Κάποιες παραδοχές, ασφαλώς, είναι πικρές και δυσκολοχώνευτες όταν κοντράρουν στα πλούσια φέουδα του κομματισμού στην Ελλάδα. Πλην όμως πρέπει να βρίσκουμε το θάρρος να τις κάνουμε δεκτές και αποδεκτές χάριν της ιστορικής αλήθειας.
Και ιστορική αλήθεια είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έγιναν μέρος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όταν το 1822 ο Αμερικανός Πρόεδρος Μονρόε αναγνώρισε (κατά τη διάρκεια της ετήσιας ομιλίας του ως επικεφαλής του Κογκρέσου) το επαναστατημένο έθνος των Ελλήνων αναφέροντας μεταξύ άλλων:
– Υπάρχει ισχυρή η ελπίδα ότι οι Έλληνες θα αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους και ότι θα αναδειχθούν ως ισότιμο κράτος ανάμεσα στα άλλα του πλανήτη.
Στα 200 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις αποδείχθηκαν πολυδιάστατες και διαχρονικά εξελισσόμενες, με εμφανή τα σκαμπανεβάσματα τα οποία οφείλονταν στις αναπτυσσόμενες ασύμμετρες αλληλεπιδράσεις μεταξύ μιας υπερδύναμης με πολιτικοστρατιωτική παγκόσμια εμβέλεια (ΗΠΑ) και μιας μικρής χώρας με μεγάλη γεωπολιτική στρατηγική σημασία (Ελλάδα), με απότοκο την πολιτική αστάθεια στις σχέσεις των δύο χωρών.
Αστάθεια που εκμηδενίστηκε σε πρώτη φάση με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της Ουάσιγκτον προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου (βλ. 1. Δόγμα Τρούμαν 1947: “Η πολιτική των ΗΠΑ υποστηρίζει τους ελεύθερους λαούς που αντιστέκονται στην προσπάθεια υποδούλωσή τους από ένοπλες μειονότητες ή από εξωτερικές πιέσεις” και 2. Σχέδιο Μάρσαλ: Επιχείρηση των ΗΠΑ να επέμβουν στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική δια της αλληλεγγύης προς την Ελλάδα) και σε δεύτερη φάση με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952).
Αστάθεια η οποία επανεμφανίστηκε απειλητικά με αφορμή την ανεμπόδιστη τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) και τον ύποπτο (ποντιοπιλατικό με τους επιεικέστερους όρους) ρόλο των Αμερικανών στο Κυπριακό που τους έκαναν αντιπαθείς στον ελληνικό λαό. Ρόλο τον οποίο επανέλαβαν, δυστυχώς, και στην κρίση των Ιμίων (1996), για να εισπράξουν το δικό μας ”Ευχαριστώ τους Αμερικανούς”.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Οι κακές αναμνήσεις ξεθώριασαν μέσα στον χρόνο και οι σχέσεις έγιναν στενότερες στα μνημονιακά χρόνια, καθώς σφραγίστηκαν με την παρέμβαση των ΗΠΑ στη Γερμανία το 2015 (για παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ), τον λόγο του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα ”Ζήτω η Ελλάς” (Νοέμβριος 2016), την απόβαση των Αμερικανών στην Αλεξανδρούπολη (εγκατάσταση νέας βάσης) και την υπογραφή το ’21 νέας ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας που δεν μας διασφαλίζει ωστόσο απόλυτα από τον τουρκικό κίνδυνο.
Πολλαπλάσια ασταθείς και ασύμμετρες είναι οι ελληνογερμανικές σχέσεις υπό το βάρος της ιστορίας που μας ήθελε πάντα σε αντίπαλα στρατόπεδα (σ.σ Η Γερμανία υποδαύλισε – για οικονομικούς λόγους – τον φθόνο και το μίσος των Τούρκων για τους Έλληνες μετά τη Συνθήκη των Σεβρών [1920], που κορυφώθηκε το ’22 με την Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ έγινε μισητή στους Έλληνες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την εισβολή των Ναζί στην Ελλάδα και την τραγωδία της Κατοχής το 1941-’44).
Τα αρνητικά συναισθήματα των Ελλήνων προς τους Γερμανούς (τα οποία δεν έχαναν την ορμή τους μέσα στον χρόνο όχι μόνο λόγω της βαριάς σκιάς της γερμανικής κατοχής, αλλά και της μη απόδοσης των γερμανικών αποζημιώσεων έκτοτε) αναβίωσαν την οκταετία των μνημονίων.
Τότε που Μέρκελ και Σόιμπλε κρατούσαν πέραν του δέοντος σκληρή στάση απέναντι στην ημι-χρεοκοπημένη Ελλάδα ως ”κακοί μπάτσοι της Ευρώπης” (κατά το περιοδικό Politico, το οποίο ”έβλεπε” το θέμα από την πλευρά της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης).
Σ’ αυτά ήρθαν να προστεθούν τα τελευταία χρόνια (με ενδιάμεσα μικρά διαστήματα εξομάλυνσης) νέα σύννεφα στις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας που τα δημιούργησε η υπέρ το δέον ισορροπιστική γερμανική πολιτική η οποία εκλήφθηκε δικαιολογημένα από την Αθήνα ως υποστηρικτική προς την Τουρκία, για να μην πω καθαρά φιλοτουρκική.
Για τον λόγο αυτό, μέχρι την τελευταία επίσκεψη της Μέρκελ στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του ’21, είχαμε την εικόνα του χαμηλού βαρομετρικού όχι μόνο στις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και στις σχέσεις της Καγκελαρίου με τον Έλληνα πρωθυπουργό, κι ας είχε προηγηθεί η τριμερής του Βερολίνου ένα χρόνο πριν, που τους είχε φέρει κοντά υπό το πέπλο της μυστικότητας.
Κι ας είχε έκτοτε – και επί ένα εξάμηνο – αναλώσει η Άνγκελα Μέρκελ μεγάλο μέρος του χρόνου της και του πολιτικού κεφαλαίου της στο να κατευνάσει την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο) με την ”εξισορροπητική” τακτική της η οποία ήταν στην πραγματικότητα ένα έως πολλά κλικ παραπάνω υπέρ της Τουρκίας (βλ. επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις της στα διαδοχικά Συμβούλια Κορυφής, για παρεμπόδιση επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία από την ΕΕ).
Φευ!.. Όσο κι αν προσπάθησε η πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας να πετύχει την αποκλιμάκωση στις σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας, η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σκόνταφτε πάντα είτε στην αναθεωρητική στρατηγική του φίλου της Ταγίπ Ερντογάν είτε στην οξεία και προκλητική δημόσια ρητορική του ίδιου και των εξαπτέρυγων που τον περιβάλλουν (Τσαβούσογλου, Ακάρ, Μπαχτσελί και Τατάρ για την Κύπρο).
Η εικόνα τιθάσευσης της Τουρκίας δεν επετεύχθη και ούτε πρόκειται να επιτευχθεί, γιατί η Γερμανία δεν πιστεύει στην αναγκαιότητά της και δεν την επιδιώκει. Και δεν την επιδιώκει γιατί δεν θεωρεί την Τουρκία ως την μοναδική υπεύθυνη για την διαιώνιση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η πολιτική ”μυωπία” της οφείλεται στην ιστορική αλληλεξάρτηση συμφερόντων της με τους γείτονες εξ Ανατολών μας σε οικονομικό, στρατιωτικό και γεωπολιτικό επίπεδο, πράγμα που αναγκάζει τη Γερμανία να διάκειται πάντα φιλικά προς αυτήν.
Έτσι και μετά την τελευταία επίσκεψη της Μέρκελ στην Αθήνα τον Οκτώβριο του ’21 (επίσκεψη που συνέπεσε με τη δύση της πολυετούς θητείας της), δεν φαίνεται να αλλάζει η γερμανική στάση στα ελληνοτουρκικά υπό την ηγεσία του Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς ο οποίος την διαδέχθηκε.
Άλλωστε τα θετικά σχόλια που έκανε ο νέος Καγκελάριος τον Δεκέμβριο του ’21 (κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) δεν αφορούσαν τις διαφορές μας με την Τουρκία, αλλά την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη της Ελλάδας για την οποία μας είχε αποδώσει τα εύσημα.
Τα δεδομένα αυτά δικαιολογημένα μας κρατούν σε ανησυχία και επαγρύπνηση, καθώς – αν συνεχιστεί η παραδοσιακή γερμανική τακτική του ”βαθέος παρασκηνίου” που ακολουθούσε η Άνγκελα Μέρκελ – η ελληνοτουρκική κρίση μπορεί να καταλήξει σε ”θερμό επεισόδιο”.
Κάτι που δεν μπορεί να αποφευχθεί με ευχολόγια και μυστικές διαβουλεύσεις για καλόπιασμα της Τουρκίας από’ την Γερμανία. Αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που ο Νίκος Δένδιας έχει καλέσει επανειλημμένα τον επιθετικό γείτονα να αποσύρει το casus belli, για να ανοίξει η πόρτα του διαλόγου με την Ελλάδα.
Ως εκ τούτου, όσο ειλικρινείς και αν είναι οι προθέσεις του Βερολίνου για νέα πιθανόν διαμεσολάβηση με σκοπό την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών (με όλα τα αιτήματα της Τουρκίας στο Τραπέζι), εμείς δεν πρέπει να συγκατανεύσουμε όπως κάναμε μέχρι τώρα από φόβο μήπως πέσουμε στη δυσμένεια της Γερμανίας, γιατί η Άγκυρα ψάχνει αφορμές για να δημιουργήσει τετελεσμένα εκλαμβάνοντας τη διαλλακτικότητά μας ως αδυναμία μας.
Ως αδυναμία αντίδρασής μας στο ύπουλο παιχνίδι ισχύος και επιρροής της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όπου χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να επιβάλλει τη στρατηγική της.
Τη στρατηγική της ”Γαλάζιας Πατρίδας” της που την προωθούν οι υβριδικού τύπου στρατιωτικές κινήσεις της (επιστράτευση μαχητικών, drones, γεωτρύπανων, αλιευτικών, υποβρυχίων, μεταναστευτικού στρατού) και οι διπλωματικοί ελιγμοί της (επιχείρηση προσεταιρισμού στο πλευρό της και άλλων συμμάχων μας πλην των ΗΑΕ με τα οποία η Τουρκία συνήψε οικονομικές συμφωνίες ύψους 10 δισ. τον Νοέμβριο του ’21, στις οποίες προστέθηκε πρόσφατα η ενίσχυση με 5 δισ. των τουρκικών συναλλαγματικών αποθεμάτων)…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)