Το παρακάτω ποίημα της Ιουλίας Ζαννάκη είχε έρθει προ διμήνου στο Εν Άνδρω, που διαχειριζόμαστε. Είχε γραφτεί πριν αρκετό καιρό. Το βρήκαμε τυχαία και αυτές τις μέρες που μέσα στο γιορτινό κλίμα των ημερών συνεχίζονται οι τελευταίες «αψιμαχίες» μετά τα ετήσια καθιερωμένα επετειακά «Δεκεμβριανά», που εφέτος απέτυχαν να διαλύσουν την Αθήνα.
Και σκεφτήκαμε πως αυτά που γράφει η κυρία Ιουλία – μητέρα και γιαγιά – έχουν ένα δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον. Παραθέτουμε τους στίχους και ακολουθεί ο δικός μας σχολιασμός…
Ιερόσυλοι
Της Ιουλίας Ζαννάκη
Περπατούσα στους δρόμους
υψώνοντας τη φωνή μου στεντόρεια.
Έλεγα: “Θέλω”, “έχω δικαίωμα”, “απαιτώ”
και οι λέξεις ανέμιζαν τα μαλλιά μου,
γέμιζαν χιλιάδες μικρές λάμψεις, τα μάτια μου.
Έμπαινα στην κάμαρα,
με τη σφραγίδα του μαχητή στο μέτωπο
κι η μάνα κρεμούσε την περηφάνια της,
στο εικονοστάσι της ελπίδας.
Τώρα γέμισαν αδιέξοδες ουτοπίες,
οι ολάνοιχτες λεωφόροι μου.
Κουκούλες καταδίδουν τα όνειρά μου.
Λοστοί και σφυριά γκρεμίζουν τη βάση μου,
φωτιές και καπνοί μου στερούν τον αέρα.
Περπατάω στους παλιούς δρόμους,
και οι φράσεις μου θαμμένες
κάτω από βάρβαρες ζωγραφιές
σαπίζουν στους τοίχους.
Η φωνή μου φυλακίστηκε σε κούφια παράσιτα.
Οι επαναστάσεις μου πλαστογραφήθηκαν.
Οι ιερόσυλοι αποκαθήλωσαν τα ιδανικά μου.
Ο φόβος ξαναγύρισε πάνοπλος.
Η κάμαρα πήρε το σχήμα του κορμιού μου
Οι εφιάλτες λικνίζονται στην κουνιστή πολυθρόνα μου.
Διαβάζοντας το παραπάνω πόνημα της Ιουλίας Ζαννάκη τώρα που η βία έγινε θέμα στις τηλεοράσεις και η καταδίκη της αστυνομικής βίας έγινε συρμός στις οθόνες των καναλιών από τους “δικαιωματιστές” σκεφτήκαμε πως δημοσιεύουμε μαζί και με ένα δικό μας σχόλιο…
Παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το τελευταίο διάστημα τους “δικαιωματιστές”, μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που ζουν για να διαμαρτύρονται (ενίοτε σωστά) για την αστυνομική βία, αλλά το αξιοπερίεργο είναι πως οι ίδιοι ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν (τραγικό λάθος) για την βία των μπαχαλάκηδων και των κουκουλοφόρων με τους λοστούς και τις μολότοφ που στρέφονται κατά της όλης κοινωνίας και των καθημερινών πολιτών.
Διαμαρτύρονται με στεντόρεια φωνή για τα “δικαιώματα” των “παιδιών”, που ξεπερνούν τα όρια και ενίοτε σπάνε και καταστρέφουν μαγαζιά, αυτοκίνητα και μερικές φορές καταλαμβάνουν σπίτια. Αλλά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν για το δικαίωμα του ιδιοκτήτη ενός αυτοκίνητου να έχει ΙΧ και να μην του το σπάνε, να έχει ένα μαγαζί και να μην του το σπάνε, να έχει σπίτι ανοίκιαστο και να μην του το καταλαμβάνουν οι “συλλογικότητες” του δρόμου. Που ενίοτε ορίζονται και ως “συλλογικότητες” του τρόμου στρεφόμενοι αδιακρίτως κατά όλων των καθημερινών πολιτών που διαφωνούν μαζί τους. Κατά των πολιτών που αδυνατούν μερικές φορές ακόμα και να διεκδικήσουν το δικαίωμα να έχουν… κι αυτοί δικαιώματα!
Οι “δικαιωματιστές” θεωρούν απαραβίαστα τα ανθρώπινα δικαιώματα των “εξεγερμένων παιδιών”, αλλά όχι και των καθημερινών πολιτών. Η “εξέγερση” – γενικώς και αορίστως κατά ενός αόριστου “συστήματος” – δημιουργεί δικαιώματα. Και υποχρεώνει όλους σε ανοχές σε αυτά. Ενώ η κανονικότητα των καθημερινών πολιτών σπάνια εμπεριέχει κάποια δικαιώματα γι’ αυτούς.
Κάπως έτσι όρισαν οι “δικαιωματιστές” την “κανονικότητα”! Πλαστογραφώντας επαναστάσεις και δικαιώνοντας απίστευτες καταστάσεις. Κάπως έτσι αποκαθήλωσαν τα ιδανικά και επέβαλαν με την επίκληση κούφιων λέξεων τον φόβο στους δρόμους. Το ότι κάποιοι ομνύουν και σήμερα στις ακρότητες προφανές. Το ότι όμως ορίζουν τις ακρότητες σαν κανονικότητα “κάτω από βάρβαρες ζωγραφιές (που) σαπίζουν στους τοίχους” αδιανόητο…