«Δικαιοσύνη είναι η σταθερή και διηνεκής θέληση του απονέμειν σε ένα έκαστο αυτό που του είναι πρέπον» (Ουλπιανός, ρωμαίος νομοδιδάσκαλος). Εν μέσω των ιερότατων ημερών της Αγίας Τεσσαρακοστής θα ήταν λίαν επίκαιρη η ανάλυση της έννοιας της Επιείκειας, την οποία συνιστά ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος στους προεστώτες της Εκκλησίας και τους πιστούς (Α΄ Τιμ. 3:2-3).
Είναι ανθρώπινο σε κάθε καλή πράξη μας να περιμένουμε ένα μπράβο, ένα βραβείο, να μας δώσουν οι άλλοι κάποια συγχαρητήρια. Αντίθετα, στην πράξη του κακού, της παραβατικότητας ενός κανόνα δικαίου, σε ένα αδίκημα, η κοινή γνώμη περιμένει μια κύρωση, μια ποινή, μια τιμωρία. Αυτή είναι η αίσθηση του δικαίου που έχουμε όλοι οι άνθρωποι.
Παρατηρούμε όμως ότι τόσο στην περίπτωση του κακού όσο και του αγαθού η ανταποδοτικότητα δεν είναι απόλυτη, απεριόριστη, σκληρή και άτεγκτη, αλλά είναι σχετική, εύλογη, ανθρώπινη με σημείο αναφοράς το πρόσωπο, το έργο που έχει προσφέρει, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες συντελέσθηκε το αγαθό ή το κακό.
Ακριβώς, η περίπτωση της επιείκειας αναφέρεται στον κολασμό και τιμωρία ενός αδικήματος, ενός σφάλματος. Συνδέεται με την ηπιότητα, την συγκαταβατικότητα, την πραότητα, την μετριότητα και τη συγγνώμη ενός προσώπου απέναντι σε κάποιον που το έβλαψε, το αδίκησε. Από μια πρώτη θεώρηση η λέξη επιείκεια φαίνεται ότι αντιτίθεται στη δικαιοσύνη (=απονομή του δικαίου).
Είναι ευνόητο, εντούτοις, ότι στην πραγματικότητα η επιείκεια όχι μόνο δεν αναφέρεται σε απόκλιση από το δίκαιο αλλά μάλλον επιδιώκει την κατά το δυνατόν ορθότερη επιβολή του, προστατεύοντας και τον κρίνοντα αλλά και τον κρινόμενο από τις υποκειμενικές υπερβολές που συνήθως εκδηλώνει η ελαττωματική ανθρώπινη φύση.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Ηθικά Νικομάχεια» (1137:α,β, 1138:α,β) καταγράφει και αναλύει τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στο δίκαιο και την επιείκεια. […]
Όταν παρουσιάζεται κάποια ειδική περίπτωση που δεν προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις του νόμου, τότε είναι ορθό να συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή, πράγμα που θα έκανε και ο ίδιος ο νομοθέτης αν την είχε προβλέψει και θα την είχε περιλάβει στο νόμο. Γι’ αυτό το επιεικές είναι δίκαιο και μάλιστα καλύτερο από κάποιο συγκεκριμένο δίκαιο, [διὸ δίκαιον μὲν ἔστιν, καὶ βέλτιον τινὸς δικαίου] όχι όμως από το δίκαιο με τη γενική έννοια αλλά μόνο από εκείνο το δίκαιο που είναι ελλιπές εξαιτίας της γενικότητας του νόμου.
Και καταλήγει: Ο επιεικής είναι εκείνος που επιλέγει και ασκεί το δίκαιο, αποφεύγοντας να εφαρμόζει κατά γράμμα το νόμο προς βλάβη των συνανθρώπων του. Συνεπώς η επιείκεια δεν είναι κάποια άλλη πρακτική αλλά μια πληρέστερη μορφή της δικαιοσύνης.
Ενώ δηλαδή, ο θετικός νόμος ζητάει την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων και είναι κάτι το απόλυτο και αντικειμενικό, η επιείκεια είναι κάτι το υποκειμενικό και το σχετικό προς το πρόσωπο, τον χαρακτήρα, τη μόρφωση, τον πρότερο βίο του, την ψυχολογική του κατάσταση και τις συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε κατά τη διάπραξη του αδικήματος.
Η επιείκεια λοιπόν απαλύνει τη σκληρότητα και τις υπερβολές της άτεγκτης δικαιοσύνης, αναπληρώνει τις ελλείψεις του δικαίου, αίρεται πάνω από το γράμμα του νόμου και οδηγεί τις ανθρώπινες υπάρξεις στους φωτεινούς ορίζοντες υψηλότερης ηθικής.
Όλες οι πιο πάνω θεωρίες αναφέρονται βέβαια σε μια πολιτισμένη κοινωνία, σε ένα κράτος δικαίου και αλληλεγγύης. Αλλά και η Εκκλησία του Χριστού είναι μια «κοινωνία», ένα μυστήριο, μια ευχαριστιακή σύναξη. Και η Εκκλησία έχει Νόμους και Κανόνες, έθιμα και Δίκαιο. Όλα αυτά τα στοιχεία διέπονται από το Ιερό και Υπερκείμενο, το θεϊκό και ανθρωπίνως απρόσιτο.
Γι’ αυτό και το Κοσμικό Δίκαιο δεν μπορεί να ασχοληθεί με το Θείο Δίκαιο, τους Ιερούς Κανόνες, και τα Εσωτερικά του θεανθρώπινου Καθιδρύματος. Κι εδώ όμως οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι σκληροί και άτεγκτοι, απάνθρωποι στην εφαρμογή τους. Αυτή δε η επιείκεια ονομάζεται με την λέξη «Οικονομία» που έχει καθαρά σωτηριολογική έννοια και προέλευση.
Αμαρτωλοί παρότι ήμασταν έστειλε ο Θεός Πατέρας τον Γιο του στη Γη κι έγινε σαν και μας άνθρωπος, χωρίς αμαρτία για να μας σώσει από την αμαρτία και τον Θάνατο. Αυτή είναι η σημασία της εκκλησιαστικής οικονομίας. Μπορεί π.χ. ένας ιερός αποστολικός κανόνας να απαγορεύει ακόμα και τον χαιρετισμό με έναν αιρετικό ή σχισματικό, (για λόγους ποιμαντικούς της τότε κοινωνίας), ωστόσο ο καλός πνευματικός πατέρας θα επιτρέψει στην ορθόδοξη κόρη να παντρευτεί έναν καθολικό ή προτεστάντη που ερωτεύθηκε και αποφάσισαν μαζί να φτιάξουν οικογένεια, προκειμένου να σώσει την αγάπη αυτών των δύο ανθρώπων.
Η οικονομία λοιπόν είναι της ίδιας παιδαγωγικής αξίας με την ακρίβεια και σε μερικές περιπτώσεις ανώτερη και προτιμότερη από τη σκληρή και απάνθρωπη δικαιοσύνη. Τι να τα κάνουμε όλα τα καλά του κόσμου και τα νόμιμα και ακριβή και από μέσα μας να απουσιάζει η Αγάπη;
Η εκκλησιαστική λοιπόν οικονομία είναι η απογείωση του ανθρωπισμού, όπως σε θεσμικό κοινωνικό και πολιτειακό επίπεδο η επιείκεια στην απονομή της δίκαιης κρίσης. Είναι η έκφραση του συγχωρητικού ήθους της Εκκλησίας, στο οποίο προέχει η σωτηρία του ανθρώπου και όχι η ικανοποίηση του κανόνα, όπως στο κοσμικό δίκαιο.
Με την ευκαιρία αυτή ως υποσημείωση των ανωτέρω, θα ήθελα να συγχαρώ ειλικρινά και δημόσια τον πρωτοπρεσβύτερο π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, για την ομιλία του που πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 2019, στη αίθουσα της Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών με θέμα «Αποτείχιση»: «δικαίωμα» στο σχίσμα ή καθήκον ενότητας; [
Πρωτοδευτέρας Συνόδου και «αποτείχισαν» τον εαυτό τους δηλ. απομονώθηκαν από τον οικείο Μητροπολίτη τους και διατρέχουν τώρα τον κίνδυνο να καθαιρεθούν από το Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος (π. Θεόδωρος Ζήσης και π. Νικόλαος Μανόλης)
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος