Στις 10 και 11 Δεκεμβρίου στο Μαρακές του Μαρόκου, Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων θα επικυρώσουν το λεγόμενο Σύμφωνο του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση (Global Compact for Migration).
Μια ανώδυνη όπως έχει υποστηριχθεί σε επίπεδο διακήρυξης πρωτοβουλία, που δεν είναι νομικά δεσμευτική και προσπαθεί να εξορθολογίσει το πλαίσιο διαχείρισης του φαινομένου της Μετανάστευσης. Κάτι που δε φαίνεται να πείθει.
Εξ ου και οι ηχηρές διαφοροποιήσεις. Με κύρια ένσταση αυτή που προβάλλεται απέριττα από την Αυστρία. Ότι το Σύμφωνο δηλαδή δημιουργεί δικαίωμα στη Μετανάστευση. Σε μια μάλιστα ευαίσθητη ειδικά για την Ευρώπη, περίοδο. Που ακόμα προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ του 2015. Και το ντόμινο προβλημάτων που δημιούργησε. Και απειλεί τη συνοχή της.
Το ζήτημα κατ’ αρχή της μετανάστευσης σε επίπεδο διεθνών συμφωνιών, ρυθμίζεται με σαφήνεια, ως προς τις αποδεκτές διαστάσεις του. Υπάρχει η Συνθήκη του ΟΗΕ του 1951 για τα δικαιώματα των προσφύγων αλλά και οι διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες για τους όρους της λεγόμενης νόμιμης μετανάστευσης.
Κανόνες ξεκάθαροι που από τη μια προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, της ζωής και της ελευθερίας, όσων μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρόσφυγες. Από την άλλη προβλέπουν τις διαδικασίες για την κάλυψη των αναγκών της χώρας υποδοχής με ενδιαφερομένους από τρίτες χώρες, μέσα από τις διμερείς συμφωνίες για τη νόμιμη μετανάστευση ή τις ειδικές προσκλήσεις που η κάθε κυρίαρχη χώρα απευθύνει.
Στο λεγόμενο σύμφωνο του ΟΗΕ για τη μετανάστευση ξενίζει το γεγονός ότι γίνεται αναφορά σε κανονική και όχι νόμιμη μετανάστευση (regular not legal). Δημιουργούνται λογικά συνειρμοί για αντικειμενικοποίηση του φαινομένου και όχι για αξιολόγηση και αντιμετώπισή του με όρους και κανόνες.
Σημειωτέον ότι ακόμα και την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ήταν κάτι παραπάνω από κατανοητό ότι λιμοκτονούντες πληθυσμοί θα αναζητούσαν νέες πατρίδες το δικαίωμα της χορήγησης ασύλου δόθηκε μόνο σε όσους μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πρόσφυγες.
Το λεγόμενο Σύμφωνο για τη μετανάστευση, μεριμνά ιδιαίτερα για τα εργασιακά δικαιώματα των μεταναστών και τη λεγόμενη κοινωνική τους ενσωμάτωση, χωρίς να τονίζει ότι οι προβλέψει αυτές πρέπει να αφορούν όσους έχουν δικαίωμα να καταφύγουν στην χώρα προορισμού τους. Τουναντίον μάλιστα. Δίνει τη εντύπωση ότι ενδιαφέρεται πρώτιστα να εξασφαλίσει εργατικό δυναμικό και τη λειτουργική ένταξή του. Χαρακτηριστικοί είναι οι στόχοι 15, 16, 18 και 20 του Συμφώνου.
Το Σύμφωνο ορθά διακηρύττει την ανάγκη να αντιμετωπιστούν και να εξαλειφθούν οι παράγοντες παθογένειας που προκαλούν τη μετανάστευση. Δε σημαίνει αυτό ωστόσο, ότι οι συνέπειές της θα αντιμετωπιστούν, έξω από το πλαίσιο των Διεθνών Συνθηκών και των Εθνικών Κανόνων.
Επίσης ενώ σωστά υπάρχει μέριμνα για αποτελεσματική ενίσχυση των συνόρων (Στόχος 11 του Συμφώνου), στοχοποιείται ο περιορισμός και η κράτηση όσων παράνομα εισέρχονται στο έδαφος κυρίαρχης χώρας ( Στόχος 13 του Συμφώνου), ως έσχατο και μόνο μέσο. Απουσιάζει κραυγαλέα και η όποια πρόβλεψη για τα κράτη που καλούνται να διαχειριστούν δυσανάλογες πιέσεις, ως αποτέλεσμα των μεταναστευτικών ροών, με χαρακτηριστική την περίπτωση της χώρας μας.
Ουδεμία αναφορά γίνεται σε διαδικασίες και μέσα στήριξης. Εξέλιξη που σε συνδυασμό με τις Κοινοτικές ρυθμίσεις για το άσυλο, δημιουργεί συνθήκες περαιτέρω απομόνωσής μας και περιορίζει το περιθώριο ελιγμών μας, ως χώρας και ως κοινωνίας.
Το λεγόμενο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση, σε πρώτο χρόνο ουδέν εισφέρει στην ελάφρυνση του δυσανάλογου βάρους που έχουμε επωμιστεί. Δεν προσφέρεται για εύκολες αναγνώσεις.
Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο, πρόδηλα δεν το έχουν διαβάσει. Ή και αν ακόμα το διάβασαν, δεν το κατάλαβαν. Κάτι που εξηγεί έτι περαιτέρω την αποτυχία τους.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι Δικηγόρος, ΔΝ, αν. Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων