Ήταν ”κοινό μυστικό”. Ποιος αντιλέγει; Το ζήσαμε, το βιώσαμε χρόνια σε Μακεδονία και Θράκη αυτό που επανέρχεται περιοδικά σαν εθνική πληγή η οποία δεν λέει να κλείσει και μένει ανεπηρέαστη από τη δυσμενή συγκυρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ο γείτονας, η γειτόνισσα, χιλιάδες Έλληνες απ’ τη Βόρεια Ελλάδα ταξίδευαν και ταξιδεύουν στην Τουρκία για αγορές, με τη δικαιολογία ότι οι μισθοί τους δεν επαρκούν να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες τους, πολύ περισσότερο σήμερα.
Σήμερα που — λόγω εκτόξευσης της ακρίβειας — η καταφυγή στην Τουρκία δείχνει να είναι μονόδρομος για τα χαμηλά εισοδήματα, αν και την ίδια στιγμή ο τρέχων πληθωρισμός εκεί κάνει τους κατοίκους της να αντιμετωπίζουν ανάλογες ή και μεγαλύτερες ακόμα δυσκολίες στα δικά τους ψώνια.
Ωστόσο αυτό που καίει εμάς τους Έλληνες είναι η δική μας ζοφερή πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει τις δυσμενείς επιπτώσεις για την ελληνική Οικονομία από αυτήν την επιλογή μερίδας συμπατριωτών μας.
Επιλογή που προκαλεί απόγνωση στους καταστηματάρχες των περιοχών εκροής του αγοραστικού κοινού, γιατί βλέπουν τον τζίρο τους να συρρικνώνεται μέρα με τη μέρα. Κι αυτή είναι μια εικόνα που διαχέει στον Ελληνισμό την ανυπαρξία πατριωτικής ενσυναίσθησης, την αδιαφορία και την έλλειψη αλληλεγγύης.
Για όλα αυτά ευθύνονται, ασφαλώς, η αποδόμηση λειτουργίας της ιστορικής μνήμης και το γεγονός ότι το παρόν τρέχει με τους δικούς του ρυθμούς οι οποίοι προβάλλουν έναντι όλων την ανάγκη κάλυψης του οικογενειακού κορβανά που έχει στερέψει.
Και το έναντι όλων περιλαμβάνει, δυστυχώς, τα εθνικά μας συμφέροντα τα οποία πλήττονται μόνιμα από τους Έλληνες που επιμένουν… τουρκικά (από τρόφιμα, ρούχα, βενζίνη έως οδοντιατρική περίθαλψη, για να θυμηθώ, δια της αντιπαραβολής, το ”επιμένων ελληνικά” της δεκαετίας του ’80 το οποίο δεν περιλάμβανε ωστόσο το τελευταίο).
Για να θυμηθώ το ”επιμένων ελληνικά” του Νίκου Παπαναστασίου ο οποίος — δια της (διαφημιστικής) καμπάνιας του ”Λαλάκη του εισαγόμενου” που αγόραζε τα πάντα απ’ το εξωτερικό αλλά κάθε μήνα έτρεχε στο Ταμείο Ανεργίας για το επίδομα — εξέπεμπε έμμεσα ηχηρό μήνυμα για στήριξη της εθνικής Οικονομίας από τους Έλληνες.
Και τότε — να φανταστείτε — είχαμε μεν ανεργία (τη χαμηλότερη στα νησιά και την υψηλότερη στη Βόρεια Ελλάδα), αλλά δεν αντιμετωπίζαμε τα δυσάρεστα επακόλουθα μιας προηγηθείσας οικονομικής κρίσης ούτε τις επιπτώσεις από τις ”ουρές” που μας άφησαν τα μνημόνια… ”θεραπείας” της.
Δεν αντιμετωπίζαμε την εκτίναξη που αντιμετωπίζουμε σήμερα στις τιμές των προϊόντων ούτε είχαμε την πατρίδα μας εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες δύο ασύμμετρων απειλών: Της εθνικής (λόγω αμφισβήτησης από την Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στο Αιγαίο με εργαλειοποίηση, παράλληλα, σε βάρος μας του μεταναστευτικού) και της απειλής της πανδημίας, η οποία δεν γνωρίζει από σύνορα και επελαύνει με αχαλίνωτη ορμή γονατίζοντας ανθρώπους και οικονομίες.
Γονατίζοντας κρατικούς οργανισμούς, όπως το ΕΣΥ, που αυτήν τη στιγμή καταρρέει υπό το βάρος εκατοντάδων νέων εισαγωγών, με επακόλουθο την αναστολή χειρουργείων και την κραυγή αγωνίας των νοσοκομειακών οι οποίοι έχουν εξουθενωθεί απ’ το σάρωμα της υγειονομικής κρίσης, παρά το γεγονός ότι επιτάχθηκαν στο πλευρό τους και ιδιωτικοί γιατροί, ενώ επιστρατεύτηκαν και ιδιωτικές κλίνες με στόχο τη στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Όλα αυτά τα αναφέρω για έναν και μόνο λόγο: Γιατί επείγει να αφυπνιστεί ο μηχανισμός της ιστορικής μνήμης και της εθνικής ενσυναίσθησης των συμπατριωτών μας στη Βόρεια Ελλάδα και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, που τροφοδοτούν σε μόνιμη βάση τον τουρκικό προϋπολογισμό.
Κι αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι το ελληνικό φιλότιμο, η φιλοπατρία και η εθνική αλληλεγγύη, η ικανότητα να μοιραζόμαστε τα συναισθήματα των συνελλήνων που έχουν ανάγκη τη στήριξή μας, έχουν πάει περίπατο.
Και δεν είναι καθ’ υπερβολήν αυτό, γιατί — σ’ άλλη περίπτωση — Θράκες, Μακεδόνες και νησιώτες του Βορείου Αιγαίου, αντί να εκδράμουν στις αγορές των Σκοπίων, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας ενισχύοντας το ΑΕΠ τους (βλ. ελληνική εκροή 600 χιλιάδων ευρώ ανά μήνα στις τρεις αυτές χώρες), θα έσπευδαν να ενισχύσουν το δικό μας ΑΕΠ αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα έστω και ακριβότερα, ώστε να μπορεί να επιβιώσει η ασθμαίνουσα τοπική οικονομία.
Έλληνες και… ”Ελληναράδες” δεν γινόμαστε με τα λόγια, τις καυχησιολογίες και τις μεγαλοστομίες μας (επί τη βάσει της ρήσης του Καρούσου Τζαβαλά που διέδωσε ο Τσαρούχης τη δεκαετία του ’60: ”Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις”). Γινόμαστε με την έμπρακτη απόδειξη των επιλογών μας για στήριξη των εθνικών συμφερόντων μας.
Το λέω αυτό, γιατί είναι διαχρονική η παρουσία διαπρύσιων κηρύκων πατριωτισμού (μεταξύ των οποίων πολιτικά στελέχη και ΜΜΕ), που στις κρίσιμες στιγμές της πατρίδας μας μετατρέπουν σε ευκαιριακή την… ”υπέρμετρη” αγάπη τους γι’ αυτήν επιλέγοντας να στηρίξουν τα συμφέροντα των γειτόνων μας.
Αρκεί να θυμηθούμε ενδεικτικά γεγονότα (με ήρωες πολιτικούς) που το αποδεικνύουν: Από την προθυμία για μοίρασμα νησιών του Αιγαίου στους Τούρκους που εξέφρασε ο Κώστας Ζουράρις στη Βουλή (2016) μέχρι την πρόταση για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνο Ντόκο και την προκλητική δήλωση του έτερου Καππαδόκη Χρήστου Ροζάκη για το ”απομονωμένο” Καστελόριζο το ’20, με ενδιάμεσο σταθμό τις Πρέσπες, όπου εκποιήσαμε εν μια νυκτί το ’18 το όνομα, τη γλώσσα και την ταυτότητα της Μακεδονίας μας.
Συνελόντι ειπείν τον πατριωτισμό μας δεν τον αποδεικνύουμε με φωτογραφίες καταναλωτικών προϊόντων από τη… ”Βόρεια Μακεδονία”. Φωτογραφίες που χαρίζουν χαμόγελα στους Σκοπιανούς πωλητές και τους κάνουν να αναφωνούν το ”Ντόμπρο, ιντόιντι Γκέρσκι” (”Ωραία, έρχονται οι Έλληνες”), γιατί φουσκώνουν τις τσέπες τους και τον κρατικό κορβανά των Σκοπίων.
Δεν τον αποδεικνύουμε μέσα από φωτογραφίες προφίλ στο Facebook με φόντο ελληνικές σημαίες ούτε με ευφάνταστα hashtag στο Twitter μετά την εκδρομή μας για ψώνια στη Βουλγαρία ή την Τουρκία. Την αποδεικνύουμε με το να στηρίζουμε την ντόπια παραγωγή, τον ήρωα της ελληνικής καθημερινότητας ο οποίος εξαρτά την επιβίωσή του απ’ τις μικρές ή μεγάλες δυνατότητες για αγορά του πορτοφολιού μας.
Η δική μας αγοραστική επένδυση στηρίζει το κράτος μας φορολογικά. Κι αυτό, με τη σειρά του, στηρίζει τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Στηρίζει σχολεία και δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα. Στηρίζει το παρόν και το μέλλον μας. Το παρόν και το μέλλον των παιδιών μας. Την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο όλων μας.
Ένα αύριο που δεν πρέπει να επενδύει στις φθηνές αγορές της Μπίτολα, της Γευγελή ή του Μοναστηριού των Σκοπίων. Δεν πρέπει να επενδύει στις χαμηλές τιμές των Βούλγαρων πωλητών του Σαντάνσκι, της Σόφιας, της Βάρνας και των παραμεθόριων ”ελληνικών” χωριών της Βουλγαρίας.
Δεν πρέπει να επενδύει στην επιβίωση των μαγαζιών της Αδριανούπολης στην οποία καταφθάνουν με πούλμαν οι Βορειοελλαδίτες αγοραστές μια φορά την εβδομάδα τουλάχιστον (τη μέρα του μεγάλου παζαριού), για να αγοράζουν από εκεί ρούχα, απορρυπαντικά, βενζίνη και έπιπλα, ενώ οι νησιώτες του Βορείου Αιγαίου πηγαινοέρχονται καθημερινά στις απέναντι ακτές για αγοραστικούς και ιατρικούς λόγους, αφού η Τουρκία έχτισε (σκόπιμα) απέναντί τους νοσοκομεία για να τους προσελκύσει και να τους καταστήσει ”ευάλωτους” στην επιρροή της.
Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, η έλευση αγοραστικού κοινού από την Ελλάδα στην Τουρκία όχι μόνο δεν έχει κάνει πιο ήπια την επιθετικότητα ορισμένων εκπροσώπων του τουρκικού κράτους εκεί, αλλά γίνεται συχνά αφορμή για χτυπήματα καταγγελτικού τύπου σε βάρος της χώρας μας.
Την πρώτη απόδειξη γι’ αυτό μας τη δίνει η στάση του διορισμένου περιφερειάρχη Αδριανούπολης Μεχμέτ Γκετσμίς ο οποίος μίλησε πρόσφατα απαξιωτικά για τους Έλληνες και αποκάλεσε ”δολοφόνο” την Ελλάδα (με αφορμή το μεταναστευτικό), τη στιγμή που οι δικοί μας ξοδεύουν 700 λίρες τη μέρα ανά άτομο (τον μισό βασικό μισθό των Τούρκων, δηλαδή) ενισχύοντας σημαντικά την οικονομία της πόλης και της Τουρκίας, κατά δήλωση του προέδρου του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Αδριανούπολης Ρετζέπ Ζιπκινκούρτ.
Τη δεύτερη το περιστατικό της σύλληψης προ ημερών ενός Έλληνα αστυνομικού και της συντρόφου του στο πλαίσιο των καθιερωμένων επισκέψεών τους στην Τουρκία για τις αγορές του μήνα. Τη φθήνια που επιζητούσαν την ακριβοπλήρωσαν τελικά οι δυο τους, αφού τους επιβλήθηκε πρόστιμο (συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων) 50 χιλ. τουρκικές λίρες, δηλαδή 3183 ευρώ.
Τι πάνε να πουν όλα αυτά; Ότι την ίδια ώρα που οι Τούρκοι περιμένουν στο κρύο για ψωμί, εμείς κάνουμε επίδειξη της εθνικής μας ανευθυνότητας στηρίζοντας σε μόνιμη βάση την… παραπαίουσα τουρκική οικονομία.
Την τουρκική οικονομία που το βράδυ βυθίζεται και την ημέρα επανακάμπει αναστηλωμένη, σαν μαγική εικόνα στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου, όπου το μόνο που βυθίζεται στην πραγματικότητα — εδώ και 48 χρόνια απ’ την τουρκική εισβολή — είναι η υπό διχοτόμηση Κύπρος…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)