Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αυτή η κολόνια (βλ. σύγκρουση Οικουμενικού Πατριαρχείου με Πατριαρχείο Μόσχας) κρατάει χρόνια. Για την ακρίβεια 336 χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι η πρώτη και καθοριστική ρήξη στις σχέσεις Ρωσικής Εκκλησίας – Φαναρίου επήλθε με αφορμή την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας το 1686 επί πατριαρχίας Ιωακείμ Μόσχας και Διονύσιου Δ’ Κωνσταντινουπόλεως.
Μέχρι τότε ο μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας (με δικαιοδοσία στη Λιθουανία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία) υπαγόταν — ως ”Πατριαρχική Εξαρχία” — στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ ο Πατριάρχης της Μόσχας περιόριζε την επιρροή του στο έδαφος του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών.
Δεν είχε καμιά δικαιοδοσία δηλαδή νότια της Μεγάλης Ρωσίας, όπου βρισκόταν η Ουκρανία, η ”Μικρή Ρωσία” – όπως αποκαλούνταν – έναντι της Μεγάλης που άρχισε να ”χτίζει” ανεπαίσθητα έκτοτε και μέχρι τον Δεκέμβριο του ’22 τον μύθο της μελλοντικής Σοβιετικής Ένωσης η οποία είχε ρίζες στην επανάσταση των Μπολσεβίκων του ’17.
Μετά το 1686 όμως — με αφορμή την επέκταση της κυριαρχίας του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας και την προσάρτηση στη ρωσική κυριαρχία των ανατολικών επαρχιών (Λευκορωσία-Ουκρανία) — το Πατριαρχείο της Μόσχας βρήκε την ευκαιρία να διεκδικήσει από τον τσάρο Μεγάλο Πέτρο, την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στις τελευταίες, κάτι που απέρριψε κατηγορηματικά ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ (βλ. Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1686).
Τριακόσια πέντε χρόνια από τότε (1991) η Ουκρανία ανακήρυξε επίσημα την πολιτική ανεξαρτησία της από τη Ρωσική Ομοσπονδία, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος για να ανακηρυχθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας ως η 15η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, πράγμα που έγινε το 2018.
Την αυτοκεφαλία της ουκρανικής εκκλησίας την αναγνώρισαν αμέσως το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (με έρεισμα τα Εκκλησιαστικά Δίπτυχα της Συνοδικής Πράξης του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονύσιου Δ’, 1686), το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και οι Εκκλησίες Ελλάδας και Κύπρου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όμως, την αναγνώριση την υποδέχθηκε με μεγάλη οργή η ρωσική εκκλησία, γιατί η ανεξαρτησία της Εκκλησίας του Κιέβου σήμαινε γι’ αυτήν την άρση της παραχώρησης της Ιεράς Μητρόπολής του στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και την προσχώρησή της στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Αυτό το τελευταίο ωστόσο δεν το δεχόταν με τίποτα ο Ρώσος Πατριάρχης Κύριλλος ισχυριζόμενος ότι με τη βούλα του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ υπήχθη πλήρως και οριστικώς η Μητρόπολη Κιέβου της Ουκρανίας στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.
Ως εκ τούτου, κατά τη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας, ήταν αυθαίρετη η ερμηνεία του Βαρθολομαίου περί επισήμων κειμένων της Συνοδικής Πράξεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ’, γιατί ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τα ερμήνευσε άκριτα [βάσει εσφαλμένης μεθόδου ”λήψης του ζητουμένου” (petitio principii)], με προφανή στόχο τη διαμόρφωση εδάφους αποδοχής της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας από άλλες Εκκλησίες.
Τα όσα ακολούθησαν έκτοτε είναι λίγο πολύ γνωστά: Τον Σεπτέμβριο του 2018 είχαμε το Ορθόδοξο σχίσμα, όταν — με απόφαση της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας — διακόπηκε η μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά την τέλεση της Θείας λειτουργίας στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (”Σκασίλα μου” ήταν η απάντηση του Βαρθολομαίου στη διακοπή μνημόνευσης του ονόματός του).
Το 2019 ήρθε η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της ουκρανικής Εκκλησίας από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο, ενώ το 2020 έγιναν αναγνωρίσεις από την ελληνική (Ιερώνυμος) και κυπριακή Εκκλησία (Χρυσόστομος Β’).
Αναγνωρίσεις που ξεχείλισαν το ποτήρι της οργής του Κύριλλου, ο οποίος εξέφρασε τη βαθιά του λύπη χαρακτηρίζοντας ”σχισματικό” τον ”μητροπολίτη Κιέβου” της Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας.
Το μέγεθος της οργής ωστόσο του Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών (που πατριαρχεύει στη Ρωσία για πάνω από μία δεκαετία) εκδηλώθηκε σε όλο το βάθος του ένα χρόνο πριν (Ιανουάριο 2021), όταν – ούτε λίγο ούτε πολύ – είπε πως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ήταν θεία τιμωρία στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο γιατί συγκατένευσε στην αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Μήνες μετά, σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό σταθμό της Ρωσίας (”Σπας” [”Σωτήρ”], Μ. Κορτσέβνικοφ) ο Κύριλλος έκανε δυο πρωτάκουστες διαπιστώσεις, όταν ρωτήθηκε για τις αιτίες των ενεργειών του Βαρθολομαίου ”που προκαλούν διαίρεση της παγκόσμιας Ορθοδοξίας”.
Το πρώτο που έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι, κατά την άποψή του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δε θεωρεί τον εαυτό του πρώτο μεταξύ ίσων (όπως υποστηρίζει το ορθόδοξο δόγμα), αλλά πρώτο επί όλων των υπολοίπων. Κάτι που δεν απέχει πολύ από το ”αλάθητο” του Πάπα.
Το δεύτερο ήταν η άποψή του ότι μετά την Άλωση η θέση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν ασταθής, ενταγμένη στο φιλελεύθερο πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις των δυτικοευρωπαϊκών χωρών με τις ΗΠΑ.
Όταν διάβασα τη συνέντευξη αρχικά, ερμήνευσα τα λόγια του Κύριλλου μάλλον ανάλαφρα έχοντας την εντύπωση ότι αυτά ανέσυραν από την αχλή του χρόνου το κλίμα της έντασης απ’ τον πόλεμο μεταξύ Ρως-Βυζαντινών τον 10ο αιώνα. Κι ύστερα (μετά την Άλωση του 1453) απ’ τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους για την κληρονομιά του θρόνου του Βυζαντίου.
Σίγουρα η αλήθεια για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο ανάμεσα στις κεφαλές της Ορθοδοξίας βρίσκεται κάπου στη μέση. Ωστόσο υπάρχουν φορές που πολλαπλασιάζονται τα ερωτηματικά μέσα μου για τις χλιαρές αντιδράσεις οι οποίες μετατρέπονται στη συνέχεια σε ”ακινησία” και ”σιωπή” εκ μέρους του Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Η θέση του είναι λεπτή, ασφαλώς. Τα λόγια και οι κινήσεις του ελέγχονται από τον σουλτάνο, δεν το ξεχνάμε. Ωστόσο, ως επικεφαλής της Ορθοδοξίας, θα περίμενα να κρατήσει ίσες αποστάσεις – λόγω του ρόλου του – μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, ασχέτως των θεολογικών διαφορών που χωρίζουν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως από εκείνο της Μόσχας.
Θα περίμενα επίσης άμεση αντίδραση και παγκόσμια κινητοποίηση εκ μέρους του με το που άρχισε να γνωστοποιεί ο Ταγίπ Ερντογάν τις προθέσεις του για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και όχι να αντιδρά αποσπασματικά και εκ των υστέρων τρέχοντας πίσω απ’ τα γεγονότα ως Επιμηθέας και όχι ως διορατικός Προμηθέας.
Θα περίμενα, τέλος, τη δική του πρώτη αντίδραση προ ημερών και όχι την παρέμβαση του Πατριαρχείου Μόσχας που μιλούσε — μεταξύ άλλων — για ”κυνική καταπάτηση ενός χριστιανικού ιερού σεβάσματος (Παναγία Σουμελά Πόντου), και διασυρμό της θρησκευτικής ειρήνης στην Τουρκία”.
Θα περίμενα την αντίδραση ενός Έλληνα Πατριάρχη (με καταγωγή από τις ”Χαμένες Πατρίδες” του Ελληνισμού) στη μετατροπή της Παναγίας Σουμελά σε κλαμπ για rave party με τουρίστες να χορεύουν υπό τον ρυθμό ηλεκτρονικής μουσικής την οποία επέλεξε γνωστός Τούρκος DJ, που έφτασε να χρησιμοποιήσει μέχρι και τις καμπάνες της Μονής για μουσικό εφέ…
Και όλα αυτά με την άδεια της επαρχιακής διοίκησης. Την άδεια του τουρκικού κράτους, ουσιαστικά, ”η νομοθεσία του οποίου επιτρέπει την πραγματοποίηση τέτοιου είδους εκδηλώσεων” (που καταγράφηκαν και σε βιντεοκλίπ, μάλιστα), όπως αποκάλυψε ο πρόεδρος της Ένωσης Τουριστικών Πρακτόρων Τραπεζούντας (TÜRSAB) Βολκάν Κανταρτζί στην προσπάθειά του να δικαιολογηθεί.
Να δικαιολογηθεί χωρίς να αναρωτηθεί πώς θα φαινόταν στον ίδιο και τον Πρόεδρό του αν όλο αυτό το προσβλητικό σκηνικό στηνόταν σε μουσουλμανικό τζαμί αντί σε χριστιανική Εκκλησία. Ερώτηση που προβλημάτισε τελικά έναν από τους λίγους σώφρονες ιθύνοντες στην Τουρκία, τον πρόεδρο των Ταξιδιωτικών Γραφείων Τραπεζούντας Μουράτ Τσαβγκά, που έκανε την αυτοκριτική του λέγοντας χαρακτηριστικά:
– […] Είναι από τις στιγμές που ο εγκέφαλός μας καίγεται και το μυαλό μας σταματάει!
Πού οδηγεί τη σκέψη μας, καταληκτικά, η τελευταία αυτή πικρή ιστορία; Στο ότι — για την προώθηση του τουρισμού στην Τραπεζούντα — η τουρκική κυβέρνηση θυσίασε αψήφιστα τη θρησκευτικότητα και τον μνημειακό χαρακτήρα της ιστορικής Μονής του Πόντου, χωρίς να δεχτεί επικρίσεις από τον πιο αρμόδιο να μιλήσει και να υψώσει τους τόνους γι’ αυτό: Τον εκπρόσωπο της Ορθοδοξίας, Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)