Τα στρατηγικά αδιέξοδα της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής φαίνεται να ενισχύονται το τελευταίο χρονικό διάστημα σε βαθμό που της προκαλούν νευρικότητα τόσο στις σχέσεις με γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος όσο και με χώρες μεγάλης οικονομικής και στρατιωτικής εμβέλειας όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Η αποτυχία της Άγκυρας να αποσπάσει την ρωσική συναίνεση ως προς τη δημιουργία μίας ζώνης αποκλιμάκωσης (de-scalation zone) στη βορειοανατολική Συρία αποκλειστικά από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατά τη συνάντηση κορυφής Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας που πραγματοποιήθηκε στο Σότσι στις 14 Φεβρουαρίου 2019 ενέτεινε την τουρκική νευρικότητα.
Αυτή κορυφώθηκε έτι περαιτέρω έπειτα από την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να υπογράψει στις 19 Φεβρουαρίου 2019 τον Νόμο για τις Ενοποιημένες Πιστώσεις Οικονομικού έτους 2019 (Consolidated Appropriations Act of 2019) που συνδέεται με την οικονομική υλοποίηση του Νόμου για τον Αμυντικό Προϋπολογισμό Έτους 2019 γνωστού ως Νόμου Τζων Μακ Κέϊν.
Και τούτο διότι ο νέος Νόμος για τις Πιστώσεις στο υποκεφάλαιο με τίτλο «Ευρώπη και Ευρασία» προβλέπει ρητά την αναστολή της μεταφοράς προβλεπόμενων κεφαλαίων προς την Τουρκία καθώς και την απαγόρευση της πώλησης στρατιωτικού υλικού και της παροχής αμυντικών υπηρεσιών στη Διεύθυνση Προστασίας της Τουρκικής Προεδρίας (TPPD) σε εφαρμογή του αμερικανικού Νόμου για Έλεγχο των Εξαγωγών Όπλων (Arms Export Control Act).
Οι εν λόγω απαγορεύσεις προβλέπεται μάλιστα να είναι σε πλήρη ισχύ έως ότου ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρει στις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου ότι τα μέλη της Διεύθυνσης Προστασίας της τουρκικής προεδρίας που κατονομάζονται στο κατηγορητήριο της 17ης Ιουλίου 2017 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Περιφέρειας Κολούμπια έχουν επιστρέψει στις ΗΠΑ προκειμένου να δικαστούν για τα αδικήματα που έχουν διαπράξει επί αμερικανικού εδάφους. Από τις απαγορεύσεις εξαιρούνται κονδύλια προς την Τουρκία για τη συνοριακή ασφάλεια, νατοϊκές ή συμμαχικές επιχειρήσεις, την προστασία Αμερικανών αξιωματούχων και αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων επί τουρκικού εδάφους.
Πλάνα για αμερικανικές κυρώσεις
Επιπρόσθετα, ο Νόμος για τις Πιστώσεις Έτους 2019 απαιτεί από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών σε διαβούλευση με τον υπουργό Άμυνας να υποβάλλουν έως τον Νοέμβριο 2019, και όχι νωρίτερα των έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του, ενημερωμένη αναφορά όπως αυτή προβλέπεται στο κεφάλαιο 1282 του Νόμου Τζων Μακ Κέιν σχετικά με την αγορά από την Τουρκία του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400.
Η αναφορά σύμφωνα με τον Νόμο για τις Πιστώσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει μία λεπτομερή περιγραφή των πλάνων για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας στην περίπτωση απόκτησης από την Άγκυρα του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος.
Οι αμερικανικές κυρώσεις πρόκειται να επιβληθούν σε εφαρμογή του Νόμου για την Ανάσχεση των Αντίπαλων των ΗΠΑ μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) που θεσμοθετήθηκε το 2007. Μέχρι την υποβολή της αναφοράς στις αρμόδιες επιτροπές του κογκρέσου, κανένα κονδύλι που προβλέπεται για την Τουρκία στον Νόμο για τον Αμυντικό προϋπολογισμό Έτους 2019 και άλλους προγενέστερους Νόμους δεν πρόκειται να διατεθεί για την παράδοση και μεταφορά στην Τουρκία του μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς F-35.
Έλλειψη εμπιστοσύνης ΗΠΑ-Τουρκίας
Οι ανωτέρω εξελίξεις προκαλούν νευρικότητα στην Άγκυρα και αναδεικνύουν τα de facto στρατηγικά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει η τουρκική εξωτερική και αμυντική πολιτική. Επί της ουσίας, η Τουρκία έχει απολέσει την ελκυστικότητα της ως χώρα ήπιας ισχύος (soft power) λόγω των απολυταρχικών πολιτικών της τουρκικής ηγεσίας ιδιαίτερα από το 2016 και εντεύθεν καθώς και των αμφιλεγόμενων προτεραιοτήτων στην εξωτερική της πολιτική. Το περίφημο δόγμα για μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες έχει de facto αντικατασταθεί από την πραγματικότητα που καταδεικνύει την ύπαρξη προβλημάτων με όλους τους γείτονες αλλά και την αντιπαλότητα με χώρες παγκόσμιας εμβέλειας όπως οι ΗΠΑ.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ, και σε μεγάλο βαθμό όπως αποδεικνύεται τοις πράγμασι και με την Ρωσία, εκτιμάται ότι είναι δομική. Αυτό αποτυπώνεται στους ενδοιασμούς για την ανάθεση της εποπτείας, ελέγχου και δημιουργίας της ζώνης αποκλιμάκωσης στην βόρεια και βορειανατολική Συρία αποκλειστικά από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις προκειμένου να καλυφθεί το κενό ασφάλειας που πρόκειται να δημιουργήσει η επικείμενη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Αντί της τουρκικής επιλογής, οι ΗΠΑ προκρίνουν τη δημιουργία μίας ζώνης ασφάλειας 20 χιλιομέτρων που θα χωρίζει την Τουρκία από τους Κούρδους της Συρίας την οποία θα περιπολεί μία πολυεθνική στρατιωτική δύναμη απαρτιζόμενη από ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν παρουσία στη Συρία όπως η Γερμανία.
Επίσκεψη Ακάρ σε ΗΠΑ
Υπό τα δεδομένα, η τρέχουσα επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ στην Ουάσιγκτον η οποία πρόκειται να εστιάσει στις συνομιλίες με την ηγεσία του αμερικανικού Πενταγώνου στη δημιουργία της ζώνης αποκλιμάκωσης στην Βόρεια Συρία εκτιμάται ότι θα έχει περιορισμένα αποτελέσματα ως προς την ανάληψη από την Τουρκία πρωταγωνιστικού εποπτικού και επιχειρησιακού ρόλου.
Ζητούμενο της Άγκυρας είναι η απόσπαση διαβεβαιώσεων ότι η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να στηρίξει την πιθανότητα δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που θα συνορεύει με την Τουρκία καθώς αυτό το ενδεχόμενο θα μπορούσε να ενισχύσει τις αποσχιστικές τάσεις της δικής της κουρδικής μειονότητας επί τουρκικού εδάφους.
Σε κάθε περίπτωση, τα στρατηγικά αδιέξοδα της Τουρκίας, οι ακανθώδεις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας και η αύξηση του αντιαμερικανισμού εντός της τουρκικής επικράτειας συνιστούν ένα μείγμα που καθιστά ολοένα και πιο δυσχερή την αποκατάσταση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Ο ασκός του Αιόλου φαίνεται να έχει ανοίξει με πρωτοβουλία της Τουρκίας σηματοδοτώντας μία νέα εποχή με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια και την θέση της στο περιφερειακό και διεθνές στερέωμα.
*H Αντωνία Δήμου είναι οικονομολόγος και διεθνολόγος με ειδίκευση στην Μέση Ανατολή. Είναι επικεφαλής του Τμήματος Μέσης Ανατολής και Περσικού Κόλπου στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας, εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη στη Μέση Ανατολή (CMED) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια UCLA, καθώς και στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ιορδανίας.