Σύσσωμο το ελληνικό έθνος αγωνίσθηκε εναντίον των ιταλο-γερμανικών στρατευμάτων κατοχής της πατρίδας μας. Η εθνική αντίσταση είχε τεράστιο κόστος και θυσίες σε ανθρώπινο δυναμικό τόσο από την πλευρά των Ελλήνων πατριωτών και των συμμάχων τους όσο και από την πλευρά των δυνάμεων του Aξονα.
Ποιος Έλληνας μπορεί να ξεχάσει το ολοκαύτωμα του Διστόμου, 10 Ιουνίου 1944 και των Καλαβρύτων, 13 Δεκεμβρίου 1943; Βαρβαρότητα, εκφοβισμός, αντεκδίκηση, τιμωρία των αθώων από τους ένοχους επιδρομείς και καταληψίες του πατρίου εδάφους, εκτελάσεις, εν ψυχρώ δολοφονίες.
Στις 23 Ιουλίου 1944, όμως ένα ιερό κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, η νήσος Πάρος, έχει να μας αναδείξει μια μεγαλειώδη γιορτή, ένα πανηγύρι χαράς και ευγνωμοσύνης προς την Παναγίαν επί τη διασώσει 125 Παρίων, οι οποίοι είχε αποφασισθεί από τον Γερμανό διοικητή της Πάρου να εκτελεσθούν, μεταξύ των οποίων και ο αείμνηστος Μητροπολίτης Παροναξίας κυρός Αμβρόσιος, από τη Μάρπησσα της Πάρου.
Τι είχε όμως διαμεσολαβήσει και πού έγκειται το θαύμα; Ειδικοί Γερμανοί αξιωματικοί του μηχανικού και στρατιώτες άρχισαν με εντατικούς ρυθμούς να κατασκευάζουν αεροδρόμιο στην πεδιάδα που βρίσκεται στη θέση Γαλλιός, σε μικρή απόσταση από τα χωριά Πρόδρομος, Μάρμαρα και Τσιμπίδος, στην ανατολική μεριά της Πάρου.
Στο εργοτάξιο αυτό δούλευαν εργάτες από την Πάρο, την Αντίπαρο και τη Νάξο, κάτω από τις εντολές και οδηγίες και την εποπτεία Γερμανών Αξιωματικών. Το Αεροδρόμιο αυτό είχε μεγάλη επιχειρησιακή σημασία, γιατί θα αποτελούσε κεντρικό στρατηγικό σημείο στο Αιγαίο για τις δυνάμεις του ¶ξονα. Γι᾿ αυτό και οι Σύμμαχοι επεχείρησαν την καταστροφή του.
Ο Ιερός Λόχος, μαζί με Βρετανούς καταδρομείς, επιτίθεται αιφνιδιαστικά, εξουδετερώνει την γερμανική φρουρά του αεροδρομίου της Πάρου και συλλαμβάνει τον διοικητή της. Αναλυτικότερα, στις 14 Μαΐου 1944 αγγλικό υποβρύχιο άραξε σε έναν όρμο στο Πίσω Λειβάδι της Πάρου και έβγαλε στρατιῶτες, οι οποίοι ανέβηκαν στο χωριό Τσιμπίδο (Μάρπησσα) καὶ πήραν αιχμαλώτους 7 στρατιώτες Γερμανούς την ώρα που κοιμόντουσαν, σκότωσαν δύο και τραυμάτισαν τον διοικητή του αεροδρομίου υπολοχαγό Τάμπε, βρέθηκαν δὲ και καλώδια επικοινωνιών κομμένα.
Το πρωί σε αντίποινα συνέλαβαν οἱ Γερμανοί στο αεροδρόμιο τον νεαρό Νικόλαο Στέλλα από τις Λεύκες. Έχοντας εναντίον του βάσιμες υποψίες τον θανάτωσαν με αγχόνη κρεμώντας τον πάνω σε ξύλο σε ψηλο μέρος για να φαίνεται απο τα γύρω χωριά προς εκφοβισμό. Ο στρατιωτικὸς διοικητὴς Γκραφονμπερεμπέργκ ζήτησε από τους Προέδρους των Κοινοτήτων Πάρου και Ἀντιπάρου να του παραδώσουν σε ορισμένη μέρα 125 νέους, τους οποίους θα εκτελοῦσε.
Οι Πρόεδροι όλων των Κοινοτήτων και οι ιερείς – εφημέριοι μαζί με τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Φιλόθεο Ζερβάκο πήγαν όλοι στην κωμόπολη Τσιμπίδο, στο σπίτι του καλού γιατρού Ευστρατίου Αλιπράντη και, αφού έκαναν συμβούλιο, αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί στο διοικητὴ και να τον παρακαλέσουν να αλλάξει απόφαση.
Επειδή όμως πληροφορήθηκαν ότι ο διοικητής είχε προαναγγείλει να μην πάει κανείς στο διοικητήριο για να μεσολαβήσει την αναστολή ή την άρση της απόφασης εκτέλεσης των Παρίων, σχημάτισαν επιτροπή αποτελούμενη από τον Ηγούμενο Πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, τον γιατρό Αλιμπράντη και τον Πρόεδρο της Κοινότητας Αρχιλόχου Εμμανουήλ Καβάλλη, η οποία πήγε στον Φρούραρχο Ζάσσε, ὑπολοχαγό, τον οποίο παρακάλεσαν να μεσιτεύσει προς τον Διοικητή.
Ο Φρούραρχος τους είπε ότι «εγώ τον παρακάλεσα να μην σκοτωθούν άνθρωποι αθώοι. Αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος και ακόμη με απείλησε με αυστηρό τρόπο να μην του αναφέρω κάτι σχετικό.
Όποιος τολμήσει να μεσιτεύσει θα τον τιμωρήσει παραδειγματικά». «Το μόνο που σας συνιστώ, συνέχισε ο Φρούραρχος, είναι να τον καλέσει ο Ηγούμενος στο Μοναστήρι, εκεί ιδιαίτερα οι καλόγεροι να τον περιποιηθούν, και σε κάποια στιγμή να κάνει λόγο ο Ηγούμενος για τους καταδικασθέντες σε θάνατο Παριανούς, και ίσως δεχθεί τη διαμεσολάβηση».
Ο Φρούραρχος παλαιότερα μιλούσε με ωραία λόγια για το Μοναστήρι της Λογγοβάρδας και τον είχε προδιαθέσει ευμενώς. Η Ηγούμενος δεν έχασε καιρό. Αμέσως τον ειδοποίησε και τον προσεκάλεσε να επισκευθεί το Μοναστήρι. Μόλις πήρε ο Διοικητής την πρόσκληση, ειδοποίησε τηλεφωνικώς το π. Φιλόθεο ότι την επομένη 23 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, θα επισκεπτόταν τη Μονή μαζί με άλλους έξι αξιωματικούς και στρατιωτικούς.
Πράγματι, την Κυριακή το πρωί άφησε ο Γερμανός Διοικητής το αυτοκίνητό του σε κάποιο σημείο της διαδρομής, κοντά στο Μύλο, και από κει με ζώα της μονής μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι. Στην αρχή έδειχνε σαν να τα είχε χαμένα. Είχε βλέμμα στυγνό και άγριο, ύφος σατραπικό και έδειχνε όλη την αγριότητα του κατακτητή.
Αλλά με τις περιποιήσεις των μοναχών και τις φιλοφρονήσεις τους άρχισε να ημερώνει, να γίνεται πιο ομιλητικός, να ζητάει να μάθει μέσω διερμηνέα τη σημασία ορισμένων αντικειμένων της μονής, ο άγιος δε Καθηγούμενος ούτε για μια στιγμή δεν απομακρύνθηκε από κοντά του. Μετά το φαγητό και τα γλυκίσματα όλη η ακολουθία του Γερμανού Διοικητού κατέβηκε στο καθολικό της Μονής για να παρακολουθήσει την ιερή ακολουθία του Εσπερινού, μετά το τέλος της οποίας οι μοναχοί έψαλλαν την παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο της Ζωοδόχου Πηγής υπέρ της διάσωσης του μελλοθανάτων αδελφών.
Μετά την ιερά Παράκληση και ενώ ήταν όλοι έτοιμοι να αναχωρήσουν, ο διοικητής σε απόδειξη φιλοφροσύνης είπε στον π. Φιλόθεο Ζερβάκο να του ζητήσει μια οποιαδήποτε χάρη.
Ο Ηγούμενος θαύμασε για την μεταστροφή του Γερμανού Διοικητή, πήρε θάρρος και αφού ζήτησε να μείνουν μόνοι στο αρχονταρίκι της Μονής τον ευχαρίστησε για την τιμητική επίσκεψη στην ιστορική μονή, του ευχήθηκε υγεία και ευτυχία και ζήτησε μέσω του διερμηνέα, να του υποσχεθεί ότι τη χάρη που θα ζητήσει να μην του την αρνηθεί.
Ο διοικητής του έδωσε το δεξί χέρι και του υποσχέθηκε ότι θα δώσει ό, τι του ζητήσει. Και ο πατήρ Φιλόθεος του είπε: «θέλω να χαρίσεις τη ζωή εκείνων που καταδικάσθηκαν σε θάνατο χωρίς να φταίνε». Ο διοικητής του απάντησε: «Ζήτησέ μου άλλη χάρη , γιατί αυτήν δεν μπορώ να την κάνω. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιη απόφαση, αλλά δεν εξαρτάται από μένα.
Έχω τέτοια διαταγή από τους ανώτερούς μου, όταν σκοτωθεί ένας Γερμανός να φονεύονται πενήντα. Ο Ηγούμενος του ανταπαντά και του λέει: «Εφόσον δεν μου κάνατε τη χάρη που σας ζήτησα, γι’ αυτό στους εκτελεσθησομένους να με συμπεριλάβετε και μένα». Τότε ὁ διοικητής συγκινήθηκε, του έδωσε το χέρι και του λέγει· «σου τους χαρίζω· μόνον να συστήσεις σε όλους τους κατοίκους του νησιού να μην ἐπαναληφθεί τέτοιο σαμποτάζ». Ο Ηγούμενος του το υποσχέθηκε και έτσι ο Γερμανός διοικητής έφυγε από το Μοναστήρι της Λογγοβάρδας ειρηνικός, ευχαριστημένος. Δεν άργησε όμως να έλθει η μέρα της απελευθέρωσης του νησιού και της Ελλάδας από τα στρατεύματα κατοχής.
Για μας τους χριστιανούς αυτό που πιο πάνω περιγράψαμε δεν είναι παρά ένα θαύμα. Ναι μεν η ευφυία του Γέροντα Ηγουμένου και οι διπλωματικές ενέργειες των μοναχών και των άλλων Παριανών ηγετών έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να κάνουν, γνωρίζοντας τη ρήση του Σολομώντα ότι και θηρία που κολακεύονται εξημερώνονται, όπως συνέβη με την περίπτωση του Γερμανού Διοικητή, που κατά τη μορφή και την ψυχή έμοιαζε με ανήμερο θηρίο.
Αλλά η Κυρία Θεοτόκος, η μητέρα που καταλαβαίνει τον πόνο των παιδιών της, η προστασία και η ελπίδα όλων όσοι ζουν στο πένθος και τη θλίψη είδε την αδικία, άκουσε τις δεήσεις του φιλόχριστου λαού της Πάρου και μετέτρεψε την καρδιά και τον αρνητισμό του Γερμανού διοικητή και χάρισε τη σωτηρία σε 125 ψυχές.
Αξίζει λοιπόν να ψάλλουμε κι εμείς το πιο κάτω διαπιστωτικό τροπάριο που ακούμε σε όλες τις εκκλησίες το Δεκαπενταύγουστο:
«Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ Σοὶ κατῃσχυμμένος ἀπὸ σοῦἐκπορεύεται, Ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ᾿ αἰτεῖται τὴν χάριν καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως»
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος