Ήταν ένα παιδί, ένα αθώο παιδί, το νέο θύμα χουλιγκανισμού που προστέθηκε στην μαύρη λίστα των δολοφονημένων από αντιπάλους ”φιλάθλους” στην Ελλάδα. Η άγρια δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού ξύπνησε άγριες μνήμες που αποκαλύπτουν την κλιμάκωση της αποκτήνωσης των χούλιγκανς στη χώρα μας η οποία μέχρι το 1985 δεν είχε εκδηλώσει την οπαδική βία σαν ”χρόνια νόσο” του ελληνικού αθλητισμού.
Νόσο με πρωταγωνιστές τους χούλιγκανς, στρατευμένους νεαρούς οπαδούς ομάδων με επιθετικά ένστικτα, που ζουν συνήθως αποκομμένοι και αποξενωμένοι απ’ τον οργανικό κοινωνικά περίγυρο και ενίοτε κι από την ίδια την οικογένειά τους.
Άτομα που ανήκουν σε περιθωριακές ομάδες βίας και, για να ξεπεράσουν την αίσθηση της μοναξιάς τους, δε διστάζουν – στον βωμό της ομάδας τους – να τραυματίσουν και να σκοτώσουν ακόμα τον ”αντίπαλό” τους.
Μέχρι την πρώτη δολοφονία το 1985 στο rock club ”Rainbow” της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, ζούσαμε με την ψευδαίσθηση ότι η όποια έκφραση βιαιότητας μεταξύ οπαδών εκδηλωνόταν στο πλαίσιο της προσωπικής σύγκρουσης και της αντιδικίας την οποία συγκρατούσε εντός ορίων η ανθρώπινη διάσταση.
Είχαμε την ψευδαίσθηση ότι η οικογένεια, το σχολείο, η γειτονιά αποτελούσαν ισχυρό ηθικό και συναισθηματικό ανάχωμα στην κοινωνική αδιεξοδικότητα που πολλαπλασίαζε τα φαινόμενα αποχαλίνωσης των ενστίκτων στις πολιτισμένες χώρες της Δύσης, απέναντι στις οποίες η ελληνική κοινωνία φάνταζε ως κοινωνία του καθυστερημένου ή υπανάπτυκτου καπιταλισμού.
Φευ!.. Διαψευστήκαμε οικτρά, γιατί δεν είχαμε δει τα ακόμα χειρότερα της οπαδικής βίας. Μιας βίας απρόσωπης, ενός μηχανισμού που λειτουργεί ως όπλο δολοφονίας. Μιας βίας που μπήκε αυτοματικά σε αντικοινωνικές ομάδες δολοφόνων ”φιλάθλων” οι οποίοι δεν κάνουν χρήση της λογικής και της ηθικής αναστολής.
Μιας βίας που εδώ και 40 χρόνια γεννοβολάει νεκρούς, θύματα της οδυνηρής προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας σε δυτικοευρωπαϊκά και αμερικανικά πρότυπα, τα οποία όμως οι ξένοι της υπερώριμης Δύσης τα έχουν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά στο πλαίσιο διάρθρωσης της σκληρής, ανταγωνιστικής κοινωνικής πραγματικότητας των χωρών τους.
Το 1986 ο χουλιγκανισμός έστειλε στον θάνατο τον 29χρονο Λαρισαίο καθηγητή Χαράλαμπο Μπλιώνα (ο πρώτος νεκρός σε γήπεδο που έφυγε από τη ζωή έχοντας σφηνωμένη μια αναμμένη φωτοβολίδα στον λαιμό του). Το 1993 τον 23χρονο Γιώργο Καρνέζη. Το 2007 τον Μιχάλη Φιλόπουλο. Το 2011 τον Γιάννη Ρουσάκη. Το 2014 τον Κωνσταντίνο Κατσούλη. Το 2020 τον 28χρονο Βούλγαρο φίλαθλο Τόσκο Μποζατζίσκι και το 2022 (λίγες μέρες πριν) τον 19χρονο Άλκη Καμπανό, το ”μικρόν αγουρόπον” (μικρό αγόρι) της Βεριώτισσας Μελίνας (Σιμέλας) Καμπανού, που οδηγήθηκε μ’ ένα ακόμα ”Γιατί;” στην τελευταία του κατοικία.
Οδηγήθηκε εκεί με τις ευχές όλων για ”Καλό Παράδεισο” και με το ανάερο δραματικό μήνυμα στην Πόντια μάνα του από μια άλλη Πόντια, Εβρίτισσα, την Κούλα Αρμουτίδου-Τοπαλούδη (μητέρα της άγρια δολοφονημένης το ’18 Ελένης) που δήλωσε συγκλονισμένη στην ΕΡΤ Ορεστιάδας μετά το ”άγρον χαμπάρ” (άγρια είδηση) της δολοφονίας του Άλκη:
– Ν’ αϊλί εσέν καμέντσα μάνα (Αλίμονο σε σένα καημένη, μάνα) Μελίνα μου, χαροκαμένη. Κλάψε το παιδάκι σου, αγκάλιασέ το, φίλησέ το, νανούρισέ το, πες του ό,τι δεν πρόλαβες να του πεις κι αποχαιρέτησέ το. Ρούφηξε τα πάντα από τη μορφή του αδικοχαμένου παιδιού σου και σφήνωσέ τα, αποτύπωσέ τα σε όλα τα κύτταρα του εγκεφάλου σου. Από τώρα και στο εξής θα τον κουβαλάς τον Άλκη σου μέσα στην ψυχούλα σου και στην καρδούλα σου…
Πόνος βουβός, ανείπωτος, που συνοδεύεται από οργή και αγωνία για το σήμερα και αύριο των παιδιών μας. Των παιδιών των οποίων η ζωή απειλείται ανά πάσα στιγμή όσο το κράτος δεν αποφασίζει να αντιμετωπίσει δραστικά και να περιορίσει θεσμικά, με νόμους, ποινές και αυστηρή τιμωρία τον χουλιγκανισμό των οπαδών των επαγγελματικών ομάδων.
Ναι, υπάρχουν βαριές και διαχρονικές ευθύνες της ελληνικής Πολιτείας (έστω κι αν αυτήν τη φορά ο δολοφόνος ήταν Αλβανός) για την αύξηση του χουλιγκανισμού στην νεολαία και την απανθρωποίηση της συμπεριφοράς μεγάλης μερίδας εξ αυτών.
Η ελληνική Παιδεία και η Εκπαίδευση καθεύδουν υπό μανδραγόρα μη μπορώντας να σταματήσουν την εισαγόμενη απ’ την αλλοδαπή (προ 40ετίας περίπου) χρόνια μάστιγα του χουλιγκανισμού εντός και εκτός των αγωνιστικών χώρων.
Μη μπορώντας να σταματήσουν την τυφλή βία, τα ραντεβού του θανάτου και τις δολοφονικές παγίδες που στήνουν άνθρωποι φασιστικής νοοτροπίας οι οποίοι εξαφανίζονται σαν ατομικότητα και προσωπική ευθύνη μέσα στη μάζα.
Μη μπορώντας να σταματήσουν την εξαχρείωση των ηθών στον δημόσιο βίο της χώρας. Εξαχρείωση η οποία — σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση της δημιουργίας προτύπων αναφοράς, την αποπνευματοποίηση και την προώθηση μηδενιστικών μοντέλων με ανοηματική και αντιφατική ζωή που προβάλλονται από τα Μέσα — οδηγεί μια μεγάλη ομάδα νέων σε καθολική στάση αμφισβήτησης και έλλειψης σεβασμού προς κάθε φόρμα ζωής.
Έτσι ο χουλιγκανισμός έγινε το ”αυγό του φιδιού” που εκκόλαψε και γέννησε τις ορδές των σεληνιασμένων, των μαινόμενων ”φιλάθλων” που μεταβάλλουν όχι μόνο τα γήπεδα, αλλά και όλη την Ελλάδα σε αρένα και πεδίο αιματηρών – εμφυλιακού τύπου – συγκρούσεων.
Το μεγάλο, φονικό μαχαίρι με την κυρτή λεπίδα (τύπου Karambit, που χρησιμοποιούν οι Φιλιππινέζοι στις πολεμικές τους τέχνες) δεν έκοψε μόνο το νήμα της ζωής του Άλκη, αλλά και της φίλαθλης Ελλάδας η οποία έφτασε να εκτρέφει μίση και πάθη ανθρώπων με ανάρμοστη και βίαιη συμπεριφορά, να θεοποιεί τους ”αστέρες της μπάλας” και να δίνει χώρο για ανάπτυξη κοινωνικής παθογένειας σε βάρβαρους ντόπιους και αλλοδαπούς οι οποίοι κρύβουν τα δολοφονικά τους ένστικτα κάτω από τον μανδύα μιας φανέλας και μιας ομάδας.
Το μεγάλο, φονικό μαχαίρι με την κυρτή λεπίδα που έστειλε στο θάνατο τον Άλκη εκφράζει μια στάση έσχατης ασέβειας απέναντι στη ζωή. Στάση για την οποία ευθύνονται συλλογικά η Πολιτεία, η κοινωνία και ο Τύπος, γιατί — αντί να καλλιεργήσουν τον πολιτισμό της καθημερινότητας και την κοινωνική ευπρέπεια και συνοχή — άφησαν να ποδοπατηθούν οι φόρμες ζωής.
Να ποδοπατηθούν και να εξευτελιστούν απροκάλυπτα και βάναυσα από εκπροσώπους της ψευτοκουλτούρας οι οποίοι ενσαρκώνουν την ανεγκεφαλοποίηση της ασύλληπτης χυδαιότητας. Μιας χυδαιότητας η οποία προσφέρεται αφειδώς μέσα από τηλεοπτικές σειρές όπου αυτοεπιβεβαιώνονται οι λάτρεις της βίας, για να αισθανθούν ότι είναι ”κάποιοι”.
Να ποδοπατηθούν οι φόρμες ζωής και με τις λαϊκιστικές προσαρμογές πολιτικών και αυτοδιοικητικών στα ”θέλω” των πορωμένων οπαδών των ομάδων για ψηφοθηρικούς λόγους. Στα ”θέλω” των οπαδών του τίποτα, που συχνά λειτουργούν ως υποκατάστατα πολιτικής δραστηριότητας η οποία οδηγεί τελικά στην αποπολιτικοποίηση των νέων.
Όλα αυτά είναι παραπάνω από αρκετά για να ταρακουνήσουν το πολιτικό και νομικό σύστημα εξουσίας της χώρας μας, τους εκπαιδευτικούς, τους εκπροσώπους των ΜΜΕ και της κοινωνίας. Είναι παραπάνω από αρκετά για να δώσουν ένα τέλος στη δράση αυτών που δηλητηριάζουν με λόγια και πράξεις τα ομαδικά αθλήματα αποθεώνοντας τη οπαδική βία και ατιμωρησία.
Είναι παραπάνω από αρκετά για να ταρακουνήσουν τους προέδρους και το στελεχιακό δυναμικό των διοικήσεων των ελληνικών ομάδων, που χρόνια τώρα (πλην ελαχίστων περιπτώσεων νουνεχών φωνών του παρελθόντος, οι οποίες δυστυχώς απαξιώθηκαν) σιωπούν εγκληματικά.
Σιωπούν και ανέχονται τον άγριο και απάνθρωπο κόσμο των κερκίδων ο οποίος εκπέμπει τοξικότητα και ρητορική μίσους (βλ. αντεθνικό σύνθημα ”Βου-Βου-Βούλγαροι” για τους παίκτες ομάδων της Μακεδονίας μας).
Εκπέμπει και ψυχολογία ανθρώπων με άρρωστα ένστικτα (βλ. αθλιότητα φίλων του ΠΑΟΚ να κάνουν σύνθημα — ”Ωωωω, πουστ…, ο μπαμπάς σας είναι νεκρός, τον σκότωσα τον πού@@@ γιατί ήταν Αρειανός” — τον θάνατο του Βούλγαρου οπαδού, του Άρη Τόσκο Μποζατσίσκι, ο οποίος είχε παρασυρθεί από αυτοκίνητο το 2017 στην προσπάθεια του να ξεφύγει από χούλιγκανς του ΠΑΟΚ που τον καταδίωκαν).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χάσαμε έναν ακόμα νέο άνθρωπο, τον 19χρονο Άλκη, που τον πήγαν στον τάφο ντυμένο γαμπρό με θεατή το σοκαρισμένο πανελλήνιο το οποίο βιώνει βουβά το δράμα της οικογένειάς του και ενώνει την ευχή του με αυτήν της γιαγιάς του αδικοχαμένου παιδιού:
– […] Να μην κλάψει άλλη μάνα για τέτοια περίπτωση κι ας ηρεμήσουν λίγο μ’ αυτά τα ποδόσφαιρα οι οπαδοί. Γιατί να μαλώνουν μωρέ; Φίλαθλοι να είναι, όχι κακούργοι!
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)