Η ιντελιγκέντσια (οι διανοούμενοι) υπήρξε διαχρονικά η κινητήρια δύναμη κάθε σημαντικού ιστορικού γεγονότος, όπως κοινωνικές επαναστάσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αμυντικοί πόλεμοι, αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση μιας χώρας κλπ.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν η ιντελιγκέντσια που προετοίμασε το έδαφος και οι εκπρόσωποί της ηγήθηκαν στη σύγκρουση που ακολούθησε. Η προετοιμασία του εδάφους γίνεται με την άσκηση σφοδρής αλλά και εμπεριστατωμένης κριτικής στην υπάρχουσα εξουσία, με την ταυτόχρονη προβολή μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης, προς όφελος του λαού και του έθνους.
Ο Ελληνισμός στην Ελλάδα και την Κύπρο βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν συνδυασμό θανάσιμων απειλών, η αντιμετώπιση των οποίων – επιτυχής ή όχι – θα καθορίσει την περαιτέρω ύπαρξή του, μέσα στο σημερινό άναρχο, πολυπολικό, εθνοκεντρικό και ανταγωνιστικό κόσμο. Δυστυχώς η ελληνική ιντελιγκέντσια, στο μεγαλύτερο τμήμα της, έχει λιποτακτήσει από τον ιστορικό ρόλο της.
Η ιντελιγκέντσια δεν αποτελεί μια κοινωνική τάξη ή ομάδα αλλά διαπερνάει οριζοντίως όλο το σώμα της κοινωνίας. Σ’ αυτήν ανήκουν πνευματικοί άνθρωποι, δηλαδή, επιστήμονες, καθηγητές – εκπαιδευτικοί, συγγραφείς και ποιητές, καλλιτέχνες, πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες, δημοσιογράφοι, αναλυτές, και γενικά άνθρωποι που κατέχουν γνώση.
Όσοι απ’ αυτούς, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους ή την κοινωνική τάξη από την οποίαν προέρχονται, διαθέτουν ανεπτυγμένη κρίση, αναλυτική ικανότητα και συνθετική σκέψη μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην ιντελιγκέντσια του τόπου. Μιλάμε, δηλαδή, για μορφωμένους ανθρώπους, που εκτελούν ένα σύνθετο διανοητικό έργο και όχι απλά για εγγράμματους ή τεχνοκράτες.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πατέρες της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, οι πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης, η Φιλική Εταιρεία πριν την Παλιγγενεσία του ’21 κλπ. Σ’ όλες τις περιπτώσεις ήταν η ιντελιγκέντσια που πρωτοστάτησε και ηγήθηκε. Ο λαός ακολούθησε όταν το μήνυμα ήταν κατανοητό και η προετοιμασία επαρκής.
Τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια η ελληνική ιντελιγκέντσια έχει λιποτακτήσει. Ένα σημαντικό τμήμα της έχει ενσωματωθεί στο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας και έχει υπαλληλοποιηθεί. Τα μέλη του χρησιμοποιούνται, λόγω των γνώσεών τους, για να χειραγωγούν τους πολίτες και να εδραιώνουν την κυρίαρχη ιδεολογία του ραγιαδισμού και της ξένης εξάρτησης.
Ως αντάλλαγμα λαμβάνουν θέσεις και αξιώματα που συνοδεύονται από υλικές απολαβές, αναγνώριση και προβολή από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης (προπαγάνδας) κλπ.
Στο τμήμα αυτό της ιντελιγκέντσιας ανήκουν όλοι αυτοί που στήριξαν το «Σχέδιο Ανάν» για την Κύπρο, οι οπαδοί της κατευναστικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, οι υποστηρικτές της «πάση θυσία» παραμονής στο ευρώ, όσοι αποδέχτηκαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι θιασώτες της πολυπολιτισμικής Ελλάδας, οι προπαγανδιστές της προσφυγής στη Χάγη για τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας και πολλά άλλα που υπαγορεύει η εθνομηδενιστική ιδεολογία τους.
Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό αλλά εμφανίζεται σ’ όλες τις χώρες και τις εποχές. Η ισχύς της εξουσίας πάντα έλκει ορισμένους ανθρώπους με ελαστική συνείδηση. Είναι οι σύγχρονοι «συγκατανευσιφάγοι», όπως αποκαλούσαν, κατά την αρχαιότητα, εκείνους που καλούντο από πλούσιους και άξεστους σε συμπόσια και συγκατένευαν ακούγοντας τις βλακείες του οικοδεσπότη, για να τρώνε.
Ένα άλλο σημαντικό τμήμα της ελληνικής ιντελιγκέντσιας έχει χάσει το στόχο του. Βλέπει το δένδρο αλλά όχι το δάσος. Αυτό οφείλεται σ’ ένα συνδυασμό ανικανότητας, φόβου και δειλίας. Το τμήμα αυτό της ιντελιγκέντσιας βλέπει τα επί μέρους προβλήματα και τις απειλές που συσσωρεύονται, αλλά η αντίδραση του είναι μερική και αποσπασματική.
Στην αρχή αντιτάχθηκε στην οικονομική καταστροφή και την κοινωνική αποσάθρωση που προκάλεσαν τα Μνημόνια. Ζήτησε την κατάργηση όλων των μνημονιακών μέτρων και την αποκατάσταση των εισοδημάτων, τουλάχιστον στα επίπεδα του 2009. Δεν κατανόησε, ούτε προσπάθησε να κατανοήσει, γιατί επιβλήθηκαν τα Μνημόνια.
Στράφηκε κατά των ανάλγητων δανειστών αλλά δεν εξήγησε στους πολίτες από πού αυτοί αντλούν την απόλυτη εξουσία τους. Κατηγόρησε τις κατά καιρούς ελληνικές κυβερνήσεις αλλά ποτέ την ουσιαστική κυβέρνηση της χώρας, το Eurogroup. Ορισμένοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την αναδιάρθρωση ή τη διαγραφή μέρους του χρέους, χωρίς όμως να αμφισβητούν την παραμονή στην Ευρωζώνη.
Ελάχιστοι μίλησαν για την ουσιαστική φύση του χρέους που, από το 2002, είναι στο σύνολό του συναλλαγματικό και για το γεγονός ότι αυτό είναι δημιούργημα του ευρώ. Ακόμη και σήμερα δεν έχουν κατανοήσει ότι το συναλλαγματικό χρέος έχει υποδουλώσει τη χώρα που έτσι έχει χάσει κάθε δυνατότητα άσκησης εθνοκεντρικών πολιτικών.
Στη συνέχεια ήρθε η Συμφωνία των Πρεσπών που παραχώρησε το όνομα της Μακεδονίας, τη μακεδονική ιθαγένεια και γλώσσα στους Σκοπιανούς. Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που ακολούθησαν, σχεδόν κανείς δε συνέδεσε τη Συμφωνία με την εξάρτηση της χώρας από τη βούληση των δανειστών. Η Συμφωνία των Πρεσπών χρεώθηκε στην εθνομηδενιστική ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά στη συνέχεια και η ΝΔ αποφάσισε να την «τιμήσει»! Γιατί είναι πρωτίστως η Γερμανία που θέλει την ένταξη όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει το γεωοικονομικό έλεγχό τους.
Η Συμφωνία των Πρεσπών υπογράφτηκε στις 17 Ιουνίου 2018. Τέσσερεις μέρες μετά, στις 21 Ιουνίου 2018, το Eurogroup, δηλαδή το Βερολίνο, αποφάσισε την επιμήκυνση, κατά μια δεκαετία, της αποπληρωμής ενός σημαντικού μέρους του χρέους, που επέτρεψε στην τότε αλλά και στη σημερινή κυβέρνηση να κάνουν ορισμένες φοροελαφρύνσεις και να δώσουν κάποιες μικροαυξήσεις στις συντάξεις. Πόσοι συνέδεσαν αυτά τα δύο θέματα;
Ακολούθησε η όξυνση του μεταναστευτικού. Το μεγαλύτερο μέρος της ιντελιγκέντσιας στέκεται διστακτικό και αμήχανο απέναντι στο πρόβλημα. Εγκλωβισμένο σε ιδεολογήματα περί ανθρωπισμού και διεθνισμού αδυνατεί να αντιληφθεί ότι πρόκειται για ύψιστο θέμα εθνικής ασφάλειας, που αλλάζει (αντικαθιστά) τον πληθυσμό της πατρίδας μας. Ελάχιστοι συνδέουν τη λαθρομετανάστευση με τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, που επιδιώκει την υπονόμευση της ανεξαρτησίας των κρατών-εθνών.
Το τελευταίο διάστημα η όξυνση των επιθετικών ενεργειών της Τουρκίας, στις ελλαδικές και κυπριακές θαλάσσιες ζώνες, προκάλεσε πολλές συζητήσεις για το πώς αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν. Έγιναν προτάσεις για τις κινήσεις που επιβάλλεται να γίνουν στο πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, για τις αναγκαίες συμμαχίες και κυρίως για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων.
Μόνο που μια εξαρτημένη χώρα είναι μια χώρα δεδομένη και άρα αναλώσιμη για τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και των άλλων ισχυρών δρώντων της περιοχής. Ακόμη και η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών για την εκταμίευση των απαραίτητων ποσών. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε ταμιακά διαθέσιμα, αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα. Προορίζονται για την εξυπηρέτηση του συναλλαγματικού χρέους.
Ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εθνικής Άμυνας μειώθηκε για το 2020.
Όσα αποσπασματικά λέγονται και προτείνονται για να αντιμετωπιστούν οι θανάσιμες εθνικές απειλές καταλήγουν σε προτάσεις προς μια ετεροπροσδιορισμένη κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα, που απλώς δεν ακούει! Όσο διάστημα η ελληνική ιντελιγκέντσια αρνείται να κατανοήσει την αφανή κατοχή της πατρίδας μας και όσο διάστημα, έστω ένα μικρό τμήμα της, αδυνατεί να προσφέρει ένα ολιστικό όραμα σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο, η επιβίωση του έθνους θα εξαρτάται από τη βούληση ξένων δυνάμεων και συμφερόντων.
*Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.