Ερμηνεύοντας κανείς το φαινόμενο της έλλειψης ηθικής στην πολιτική, διαπιστώνει ότι υπάρχουν παράγοντες που, δρώντας ως διεγερτικές ουσίες στη συνείδηση ενός πολιτικού, λειτουργούν, ενίοτε, ως καταλύτης στην υπεραπλούστευση των ηθικών του διλημμάτων.
Ορισμένοι εξ αυτών είναι:
1. Η ατομική φιλοδοξία ή και η ματαιοδοξία, που είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης να απαλλαγεί από τις μικρότητές της.
2. Η «δυναμική της εξουσίας», δηλαδή η αρχή της δύναμης και της υποταγής, η οποία συναρπάζει με την αλαζονεία της τον πολιτικό.
3. Η δημοσιότητα, που προβάλλει φιλάρεσκα τη δημόσια εικόνα του, της οποίας συχνά θύμα γίνεται πρώτα-πρώτα ο ίδιος.
4. Η ελκυστική δυνατότητα απόκτησης εύνοιας και, κυρίως, πλούτου, καθώς συχνά η αναγόρευση κάποιου σε πολιτικό σημαίνει την μετατροπή του σε Μίδα, που ό,τι αγγίζει μετατρέπεται σε χρυσό. Όλα μαζί λειτουργούν σαγηνευτικά, καλλιεργώντας την μικροαστική φαντασίωση της επερχόμενης «αίγλης» στη ζωή του. Τα παραπάνω, συνδυαστικά, επιβεβαιώνουν στη συνείδηση του πολιτικού την αξία του ως προσώπου, λειτουργώντας σαν δημόσια απόδειξη της επιτυχίας του.
Εκτός, όμως, από την ατομική ηθική, αρνητικά επηρεάζει και το υπάρχον κοινωνικό σύστημα αξιών, καθώς προβάλλει ψευδεπίγραφες «αξίες» και επίπλαστες ανάγκες, οι οποίες αποδομούν την συνύπαρξη ηθικής και πολιτικής:
1. Η επιβολή των κάθε είδους επιφανειακών προτύπων, που έχει ως αποτέλεσμα την αναγωγή ρηχών και καιροσκοπικών ατόμων σε κοινωνικά «μεγέθη».
2. Ο διάχυτος και ύπουλος σαν δηλητήριο ωφελιμισμός, ο οποίος ενισχύει τη διάθεση του καθένα, επομένως και του πολιτικού, για την επ’ ωφελεία του κάρπωση οποιασδήποτε επιτυχίας και δράσης, ιδίως της πολιτικής.
3. Ο ατομισμός, που κυριαρχεί ευρύτερα, και οδηγεί σε κοντοπρόθεσμες λογικές, χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό του μέλλοντος, διαλύοντας, αντίστοιχα, κάθε συλλογική αξία.
4. Ο νεοπλουτισμός, η γενικευμένη δηλαδή τάση για γρήγορη απόκτηση πλούτου, δια του οποίου επιθυμεί κανείς να μεταβεί σε άλλη κοινωνική τάξη, απαξιώνοντας αυτήν στην οποία ανήκε έως χθες, οδηγεί τελικά στην πλεονεξία.
5. Ο ανταγωνισμός, εξάλλου, η σφοδρή αναμέτρηση, που κυριαρχεί σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής με ανεξέλεγκτη συχνά αντιπαλότητα, εκτρέφει μια γενικευμένη εχθρότητα, αντί για την αναγνώριση της αξίας του Άλλου.
Στην Ελλάδα, ειδικότερα, η πολιτεία αντιμετωπίζει με προκλητική εύνοια τον πολιτικό. Η ενασχόληση με την πολιτική αναγνωρίζεται ως σπουδαίο επάγγελμα, ως επικερδής καριέρα, αμείβεται πλουσιοπάροχα και διαφοροποιεί την καθημερινή ζωή των πολιτικών από κάθε άλλο κοινό θνητό. Οι ίδιοι οι πολιτικοί είναι εξαιρετικά γενναιόδωροι στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος όταν πρόκειται για τον εαυτό τους ή τους οικείους τους, συχνά καταλύοντας τη δημοκρατία, την ισότητα και την αξιοκρατία.
Η κοινωνία, εθισμένη σ’ ένα ευνοιοκρατικό και ψηφοθηρικό σύστημα κομματικής ολιγαρχίας, επιδεικνύει ανεπίτρεπτη ανοχή απέναντι στην χαλαρή ηθική συνείδηση των πολιτικών. Υπάρχει, έτσι, ένας φαύλος κύκλος, μια σιωπηρή συγκάλυψη απέναντι στην «κάστα» των πολιτικών. Κι αντί αυτοί να ηγούνται της κοινωνίας, αποτελώντας ηθικά μεγέθη, αντιθέτως, με θεμιτά και με αθέμιτα μέσα, αξιοποιούν την πολιτική τους θητεία ως ευκαιρία εξουσίας και καιροσκοπισμού.
Η εφαρμογή της ηθικής επηρεάζεται, εξάλλου, και από το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα καθώς και από το αναποτελεσματικό σύστημα της δικαιοσύνης. Η μη απόδοση ευθυνών καταργεί στην πράξη την ουσία της δικαιοσύνης και το κοινό αίσθημα δικαίου. Η αίσθηση της ατιμωρησίας ή της ανισονομίας απελευθερώνει τον κακό εαυτό, κάνοντάς τον να μεταβεί στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής (Πλάτων, Πολιτεία, Γύγης).
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι απογοητευτικές. Μπορεί, άραγε, να προσδιορισθεί μια ποιότητα σχέσεων ανάµεσα στην ηθική και τους πολιτικούς, που να µην καταλήγει στο ξεγύµνωμα της πολιτικής από το αξιακό και ηθικό της υπόβαθρο, ούτε να επιτρέπει την κατάχρηση ηθικολογικών προσχηµάτων στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας χάριν του δηµοσίου συµφέροντος; Μπορεί, αντί της πολιτικής φετιχοποίησης, να ενδυναμωθεί η αξία της συλλογικότητας; Ή, μήπως, εν τέλει, η συγκρότηση μιας δίκαιης κοινωνίας, όπου νόμος, δίκαιο και ηθική θα λειτουργούν στο πλαίσιο μιας ευημερούσας κοινωνίας, είναι ανέφικτη;
*Η Κωνσταντίνα Γογγάκη, είναι Επίκουρη Καθηγήτρια του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάσκει Εισαγωγή στη Φιλοσοφία & Φιλοσοφία του Αθλητισμού.