Η τουρκική επιθετικότητα, η εφαρμογή των επεκτατικών σχεδίων του καθεστώτος της Άγκυρας στην περιοχή, γίνεται εν πολλοίς ανενόχλητα. Κι αυτό δεν οφείλεται προφανώς μόνο στο γεγονός ότι η προσοχή όλων είναι στην πανδημία και στους τρόπους αντιμετώπισης του κορωνοϊού (για τον Ερντογάν δεν είναι προφανώς τούτο προτεραιότητα).
Οφείλεται και σε μια γενικότερη προσέγγιση των διαφόρων διεθνών παικτών έναντι της Τουρκίας. Άλλωστε δεν χρειάζεται να αναζητηθούν θεωρίες των διεθνών σχέσεων και βιβλιογραφία για τους λόγους για τους οποίους τηρείται αυτή προσέγγιση.
Τα συμφέροντα καθορίζουν τις στάσεις, τις προσεγγίσεις. Και ασφαλώς δεν πρόκειται να βρεθεί καμία χώρα σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα επειδή παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό είναι ξεκάθαρο και στα ζητήματα αυτά δεν χωράνε ψευδαισθήσεις.
Η αμερικανική στάση, όπως και αυτή των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν μπορεί να ικανοποιεί τη Λευκωσία. Κι αυτό γιατί είναι προφανές πως οι νέες τουρκικές προκλήσεις, με την αποστολή του γεωτρύπανου «Γιαβούζ» στα θαλασσοτεμάχια 6 και 7, υποβαθμίζεται.
Ταυτόχρονα διαμορφώνεται και μια νέα προσέγγιση, που αφορά τα όσα διαδραματίζονται από πλευράς Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η αμερικανική θέση κινείται σε μια ρητορική καταδίκης των τουρκικών ενεργειών. Επί της ουσίας η Ουάσινγκτον επιχειρεί να δώσει την εντύπωση πως κρατά ίσες αποστάσεις.
Η θέση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ όπως διατυπώθηκε πρόσφατα αλλά επαναλήφθηκε και από την πρέσβη των ΗΠΑ στη Λευκωσία, παραπέμπει στην κλασική ατάκα, σύμφωνα με την οποία καλούνται «όλα τα μέρη να αποφεύγουν ενέργειες που αυξάνουν τις εντάσεις στην περιοχή» (συνέντευξη στον Ανδρέα Πιμπίσιη, Φιλελεύθερος Κυριακής, 26.4.2020). Διατυπώνεται η ανησυχία της Ουάσινγκτον για τα σχέδια της Τουρκίας, αναφέρεται ωστόσο ότι αυτά γίνονται «σε περιοχή που η Κύπρος διεκδικεί ως Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη».
Δηλαδή, δεν γίνονται παράνομες γεωτρήσεις από την κατοχική Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ, αλλά σε περιοχή που η Κύπρος θεωρεί πως βρίσκεται στην αποκλειστική της ζώνη. Αυτό σαφώς και δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη. Και θα πρέπει να προκαλεί και αντιδράσεις για αυτή τη διατύπωση, που ενθαρρύνει επί της ουσίας την τουρκική προκλητικότητα, επιθετικότητα. Ενδιαφέρον έχει και το εξής:
Η πρέσβης, Τζούντιθ Γκάρμπερ ανέφερε πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ενήμερες για τα δημοσιεύματα ότι το Τουρκικό γεωτρύπανο έφθασε στις 20 Απριλίου…».
Δηλαδή, κοτζάμ υπερδύναμη στηρίζεται στα δημοσιεύματα και όχι στη δική της πληροφόρηση. Γιατί το είπε αυτό; Είναι προφανές πως θέλει να υποβαθμίσει το γεγονός ή να δείξει πως η χώρα της δεν ασχολείται με το θέμα (εντοπίζεται και το «Γιαβούζ» κι όλα τα πλοία).
Την ίδια ώρα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι όποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν από τη Λευκωσία και την Αθήνα να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικότητα οι τουρκικές επεκτατικές ενέργειες προσέκρουσαν στο Βερολίνο, αλλά και στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Ο μπαμπούλας του μεταναστευτικού χρησιμοποιείται από την Τουρκία, αλλά και από εταίρους μας, για να μη ληφθούν μέτρα- κυρώσεις κατά της κατοχικής Τουρκίας. Δεν θέλουν, λένε εταίροι μας στην Ένωση, να εξαγριωθεί η Τουρκία και να στέλνει μαζικά μετανάστες στην Ευρώπη.
Είναι προφανές πως τέτοιες προσεγγίσεις λειτουργούν ενθαρρυντικά για την Άγκυρα, η οποία αλωνίζει στην κυπριακή ΑΟΖ, συνεχίζει τις υπερπτήσεις στο Αιγαίο ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν συγκεντρώσεις μεταναστών στα τουρκικά παράλια για να διοχετευθούν προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Τουρκία κρατά αναμμένες τις μηχανές της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι αυτό είναι μέρος της τακτικής του εκφοβισμού που χρησιμοποιεί για να επιβάλλει νέα τετελεσμένα στην περιοχή.
Κι αυτό το πετυχαίνει όσο οι αντιδράσεις στις ενέργειες της δεν είναι αποτρεπτικές.
Την ίδια ώρα, κι αυτό σαφώς και εντάσσεται στους ευρύτερους σχεδιασμούς της Άγκυρας, φαίνεται πως στη Λιβύη τα δεδομένα αλλάζουν. Με την ενίσχυση από την Τουρκία (κι όχι μόνο), το καθεστώς της Τρίπολης έχει περάσει στην αντεπίθεση και κερδίζει πόντους.
Οι δυνάμεις του Χαφτάρ χάνουν έδαφος κι αυτό γίνεται με τη συνδρομή και της Άγκυρας, η οποία επιδιώκει στην επικράτηση ενός καθεστώτος, που θα λειτουργεί υπό τη δική της επιρροή.