Πριν μιλήσουμε για την καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στη παγκόσμια Χριστιανοσύνη, θεωρούμε σκόπιμο να εξηγήσουμε γλωσσολογικά πώς η λέξη «Χριστούγεννα», ενώ προέρχεται από τη φράση η «Χριστού γέννα» και από λεκτική συναρπαγή μας έδωσε τη λέξη Χριστούγεννα, άλλαξε γένος και αριθμό και έγινε όνομα ουδετέρου γένους- πληθυντικού αριθμού
Η αλλαγή του γένους και του αριθμού οφείλεται στον λατρευτικό συνεορτασμό με «τα» Θεοφάνια.. Θεοφάνια λοιπόν και Χριστούγεννα συνεορτάζονταν στην Ανατολή και έτσι συνέβη το ουδέτερο γένος και ο πληθυντικός αριθμός της λέξης Θεοφάνια να «συμπαρασύρουν» και τη λ. Χριστούγεννα. Θεοφάνια γράφεται με –ια, γιατί προέρχεται από το θέμα του ρήματος επιφαίνω/-ομαι, ενώ επιφάνεια με –ει- προέρχεται από το αρχαίο όνομα επίθ. επιφανής.
Η εορτή των Θεοφανίων είναι πιο σωστό να γράφεται με –ι-: τα Θεοφάνια. Η γραφή θεοφάνεια δικαιολογείται ως η ιδιότητα ή πράξη του επιθέτου θεοφανής, όπως διαφανής-διαφάνεια, ευκρινής-ευκρίνεια. Ωστόσο, προκειμένου για εορτή Θεοφάνια, Επιφάνια όπως Πύθια, Ίσθμια.
Η μεγάλη δεσποτική γιορτή της «κατά σάρκα» Γέννησης του Χριστού ή, όπως την ξέρουμε, τα «Χριστούγεννα» ήταν άγνωστη στους πρώτους χρόνους της οικουμενικής χριστιανοσύνης ούτε πάλι μετά τον τρίτο αιώνα γιορτάζονταν παντού την 25 Δεκεμβρίου, όπως σήμερα.
Σε συντομία, ας παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του ζητήματος της καθιέρωσης της μεγάλης αυτής εορτής σε Ανατολή και Δύση. Αρχικά να πούμε ότι μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του τρίτου μετά Χριστόν αιώνα δεν υπάρχει στον εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας αυτή η αργότερα καθιερωθείσα εορτή. Γιατί; Πιθανολογείται ότι η εξήγηση πρέπει να αναχθεί στην αντίληψη ότι η γενέθλια ημέρα (dies natalis) δεν είχε τόση αξία στους πρωτοχριστιανούς, όσο το μαρτύριο του αγίου που πέθαινε στο όνομα του Σωτήρα Ιησού.
Γι’ αυτό, πολύ λίγο έδειχναν ενδιαφέρον γι’ αυτή την ημέρα των γενεθλίων του Χριστού. Γενέθλια ήταν άγνωστη λέξη στο χριστιανικό τους λεξιλόγιο. Γι΄αυτόν το λόγο ακόμα και σήμερα υπάρχουν παραδοσιακοί ορθόδοξοι που δεν γιορτάζουν τα γενέθλια παιδιών και μεγάλων.
Έπρεπε να περάσουν τρεις αιώνες για να εισαχθεί μια ημερομηνία για τη Γέννηση του Χριστού. Άραγε, η επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου ήταν μια αυθαίρετη, τυχαία επιλογή από την επίσημη χριστιανική εκκλησία ή υπήρχε εξαιρετική ανάγκη να υιοθετηθεί οπωσδήποτε η συγκεκριμένη ημερομηνία;
Την αρχαιότερη μαρτυρία για το έτος και τη μέρα της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού, εκτός από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, βρίσκουμε σε έναν εκκλησιαστικό συγγραφέα του τρίτου μ.Χ. αιώνα, τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας (c. 210): “Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικοστώ έτει, ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου” (Στρωματείς, Α’ XXI), για δε την ημερομηνία γράφει: “Εισί οι περιεργότερον τη Γενέσει του Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ήν φασίν έτους κη’ Αυγούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι” [=20 Μαϊου]. Στη συνέχεια ο ίδιος Κλήμης Αλεξανδρείας σημειώνει ότι υπάρχουν άλλοι που υποστηρίζουν ως ημερομηνία Γέννησης του Χριστού την 19η ή την 20ή Απριλίου [“και μην τινές αυτών φασίν Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ’ ή κε’”].
Βλέπουμε λοιπόν ότι από τις αρχές του τρίτου αιώνα άρχισε το ενδιαφέρον των Χριστιανών για την καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων. Πριν όμως από την Χριστιανική Εκκλησία, μια ανάλογη θρησκευτική γιορτή είχε και ο προχριστιανικός κόσμος, ο ειδωλολατρικός λεγόμενος κόσμος, ο οποίος γιόρταζε με θρησκευτικές φαντασμαγορικές λατρευτικές εκδηλώσεις διάφορα φυσικά φαινόμενα, ανάμεσα στα οποία και την πρώτη ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου που συνέπιπτε στην Ανατολή με την 6 Ιανουαρίου, ενώ στη Ρώμη την 25η Δεκεμβρίου, γιατί πίστευαν ότι εκείνη την ημέρα γεννήθηκε ο αήττητος Θεός Ήλιος που νίκησε το σκότος της νύχτας, η ημέρα μεγάλωνε σε βάρος της νύχτας.
Η Γέννηση του Θεού Ήλιου λατρευόταν μεγαλοπρεπώς κυρίως στην αρχαία Ρώμη. Να πούμε εν παρενθέσει εδώ ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος πριν ασπασθεί το χριστιανισμό ήταν ένας πιστός ηλιολάτρης, ο οποίος αργότερα ως μη «βαπτισθείς» χριστιανός αυτοκράτωρ καθιέρωσε την «ημέρα του Κυρίου» (dies Domini, Κυριακή), σε αντικατάσταση της «Ημέρας του Ηλίου» (dies Solis, βλ.Sunday), γιατί ο Χριστός είναι ο Ήλιος της δικαιοσύνης και θεός λυτρωτής.
Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητο γιατί η χριστιανική Δύση γιόρταζε, γύρω στο 335μ.Χ., τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ στην Ανατολή γιορταζόταν η Γέννηση με τη Βάπτιση του Χριστού μαζί την 6 Ιανουαρίου.
Και κάτι ακόμα, σχετικά με την καθιέρωση των Χριστουγέννων ως χριστιανικής γιορτής. Πριν από την επίσημη Αποστολική Εκκλησία, παρόμοια γιορτή είχαν και οι οπαδοί μιας αίρεσης γνωστής με την ονομασία Γνωστικοί.
Αυτοί πίστευαν πως ο Ιησούς που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ήταν μόνον άνθρωπος, την 6 Ιανουαρίου όμως, ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου στην Ανατολή, στη βάπτισή του στον Ιορδάνη ήλθε και σκήνωσε μέσα του η Θεότητα, ή, όπως την έλεγαν, «ο Αιών». Το γεγονός αυτό, δηλαδή η ενσάρκωση της Θεότητας-Αιώνος μέσα στον άνθρωπο Ιησού ονομάσθηκε «Επιφάνια». Γύρω όμως στο έτος 300 μ.Χ. στην Χριστιανική Εκκλησία εισάχθηκε μια καινούργια γιορτή με την ονομασία «Επιφάνια».
Ίδια ονομασία, ίδια ημερομηνία εορτασμού με εκείνη των Γνωστικών με διαφορετικό όμως περιεχόμενο. Πάντως, η Γέννηση του Χριστού καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλη την Ανατολή, αλλά και στη Δύση, η οποία είχε καθιερώσει, ήδη από το 335, ειδική γιορτή για τη Γέννηση του Χριστού την 25 Δεκεμβρίου. Αυτό έγινε δεκτό πρώτα στα έθιμα της Εκκλησίας της Ρώμης και λίγο αργότερα σε εκείνα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Παρά την αρχική αντίδραση, στους αιώνες που ακολούθησαν όλες οι Χριστιανικές κοινότητες (με εξαίρεση τους Αρμενίους) υιοθέτησαν την εορτή της 25ης Δεκεμβρίου. Η Εκκλησία της Παλαιστίνης έμεινε πιστή στην εορτή της 6ης Ιανουαρίου μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565).
Να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι η εορτή των Θεοφανίων εισάχθηκε από την Ανατολή στη Δύση, ενώ στην Ανατολή από τη Ρώμη η ειδική εορτή των Χριστουγέννων, σημειώθηκε δηλαδή μια αμφίδρομη πορεία των δύο αυτών εορτών. Κατά μία μαρτυρία του Ιωάννου Χρυσοστόμου, η ειδική εορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Ανατολή περίπου στο 370 μ.Χ.
Το πιθανότερο είναι να πρωτοκαθιερώθηκε η αυτοτελής εορτή της του Χριστού Γεννήσεως στην Εκκλησία της Αντιοχείας, από τον επίσκοπο των Ευσταθιανών, ο οποίος αναγνωριζόταν από τον επίσκοπο Ρώμης ως ο μόνος κανονικός επίσκοπος της Εκκλησίας της Αντιοχείας και διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον πάπα της Ρώμης.
Περαιτέρω, στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως η εορτή των Χριστουγέννων εισάχθηκε από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το έτος 379 μ. Χ,, στην εκκλησία της Αλεξανδρείας γύρω στο 433 μ.Χ. και στα Ιεροσόλυμα, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα τέλη του έκτου αιώνα.
Καλά λοιπόν Χριστούγεννα σε όλες τις φίλες και όλους ους φίλους αναγνώστες μας και ιδιαίτερα στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο με την ευχή ο Γεννημένος στη Φάτνη Ιησούς του δώσει δύναμη και σοφία για το Καλό της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όλου του Γένους των Ελλήνων.
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Καθηγητής δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος