Η αρχική εκτίμηση αναλυτών της διεθνούς σκηνής και ειδικών στη διαμόρφωση των ρωσικών προτεραιοτήτων, ήταν πως η συγκέντρωση δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία, αποτελούσε μια συνέχιση των επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου.
Με τη σειρά τους οι επιχειρήσεις αυτές, που κατά τη σύγχρονη κατηγοριοποίησή τους είναι υβριδικές εκδοχές, εκ των πραγμάτων θα διατηρούσαν συνθήκες αποσταθεροποίησης, νευρικότητας και ανασφάλειας στην Ουκρανία. Ότι δηλαδή απαιτείται για να αδρανοποιήσεις κάθε αντίπαλο και να ενεργήσεις για τη σταδιακή και σταθερή ‘Φινλανδοποίησή του’.
Οι προσδοκίες για ‘ελεγχόμενη ένταση’ ενισχύθηκαν και από το γεγονός, ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν από τους Ρώσους αριθμούν μεν δεκάδες χιλιάδες, αλλά δε φαίνεται να έχουν σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, την απαραίτητη λογιστική υποστήριξη και επιμελητεία, που διασφαλίζει, σε θεωρητικό πάντα επίπεδο, την επικράτηση και την επιτυχία μιας εισβολής.
Είναι συνέχεια της λογικής πως όταν αποφασίζεις να προχωρήσεις σε δυναμικές λύσεις, συγκεντρώνεις τέτοια δύναμη πυρός και μέσων, που ελαχιστοποιούν το ενδεχόμενο αποτυχίας ή παρατεταμένων συγκρούσεων.
Και η ανάγνωση όμως αυτή δείχνει περισσότερο να αποτελεί μια άλλη εκδοχή ‘ευσεβών πόθων’ και ‘ξορκίσματος του κακού’. Που το απόλυτο κακό είναι η ένοπλη βία. Μια οδυνηρή προοπτική που εξ ορισμού δεν υπακούει σε κανένα κανόνα λογικής και συγκροτημένης ανάλυσης.
Τα επιχειρήματα αρχικά που προβάλλονται από τη Ρωσική πλευρά, είναι εξόχως προβληματικά, ως προς τη συμβατότητά τους με το Διεθνές Δίκαιο. Η όποια αναφορά στο ότι Ρωσία και Ουκρανία, δεν αποτελούν διαφορετικά έθνη και δεν μπορούν να νοηθούν ως ξεχωριστά κράτη, αντιστρατεύεται τη θεμελιώδη αρχή περί αυτοπροσδιορισμού και εθνικής συνείδησης και δημιουργεί ‘εκρηκτικό’ προηγούμενο. Η Κίνα θα μπορούσε άμεσα να το εκμεταλλευτεί και να εισβάλει στην Ταιβάν. Θα αποτελούσε το σκηνικό για ένα διπλό Αρμαγεδδώνα.
Ομοίως η αξίωση να αποχωρήσουν από την Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες, οι στρατιωτικοί σχηματισμοί, που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας, των κρατών, που τους φιλοξενούν και συμβάλλουν στη διαμόρφωσή τους. Είναι η απόλυτη άρνηση των όρων διαμόρφωσης της διεθνούς κοινότητας και του οικοδομήματος του Διεθνούς Δικαίου.
Η επίκληση κινδύνων εθνικής ασφάλειας, για να απαιτηθεί από την Ουκρανία και τη Γεωργία να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη ένταξης στο ΝΑΤΟ, είναι σε πρόδηλη σύγκρουση με τον σεβασμό της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας των κρατών. Των όρων δηλαδή που αποτελούν πυλώνες του Διεθνούς Δικαίου.
Η απαίτηση μάλιστα αυτή, είναι απόλυτη. Δεν εστιάζει στο ενδεχόμενο ανάπτυξης οπλικών συστημάτων, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εύλογη πηγή κινδύνου και να αξιολογηθούν, με μια συγκροτημένη επιχειρηματολογία. Ίσως γιατί τελικά δεν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για να αιτιολογηθούν οι κάθετες αυτές αξιώσεις.
Αλλά και η ρητορική που αναπτύσσεται προιδεάζει για παιχνίδια πολέμου. Σε πρόσφατη όπως λέγεται τοποθέτηση του Ρώσου Υπουργού Άμυνας, έγινε λόγος για τοποθέτηση οπλικών συστημάτων από πλευράς Ουκρανών, σε οικιστικά συγκροτήματα και χώρους κοινωνικών συναθροίσεων. Δεν είναι τυχαία ή αθώα η αναφορά. Και τα δύο είδη τοποθεσιών, δεν μπορούν με βάση το Δίκαιο του Πολέμου, να θεωρηθούν νόμιμοι στόχοι.
Εκτός και εάν έχουν εξοπλιστεί και χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς. Πρόδηλα κατά τούτο δημιουργούνται οι συνθήκες για τη στοχοποίησή τους. Αλλά και η αναφορά σε φερόμενους Αμερικανούς μισθοφόρους και σε ένα αδιευκρίνιστο χημικό αέριο, που φέρεται να διαθέτουν, δημιουργεί το πλαίσιο για να δικαιολογηθούν τα λεγόμενα προληπτικά χτυπήματα των Ρώσων.
Είναι μια πρακτική για να αποφύγουν τις συνέπειες που ο κάθε υπαίτιος έναρξης πολέμου έχει. Οι ψηφίδες στο παζλ της ένοπλης αντιπαράθεσης τοποθετούνται. Ο ζόφος της ένοπλης βίας πλησιάζει ολοένα και περισσότερο.