τους επικριτές μίας νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, εγείρει σοβαρά ζητήματα της ποιότητας της δημοκρατίας μας, όμως το μείζον ζήτημα είναι η ιταμή και ωμή επέμβαση της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας εις την λειτουργικά ανεξάρτητη δικαιοσύνης, καταλύοντας εκκωφαντικά την Συνταγματικής περιωπής κατοχύρωση περί της οριοθέτησής εις το άρθρο 26, πέραν των οριακά θεμιτών διασταυρώσεών τους (νοείται των τριών οριοθετημένων μεταξύ τους εξουσιών, νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής).
Τούτο συμβαίνει κατά κόρον, όταν πρόκειται οι δικαστές να λάβουν μία απόφαση ευρύτερου δημοσίου ενδιαφέροντος ή όταν καλούνται να διαχειριστούν μία υπόθεση δραστών όπου δια πράξεις ή παραλείψεις τους αμφισβητούν την εκάστοτε κυβέρνηση, αντί δηλαδή τόσον η εκτελεστική εξουσία να καταστεί αμέτοχη, αφήνοντας απρόσκοπτα και ανεπηρέαστα την δικαιοσύνη να απονείμει προσηκόντως «την δέουσα δικαιοσύνη», κατά τρόπο αντικειμενικό, παρεμβαίνει μαζί με τα εξωνημένα μέσα μαζικής ενημερώσεως, όπου τα τελευταία, ως κύμβαλα αλαλάζοντα, κανιβαλίζουν εις την κυριολεξία, τους φερόμενους ως δράστες κάποιας αξιόποινης πράξεως, αφενός καταστρατηγώντας παν ψήγμα νομιμότητας (τεκμήριο αθωότητας, προσωπικά δεδομένα των κατηγορουμένων, το απόρρητο της ανακριτικής διαδικασίας κλπ), και εξ ετέρου διαμορφώνοντας παντελώς αυθαίρετα ένα ορισμένο κλίμα προς την υδαρή κοινή γνώμη, αναλόγως με τα συμφέροντα της κυβερνήσεως.
Η επιμελώς μεθοδευμένη συσκότιση αυτής της πραγματικότητας και η συνακόλουθη φαιά προπαγάνδα δια της παραπληροφόρησης υπό τις εντολές της εκάστοτε κυβερνήσεως, παρεμβαίνοντας έστω και δια της τεθλασμένης οδού, ως προς το πολύμοχθο και ιερό έργο της δικαιοσύνης, συνιστά ένα μείζον πραξικόπημα προς τους θεσμούς, το οποίο θα έπρεπε να ανησυχεί ορισμένους μεγαλόσχημους Καθηγητές Πανεπιστημίου –Νομικούς-, οι οποίοι «ποιούνται την νήσσσαν» δια τα ζέοντα και έμπυα τούτα ζητήματα, σε αντιδιαστολή με κάποια άλλα, δια τα οποία εντέλλονται δήθεν με την «αυθεντική εγκυρότητά τους» να υποστηρίξουν την κυβέρνηση δια να μην κλυδωνιστεί.
Η εφαρμογή δύο μέτρων και δύο σταθμών, η φίμωση εκφοράς της γνώμης, η κόλουρη ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, ο πατερναλισμός των Μ.Μ.Ε και η αυθεντία της Θεσμικής ελίτ, συνιστούν ανυπερθέτως, δυσώδεις όψεις σήψης, σε μία καθημαγμένη δημοκρατία, η οποία έχει περιάψει με νομική ασυλία τους ημέτερους Ιερο-εξεταστές του σύγχρονου εν Ελλάδι πολιτικού μεσαίωνα.
Εν κατακλείδι, διψούμε και πεινούμε για ελευθερία, διότι η εγκυρότητα της γνώμης κρίνεται από τα λεγόμενά μας, ανεξαρτήτως της Κρατικής θέσης, την οποία κατέχουμε, υπό τον ψευδεπίγραφο θεσμικό μανδύα, αυτό καταδήλως, τρέμει το σύστημα, την δύναμη του ελεύθερου λόγου, εξού και όταν αναφύεται ένα νομικό ζήτημα παρελαύνουν τα έμμισθα φερέφωνα «των ημέτερων» να καταπείσουν την κοινή γνώμη όχι κατ’ ουσίαν με τα λεγόμενά τους αλλά με τον δοτό τίτλο τον οποίο φέρουν, δηλαδή ό, τι αυτού που λένε είναι θέσφατο διότι οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, οι καθηγητές-αυθεντίες του συστήματος, άρα οιαδήποτε διαφορετική γνώμη καθίσταται ανεπίδεκτη αξιολόγησης.
Ως έπος ειπείν, η διαφθορά είναι συνώνυμο της διαπλοκής της θεσμικής ελίτ και των κατ’ επάγγελμα ψευδολόγων των αργυρώνητων Μ.Μ.Ε τα οποία εισπράττουν πακτωλούς χρημάτων δια το «καλό μας».
Συντελόντι ειπείν,το γε νυν έχον, νυν εν παντί και πάντοτε και υπέρ πάντων ο αγών, πάλαι τε και επ’ εσχάτων άχρι εσχάτων.
«Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδάμε και ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει…
Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες; Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γη.
Αν δε σωθεί εγώ φταίω…..»
«Να’ σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μία συνήθεια καταντήσει βολική, να την συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση. Πού πάμε; Θα νικήσουμε πότε; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σιώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δεν ρωτούνε…»
-ερανίσματα από την «Ασκητική του Μ. Καζαντζάκη».
*Ο Χαράλαμπος β Κατσιβαρδάς είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω