Η επικείμενη επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στη Λευκωσία προσφέρει την ευκαιρία της επανεξέτασης της στρατηγικής Ελλάδας και Κύπρου, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί την πρώτη δοκιμασία των σχέσεων ειλικρινούς και ρεαλιστικής συνεργασίας μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού και του Προέδρου Ν. Αναστασιάδη κυρίως επί της δρομολογούμενης άτυπης πενταμερούς διάσκεψης (ΟΗΕ, Ελλάδα, Τουρκία και οι δύο κοινότητες της νήσου).
Θεωρητικά, καμία διαφωνία δεν θα έπρεπε να επισκιάζει τις σχέσεις μεταξύ του -παλαιότερα αποκαλουμένου- «εθνικού κέντρου» και της Μεγαλονήσου.
Πέρα από τους αδελφικούς δεσμούς, τα δύο κράτη έχουν κοινά συμφέροντα και προοπτικές ως μέλη της Ε.Ε. και πρωταγωνιστές των εξελίξεων στην ανατολική Μεσόγειο μέσω των τριμερών συνεργασιών με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, το Λίβανο, την Ιορδανία και της διασύνδεσής τους με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, σε πρακτικό επίπεδο, οι τακτικισμοί του κ. Αναστασιάδη από το 2016-2017, με τον αιφνιδιασμό της Αθήνας και την αναγκαστική ώθησή της στις παρόμοιες Διασκέψεις του Μοντ Πελεράν και του Κραν Μοντανά (σε αντίθεση με την πάγια ελληνική θέση ότι τετραμερείς ή πενταμερείς συναντήσεις θα είχαν νόημα μόνον στις παραμονές επίτευξης πραγματικής λύσης στο Κυπριακό), επιβάλλουν στον Ελληνα πρωθυπουργό να είναι πολύ προσεκτικός.
Ασφαλώς, η Λευκωσία έχει την προτεραιότητα και την ευθύνη των επιλογών στις περισσότερες πτυχές του Κυπριακού, αλλά η Αθήνα αποτελεί εγγυήτρια δύναμη, με βαρύνουσα γνώμη και αποφασιστικές αρμοδιότητες σε μείζονα θέματα, τα οποία στη σύγχρονη εποχή ξεπερνούν τις απλές στρατιωτικές ισορροπίες (αποχώρηση κατοχικών δυνάμεων, ρόλος Εθνοφρουράς, ΕΛΔΥΚ) και επεκτείνονται σε θέματα ενεργειακής ασφάλειας και σχέσεων με τρίτες χώρες.
Είναι ενδεικτικό ότι η Ουάσινγκτον ενέταξε στο νομοσχέδιο Μενέντεζ όρους κατά του ελλιμενισμού ρωσικών πλοίων στα κυπριακά λιμάνια και κατά της ανεξέλεγκτης χρήσης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, ενώ η Μόσχα επιφυλάσσεται και η Γαλλία ενισχύει την αεροναυτική παρουσία της υπέρ της TOTAL στην κυπριακή ΑΟΖ.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύο είναι τα κύρια διπλωματικά δεδομένα μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου:
Πρώτον, όλοι οι ξένοι ενδιαφερόμενοι (Ουάσινγκτον, Λονδίνο, Παρίσι, Μόσχα και Αγκυρα) ανεπίσημα συμπίπτουν στην άποψη ότι το «κλειδί» των εξελίξεων βρίσκεται στην ελληνική κυβέρνηση.
Ο κ. Μητσοτάκης είναι ο νέος παίκτης, με πιθανό ρόλο καταλύτη στην εξεύρεση λύσης. Προς αυτόν θα ασκούνται στο εξής οι εξωτερικές πιέσεις, ενώ οι απόψεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας (δηλαδή, της ίδιας της Τουρκίας) είναι γνωστές.
Δεύτερον, αντί ο κ. Αναστασιάδης να προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής στον κ. Μητσοτάκη και στον υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια, ώστε να εξετάσουν και πιθανώς να συναποφασίσουν με τη Λευκωσία τις επόμενες κινήσεις, έσπευσε να προκαταλάβει τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης.
Ανακοίνωσε, δημόσια και ξαφνικά, ότι αποδέχεται την πρόταση του Τουρκοκύπριου εκπροσώπου Μ. Ακιντζί για τη σύγκληση άτυπης διάσκεψης «τύπου Κραν Μοντανά», μην αφήνοντας άλλη επιλογή στην Αθήνα!
Οπως ακριβώς ο κ. Αναστασιάδης είχε αιφνιδιάσει τον τότε πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα με την ανακοίνωση των πενταμερών του 2017, και με τρόπο αντίστοιχο της συμπεριφοράς του ως προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού το 2010 κατά του Αντ. Σαμαρά και υπέρ της Ανγκελα Μέρκελ για το πρώτο Μνημόνιο και το 2004 κατά του Κ. Καραμανλή και υπέρ του Σχεδίου Ανάν.
Το «κόλπο» του κ. Αναστασιάδη έναντι του κ. Μητσοτάκη συνοδεύτηκε από την έκφραση «ελπίδας» (σ.σ.: όχι διατύπωση όρου ή προϋπόθεσης) από τον Κύπριο κυβερνητικό εκπρόσωπο πως η Τουρκία «θα συμβάλει ενεργά στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος, τερματίζοντας τις έκνομες ενέργειές της» στην ΑΟΖ και στην Αμμόχωστο.
Φυσικά, μόνον αφελείς αναμένουν τον τερματισμό των τουρκικών γεωτρήσεων και η άτυπη πενταμερής (εφόσον δεν υπάρξει προηγούμενη διαφωνία σε επίπεδο τεχνοκρατών) θα συγκληθεί το φθινόπωρο, βρίσκοντας την ελληνική κυβέρνηση σε θέση αδυναμίας.
Δυστυχώς, όσο κι αν είναι απαραίτητη η συνέχιση του διαλόγου, ο μέγιστος κίνδυνος που κρύβει η πενταμερής είναι η έμμεση, πλην σαφέστατη, εμπλοκή του διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής της Κύπρου στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ολοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί από το 1974 έως σήμερα γνώριζαν ότι η ευθεία διασύνδεση Κυπριακού – Αιγαίου αποτελεί εκρηκτικό μείγμα, που όχι μόνον δεν θα λύσει καμία εκκρεμότητα, αλλά θα γεννήσει νέα προβλήματα με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Εν όψει μάλιστα του τουρκικού ενδιαφέροντος για γεωτρήσεις, αργά ή γρήγορα, στη θαλάσσια ζώνη του Καστελόριζου, η κατάσταση ίσως εξελιχθεί σε εφιαλτική.
Αλλωστε, οι προχθεσινές δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου, ταυτόχρονα, για «πακέτο λύσης Αιγαίου – ανατ. Μεσογείου» και την άτυπη πενταμερή διαλύουν κάθε αμφιβολία.
*Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη