Την επίσκεψη – προσκύνημα των Ελλήνων για το 40-ήμερο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα στην Βόρειο Ήπειρο, αμαύρωσε η συμπεριφορά του αλβανικού κράτους. Στην προσπάθεια να παρευρεθώ και εγώ στο μνημόσυνο του ανθρώπου ο οποίος μαρτύρησε για την πατρογονική του εστία, ξεκίνησα την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου από την Δράμα και μετά από ένα πολύωρο ταξίδι έφτασα στο αλβανικό τελωνείο της Κακαβιάς στις 6μμ.
Ο Αλβανός υπάλληλος – αστυνομικός του τελωνείου πληκτρολόγησε τα στοιχεία της ταυτότητάς μου και αμέσως κάλεσε έναν άλλο αστυνομικό ο οποίος με οδήγησε σε έναν χώρο ανάκρισης. Εκεί με απείλησαν ότι εάν πάω στις Βουλιαράτες για το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα, ΘΑ ΜΕ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΦΥΛΑΚΗ.
Στο ίδιο δωμάτιο ήταν και ένας ακόμα Έλληνας με τον οποίο ασχολιόταν ένας άλλος Αλβανός αστυνομικός δείχνοντάς του ένα έγγραφο και ο ένας από τους αστυνομικούς που μιλούσε μαζί μου, μου είπε: «βλέπεις τι παθαίνει αυτός εδώ; Τα ίδια θα πάθεις και εσύ αν δεν μας ακούσεις». Στη συνέχεια τους ανέφερα την ιδιότητά μου, ότι δηλ. είμαι επιστημονικά υπεύθυνος στο Τμήμα Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης και τους είπα ότι εμείς στην Ελλάδα δεν απειλούμε τους Αλβανούς με φυλάκιση εάν πάνε σε κάποιο χωριό.
Στη συνέχεια ένας αξιωματικός της αλβανικής αστυνομίας μου είπε: «Professor μπορείς να πας όπου θέλεις». Έτσι, προχώρησα προς την αλβανική πλευρά και αφού επιβιβάστηκα σε ένα αυτοκίνητο στο οποίο επιβαίναν τρείς Έλληνες προχωρήσαμε προς το εσωτερικό της Αλβανίας. Πήγαμε στις Βουλιαράτες στο σπίτι της οικογένειας Κατσίφα, όπου η μητέρα του Κωνσταντίνου κ. Βασιλεία, ο πατέρας του κ. Γιάννης, αλλά και οι αδελφές του και κάποιοι άλλοι συγγενείς, μόλις μας είδαν, μας αγκάλιασαν και μας προσέφεραν φαγητό.
Εμείς τους μεταφέραμε την αγάπη και την συμπαράσταση όλων των Ελλήνων. Κατά την παραμονή μας εκεί γίναμε μάρτυρες μίας διακοπής ρεύματος. Όπως μας ανέφεραν αυτό το «καψόνι» είναι καθημερινό και πολύωρο, επίσης πληροφορηθήκαμε και για διαρρήξεις σπιτιών που ανήκουν σε Έλληνες της Βορείου Ηπείρου.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το Αργυρόκαστρο όπου διανυκτερεύσαμε και το επόμενο πρωί κινηθήκαμε πάλι προς τις Βουλιαράτες για το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου. Σε όλη τη διαδρομή υπήρχαν μπλόκα της αστυνομίας, μάλιστα σε ένα από αυτά μας σταμάτησαν αστυνομικοί με πλήρη εξάρτηση οπλισμού και αλεξίσφαιρα γιλέκα, έλεγξαν τα στοιχεία μας και μας ρώτησαν που πηγαίνουμε και αν πηγαίνουμε στις Βουλιαράτες.
Όσο πλησιάζαμε στις Βουλιαράτες τόσο τα μπλόκα πλήθαιναν. Υπήρχαν μπλόκα και μέσα στα χωριά, αλλά και στις διασταυρώσεις του κεντρικού δρόμου που οδηγούσαν σε αυτά. Κάποια στιγμή φτάσαμε στις Βουλιαράτες, πήγαμε στην εκκλησία για την Θεία Λειτουργία και το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια όλοι μαζί πήγαμε στον τάφο του Κωνσταντίνου όπου ψάλαμε τον εθνικό ύμνο. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος επειδή οι αλβανικές αρχές δεν επέτρεψαν στους Έλληνες να περάσουν τα σύνορα, αλλά και στο εσωτερικό της Αλβανίας παρεμποδίστηκε η μετακίνηση Ελλήνων, επίσης κάποιοι οδηγήθηκαν για μερικές ώρες στα κρατητήρια στους Αγίους Σαράντα.
Το συμπέρασμα που έβγαλα από την επαφή μου με Βορειοηπειρώτες είναι ότι ασκείται εκφοβισμός και τρομοκρατία από την κυβέρνηση Ράμα, όπως επίσης ότι η Ελληνική κυβέρνηση δεν τους προστατεύει και θεωρούν ότι είναι εντελώς εγκαταλελειμμένοι. Το καθεστώς Ράμα γκρεμίζει εκκλησίες, μοναστήρια και σπίτια στην Βόρειο Ήπειρο και συμπεριφέρεται με σκληρότερο τρόπο ακόμα και από το καθεστώς του Χότζα.
Στη συνέχεια επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο οι τέσσερεις που ήμασταν παρέα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σταματήσαμε στο αλβανικό τελωνείο της Κακαβιάς για τον τυπικό έλεγχο των ταυτοτήτων μας και μόλις παραδώσαμε τις ταυτότητες στον Αλβανό αστυνομικό, αυτός μου είπε να τον ακολουθήσω. Όπως προχωρούσαμε τον ρώτησα «μόνο εμένα θέλετε;» και μου απάντησε «ναι».
Με οδήγησε πίσω από το τελωνείο όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι αρκετοί αστυνομικοί, αυτοί που με είχαν ανακρίνει κατά την είσοδό μου στην Αλβανία αλλά και άλλοι, ένας από τους οποίους μου ανακοίνωσε ότι ΘΑ ΜΕ ΑΝΑΚΡΙΝΟΥΝ.
Στον χώρο της ανάκρισης εισέρχονταν διάφοροι αστυνομικοί, άλλοι μιλούσαν ελληνικά και άλλοι αγγλικά. Μου είπαν ότι θα μου κάνουν ορισμένες ερωτήσεις και μαζί με τις απαντήσεις που θα δώσω θα τις γράψουν με την μορφή κειμένου στην αλβανική γλώσσα προκειμένου να το υπογράψω. Τους είπα ότι: 1ον) δεν έκανα κάτι κακό, 2ον) πήγα και στις Βουλιαράτες επειδή ο Αλβανός αξιωματικός μου είχε πει ότι μπορώ να πάω όπου θέλω, 3ον) δεν υπογράφω τίποτα σε γλώσσα που δεν γνωρίζω και 4ον) θέλω να μιλήσω με τον πρέσβη της Ελλάδος. Αυτοί μου είπαν ότι δεν έκανα κάτι κακό, απλά θέλουν να τους πω τι είδα στις Βουλιαράτες.
Τότε τους είπα «αυτό μπορούν να σας το πούν και οι άλλοι που είναι μαζί μου, όπως επίσης και τόσοι άλλοι που βγαίνουν αυτή τη στιγμή από την Αλβανία. Γιατί όλα αυτά συγκεκριμένα σε ΕΜΕΝΑ;». Η απάντησή τους ήταν ότι αυτοί ήθελαν εμένα.
Με ταλαιπώρησαν για περίπου μισή ώρα λέγοντάς μου ότι πρέπει να υπογράψω σε ένα αλβανικό κείμενο, ενώ εγώ τους επαναλάμβανα συνεχώς τα πιό πάνω τέσσερα σημεία. Στη συνέχεια αφού είδαν ότι δεν θα υπογράψω, μου είπαν ότι θα με αφήσουν να φύγω αλλά δεν θα μπορέσω να μπω στην Αλβανία ποτέ ξανά. Τους είπα ότι και αυτό θα το καταγγείλω στον πρέσβη και στην ελληνική κυβέρνηση.
Τελικά με άφησαν να βγω από εκείνο το δωμάτιο και πήγα στους άλλους τρεις Έλληνες με τους οποίους ήμασταν στο αυτοκίνητο. Μία γυναίκα αλβανίδα αστυνομικός μου μίλησε με άσχημο τρόπο και όταν πήγε να μου δώσει τις ταυτότητές μας, ήταν προκλητική και προσβλητική, στην οποία απάντησα καταλλήλως. Οι Αλβανοί αστυνομικοί αφού σκανάραν το αυτοκίνητό μας με X-rays μας άφησαν να φύγουμε.
Μόλις περάσαμε τα σύνορα και εισήλθαμε στην Ελλάδα ένας από τους επιβαίνοντες στο αυτοκίνητό μας, μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισής μου από τους Αλβανούς, ήρθε και στάθμευσε μία αστυνομική «κλούβα» της Αλβανίας με έξι αστυνομικούς.
Μετά από όλα αυτά μου γεννιούνται τρία ερωτήματα:
- Γιατί μόλις πληκτρολόγησε τα στοιχεία της ταυτότητάς μου στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ο Αλβανός αστυνομικός κατά την είσοδό μου στην Αλβανία, κάλεσε αστυνομικό να με οδηγήσει στον χώρο όπου διεξάγονται οι ανακρίσεις;
Πρώτη φορά έμπαινα στην Αλβανία. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να μην με συμπαθεί πολύ, λόγω της αρθρογραφίας μου και της γενικότερης δράσης μου στο θέμα της προασπίσεως της Μακεδονίας, αλλά για το βορειοηπειρωτικό και το συμβάν με τον Κατσίφα έχω γράψει μόνον ένα άρθρο (εδώ) και σε αυτό ΔΕΝ αναφέρομαι στους Αλβανούς αλλά στους Έλληνες Εφιάλτες.
- Γιατί οι Αλβανοί αστυνομικοί με ανέκριναν και κατά την έξοδό μου από την Αλβανία, αφού όπως μου είπαν στο τέλος, το μόνο που ήθελαν ήταν να μάθουν τι έγινε στις Βουλιαράτες και στο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου; Στο μνημόσυνο υπήρχε και αλβανικό κανάλι οπότε ότι έγινε εκεί καλύφθηκε και μάλιστα ζωντανά επομένως οι αλβανικές αρχές ήταν ήδη ενημερωμένες, επίσης υπήρχαν και άλλοι Έλληνες στο τελωνείο που ήρθαν από τις Βουλιαράτες και θα μπορούσαν να ρωτήσουν αυτούς. Οι Αλβανοί εκείνη την ώρα ήθελαν ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ, ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.
- Γιατί κατά την διάρκεια της ανάκρισής μου από τους Αλβανούς, ήρθε και στάθμευσε στο τελωνείο μία αστυνομική «κλούβα» της Αλβανίας με έξι αστυνομικούς; Τι θα γινόταν εάν υπέγραφα το αλβανικό κείμενο; Ποιό θα ήταν το νόημα αυτού του κειμένου; Μήπως θα ήταν ενοχοποιητικό για εμένα και θα με οδηγούσαν στις αλβανικές φυλακές;
Ένας γνωστός μου, μου είπε ότι «πολύ ενοχλείς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Άλλωστε έχεις στοχοποιηθεί και από την Εφημερίδα των Συντακτών. Τι νόμιζες θα σε άφηναν έτσι;».
Εγώ πάντως δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που «δίνει» τα στοιχεία Ελλήνων σε καθεστώτα τύπου Αλβανίας, ειδικά με την παρούσα κυβέρνηση Ράμα η οποία όπως γίνεται ξεκάθαρο από αυτά που αναφέρω πιό πάνω, ασκεί τρομοκρατία, αλλά και δολοφονεί Έλληνες.
Τελειώνοντας, νοιώθω την ανάγκη να εκφραστώ όπως οι Βορειοηπειρώτες αδελφοί μου: ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΠΑΛΛΑΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ;
*Ο Ιωάννης Αμπατζόγλου είναι Ακτινοφυσικός Ιατρικής, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΔΠΘ και Επιστημονικά Υπεύθυνος του Τμήματος Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης. Συμμετείχε στις διαμαρτυρίες στο Πισοδέρι στις 17 Ιουνίου 2018 τη στιγμή κατά την οποία στις Πρέσπες παραδίδονταν το όνομα της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς.