Υπό τον όρο εκλογικό σύστημα εννοείται ο μαθηματικός τύπος που εφαρμόζεται ως μέθοδος κατανομής των βουλευτικών εδρών στους πολιτικούς σχηματισμούς, οι υποψήφιοι των οποίων κατέρχονται και μετέχουν στις εκλογές.
Η κατανομή των εδρών διενεργείται στη βάση του αριθμού των ψήφων που έλαβαν κατ’ αρχάς οι κομματικοί σχηματισμοί και ακολούθως, οι υποψήφιοι βουλευτές. Τα εκλογικά συστήματα διακρίνονται σε τρεις μείζονες κατηγορίες, τα αναλογικά, τα πλειοψηφικά και τα μεικτά, που διατηρούν στοιχεία και των αναλογικών και των πλειοψηφικών συστημάτων. Για να καταστεί αυτό αντιληπτό αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα είναι μεικτό.
Συγκεκριμένα, στις επτά μονοεδρικές περιφέρειες ισχύει σχετικό πλειοψηφικό σύστημα, η δε συντριπτική πλειοψηφία των άλλων εδρών κατανέμεται με αναλογικό τρόπο. Απομένουν πενήντα έδρες, οι οποίες προσκυρώνονται στο πρώτο κόμμα.
Είναι αυτονόητο ότι το εκλογικό σύστημα συμβάλλει αποφασιστικά στην αποτύπωση εντός της Βουλής της θέλησης του εκλογικού σώματος. Η επιλογή του εκλογικού συστήματος συναρτάται με τη μορφή του πολιτεύματος, που θεσπίζει το Σύνταγμα της χώρας. Στη χώρα μας, αντίθετα με διαδεδομένο μύθο, από το 1884 έως το 1926 τα ισχύοντα εκλογικά συστήματα ήταν πλειοψηφικά.
Τα αναλογικά εκλογικά συστήματα χαρακτηρίζονται από την κατανομή των βουλευτικών εδρών ανάλογα με τις ψήφους που συγκέντρωσαν κόμματα στην εκλογική περιφέρεια. Η εν λόγω διαδικασία διαθέτει υπέρ αυτής την όσο το δυνατόν πιστότερη απεικόνιση των πολιτικών διαθέσεων και κομματικών προτιμήσεων του εκλογικού σώματος.
Συγχρόνως, όμως, το αποτέλεσμα σε βουλευτικές έδρες των αναλογικών εκλογικών συστημάτων δυσχεραίνει τον σχηματισμό σταθερών Κυβερνήσεων. Αντιστρόφως, τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα δεν αποτυπώνουν επακριβώς σε αριθμό κοινοβουλευτικών εδρών τη βούληση του εκλογικού σώματος, ωστόσο, το αποτέλεσμά τους διευκολύνει τον σχηματισμό σταθερών Κυβερνήσεων. Ενδεικτικό της ανωτέρω αντίληψης είναι ότι το κατ’ εξοχήν κοινοβουλευτικό πολίτευμα της Μεγάλης Βρετανίας λειτουργεί μέσω πλειοψηφικού συστήματος, το οποίο καταστρώνεται σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες.
Την έδρα καταλαμβάνει ο υποψήφιος, ο οποίος συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία των ψήφων. Την άρση των μειονεκτημάτων και το συγκερασμό των πλεονεκτημάτων, που εμφανίζουν τα αναλογικά και τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, επιχειρούν να επιτύχουν τα μεικτά εκλογικά συστήματα.
Αν το κοινοβουλευτικό σύστημα της Μεγάλης Βρετανίας λειτουργεί με μονοεδρικό σχετικώς πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, το κοινοβουλευτικό σύστημα της Ιταλικής Δημοκρατίας για πολλές δεκαετίες λειτούργησε με εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής, το οποίο απέδωσε μέσον όρο ζωής στις Κυβερνήσεις εννέα μήνες. Είναι περιττό ενόψει της ανωτέρω αντιπαράθεσης να εξακολουθήσει η συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του εκλογικού συστήματος που θα υιοθετηθεί.
Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα το αποφασίζον όργανο είναι η Κυβέρνηση. Συνεπώς, το εκλογικό σύστημα οφείλει να αποσκοπεί, σεβόμενο τις συνταγματικές αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία, και στον σχηματισμό σταθερής Κυβέρνησης.
Ενόψει των ανωτέρω είναι σκόπιμο να στραφεί η δημόσια συζήτηση περί του ανωτέρω θέματος στην υιοθέτηση μεικτού εκλογικού συστήματος, το οποίο συγκεντρώνει στοιχεία που διασφαλίζουν αφενός τον προσωπικό χαρακτήρα της ψήφου και αφετέρου διευκολύνει τον σχηματισμό σταθερής Κυβέρνησης. Υπό την ανωτέρω εκδοχή χρήσιμο όχι τόσο ως πρότυπο, αλλά ως υλικό για προβληματισμό είναι το μεικτό εκλογικό σύστημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Αν και οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις αφήνουν διαφορετικά περιθώρια στον Έλληνα νομοθέτη απ’ ό, τι στον Γερμανό, υπάρχουν πάντοτε συγκρίσιμα συνταγματικά στοιχεία, πέραν της κοινότητας του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, που επιτρέπουν την άντληση στοιχείων από το γερμανικό εκλογικό σύστημα.
Συνοπτικώς, το εν λόγω εκλογικό σύστημα διαθέτει και αναλογικά και πλειοψηφικά συστήματα. Ο Γερμανός εκλογέας διαθέτει ουσιαστικά δύο ψήφους. Με την πρώτη ψηφίζει υποψήφιο βουλευτή, ο οποίος εκτίθεται σε μονοεδρική εκλογική περιφέρεια. Οι άλλοι βουλευτές αναδεικνύονται με το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών (λίστα) σε κάθε κρατίδιο μέσω της δεύτερης ψήφου που διαθέτει ο Γερμανός εκλογέας.
Το σύνολο των βουλευτικών εδρών κατανέμεται στα κόμματα στη βάση των ψήφων υπέρ των κομματικών συνδυασμών, υπό την προϋπόθεση ότι ο κομματικός συνδυασμός θα υπερβεί τη ρήτρα του 5 % που ισχύει. Δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλοι διορθωτικοί μηχανισμοί, το γερμανικό εκλογικό σύστημα συχνά εμφανίζει ως ιδιαιτερότητα τον μη σταθερό αριθμό βουλευτών.
Από το γερμανικό εκλογικό σύστημα μπορούμε να αντλήσουμε το στοιχείο της ανάδειξης ενός μεγάλου αριθμού βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες και ενός άλλου αριθμού βουλευτών, οι οποίοι θα αναδεικνύονται με το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών σε μεγαλύτερες εκλογικές περιφέρειες. Στις μεγαλύτερες εκλογικές περιφέρειες, που μπορεί να ταυτίζονται με την αυτοδιοικητική περιφέρεια, οι βουλευτές θα αναδεικνύονται σύμφωνα με αναλογικό εκλογικό σύστημα. Η ύπαρξη εκλογικής ρήτρας ευλόγως διατηρείται. Συζητήσιμο είναι αν θα παραμείνει το 3% ή αν θα αυξηθεί.
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης