Η αίγλη και ο μυστικισμός που ο Κινεζικός πολιτισμός και Ιστορία, αποπνέουν, έχουν αποτελέσει αδιαμφισβήτητα ένα διαβατήριο για την εξάπλωση της πολιτικής και των στοχεύσεων της χώρας. Από κοντά και η περιέργεια, το δέος και η προσδοκία από το πληθυσμιακό μέγεθος, την αχανή κλίμακα και τις δυνητικές αγορές της, διευκολύνουν τη διείσδυση και ενισχύουν τη διαπραγματευτική της θέση.
Υπάρχουν όμως δεδομένα, που δεν μπορούν να αγνοηθούν, τόσο γιατί το υπαγορεύουν οι θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες και οι αρχές λειτουργίας της σύγχρονης Δημοκρατίας, όσο και γιατί καταδεικνύουν με ασφάλεια πρόβλεψης, τα αδιέξοδα που θα δημιουργήσει η αμφίβολη ελπίδα άμεσων και πρόσκαιρων κερδών. Το ίδιο εξάλλου το Κινεζικό κράτος με τις επιλογές και την πολιτική του σε κεφαλαιώδους σημασίας για την οικονομία και τη Δημοκρατία ζητήματα, προκαλεί ακούσια ρίγη ανησυχίας στον Δυτικό κόσμο.
Εν πρώτοις υπάρχει ο θαυμασμός για τα επιτεύγματα και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της Κινεζικής οικονομίας. Λησμονούν ή παραβλέπουν ωστόσο οι επικοινωνιακοί ζηλωτές αυτής της εικόνας, ότι οι επιδόσεις βασίζονται στην ανυπαρξία τήρησης κανόνων και κατοχύρωσης εργασιακών δικαιωμάτων, που κατ’ επέκταση ενισχύουν ριζικά την ανταγωνιστικότητα των Κινεζικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Εν συνεχεία οδηγούν εκτός αγοράς τις μικρομεσαίες κατ’ αρχήν επιχειρήσεις, στις αγορές υποδοχής των Κινεζικών προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι και οι αρχικά ωφελούμενοι από τις φθηνότερες τιμές, υπονομεύουν τη συναλλακτική αλυσίδα, που εξ ορισμού εγγυάται την εργασιακή τους προοπτική. Σε μέσο χρόνο δημιουργούν τις συνθήκες για να περισταλούν και τα δικά τους εργασιακά δικαιώματα, ως μόνη λύση για να παραμείνουν οι επιχειρήσεις τους ζωντανές στη σχετική αγορά.
Γίναμε εξάλλου πρόσφατα μάρτυρες των μεθόδων καταστολής και σταδιακού στραγγαλισμού των δικαιωμάτων των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ, κατά παράβαση της αρχής «δύο συστήματα, μία χώρα», που η συνθήκη της 1ης Ιουλίου 1997, κατά τα άλλα κατοχύρωνε. Είναι και αυτό μια πρόσθετη απόδειξη του πειρασμού επιβολής, που το μέγεθος της χώρας δημιουργεί για τους ιθύνοντές της.
Ενθαρρυντικά στο πλαίσιο αυτό είναι τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, που έδωσαν στη Δημοκρατική Αντιπολίτευση την απροσδόκητη νίκη, με ποσοστά της τάξεως του 85%. Η δριμύτητα της αντίδρασης των Κινέζων ιθυνόντων στην υιοθέτηση των δύο Αμερικανικών Νομοθετημάτων, με τα οποία απαγορεύεται η εξαγωγή εξοπλισμού καταστολής στην Κίνα και καθιερώνεται η ετήσια τουλάχιστον αποτίμηση από το Υπουργείο Εξωτερικών, ως προς τον σεβασμό της ιδιαιτερότητας του Χονγκ Κονγκ, προκειμένου να διατηρηθεί το προνομιακό καθεστώς συναλλαγών του με τις ΗΠΑ, αποδεικνύει ότι το Κινεζικό καθεστώς πρέπει να διανύσει ακόμα δρόμο για να προσαρμοσθεί στις σταθερές σεβασμού των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα.
Αλλά και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, παρατηρείται το οξύμωρο να διεκδικούν οι Κινέζοι τα ωφελήματα των ελεύθερων και ανοιχτών αγορών, τη στιγμή κατά την οποία το ενδεχόμενο εισόδου στις δικές τους, προϋποθέτει δρακόντειες παραχωρήσεις και μεταφορά τεχνογνωσίας, ενώ συστηματικά ενισχύουν τις κρατικές τους επιχειρήσεις, με τρόπο που αφήνει κενή περιεχομένου κάθε αρχή ανταγωνιστικότητας και ελεύθερου εμπορίου.
Το σημαντικό αυτό χάσμα δημοκρατικής παιδείας και σεβασμού του Κράτους Δικαίου, αν μη τι άλλο επιβάλει ιδιαίτερη προσοχή και στους όρους εισόδου των Κινεζικών επιχειρήσεων στον ψηφιακό κόσμο και την ανάπτυξη του συστήματος 5G. Με βάση τις πρακτικές των Κινεζικών Αρχών, χρειάζονται μεγάλα αποθέματα ευπιστίας και σε κάθε περίπτωση κορυφαίες εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα των Ευρωπαίων πολιτών, δε θα αποτελέσουν χρήσιμη βάση για την ανάπτυξη των Κινεζικών Αλγόριθμων.
Η σύγχρονη δημοκρατία και τα οφέλη των ανοιχτών αγορών, είναι ένα επίτευγμα του πολιτισμού μας. Απαιτείται εγρήγορση για να διατηρηθεί. Δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα διαπραγμάτευσης. Ακόμα και έναντι των θρυλούμενων επενδύσεων. Που δεν μπορεί να είναι, χωρίς όρους και μηχανισμούς ελέγχου, μια κάποια λύση.