Μία από τις δεκάδες αντιφάσεις που έχουν προκύψει στην κορωνοϊκή-παρανοϊκή εποχή κατά την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης είναι και η πρόσφατη ανακοίνωση ότι η χρήση μάσκας θα είναι υποχρεωτική στους κλειστούς χώρους.
19 ημέρες πριν από την ανακοίνωση αυτή, δηλαδή στις 9 Απριλίου, ερωτηθείς ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας κ. Τσιόδρας αν είναι απαραίτητο να φοράμε μάσκες είχε απαντήσει αρνητικά, λέγοντας τα ακόλουθα: «Με δεδομένη την πορεία της επιδημίας στη χώρα μας δεν συνιστάται αυτή τη στιγμή η χρήση μάσκας στο γενικό κοινό».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αν η μασκοφορία αποτελεί πρόσφορο μέτρο προφύλαξης από τον κίνδυνο μολύνσεως με τον κορωνοϊό ή όχι, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι για μία ακόμη φορά οι πολίτες έμειναν ανενημέρωτοι σε σχέση με την pro et contra επιχειρηματολογία που υιοθετήθηκε από τα δύο αντίπαλα επιστημονικά στρατόπεδα. Πάντως, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, επικρατεί σύγχυση σε σχέση με το αν τελικώς η υποχρεωτική μασκοφορία στους κλειστούς χώρους θα είναι καθολική, όπως αρχικώς εξαγγέλθηκε, ή, αντιθέτως, μερική.
Πέρα από αυτό, όμως, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η μάσκα (μαζί με τα γάντια) αποτελεί ένα από τα ισχυρά σύμβολα της σημερινής δυστοπικής κοινωνίας.
Είδαμε πλήθος φωτογραφιών με πολιτικούς από διάφορες χώρες του κόσμου να προσέρχονται σε συσκέψεις φορώντας μάσκες, και ακούσαμε κάποιους άλλους πολιτικούς να συνομιλούν μέσα από τις μάσκες μπροστά στον φακό της κάμερας.
Συνεπώς, οι πολιτικοί επέλεξαν συντονισμένα σε παγκόσμιο επίπεδο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να αναγάγουν την μάσκα σε sine qua non στοιχείο του αίφνης μεταλλαχθέντος πολιτισμού μας. Στα μάτια πολλών η εμφάνιση ή η κυκλοφορία πολιτικών και πολιτών με μάσκα στο πρόσωπο μοιάζει παντελώς γελοία· βεβαίως, de gustibus (et de coloribus) non est disputandum.
Εκείνο, ωστόσο, που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι, διά της θεσπίσεως της χρήσης μάσκας ως υποχρεωτικής στους κλειστούς χώρους ακολουθήθηκε μια νομοθετική πρακτική που οδηγεί στην πανηγυρική αυτοδιάψευση και αυτοακύρωση των διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης, οι οποίοι κατέστησαν καταγέλαστοι. Ως προς αυτό δε το ζήτημα δεν υπάρχει περιθώριο επικλήσεως κάποιου απορριπτέου προσωπικού γούστου, διότι το πράγμα έχει την εξής αντικειμενική βάση:
Κατ’ αρχάς, το φαινόμενο της μασκοφορίας υπήρχε και στους αρχαίους πολιτισμούς, ειδικά δε στην αρχαία Ρώμη συνδέθηκε με θρησκευτικές εορτές και περαιτέρω με οργιαστικές τελετές, αν όχι και με αξιόποινες πράξεις.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα μασκοφορίας εντοπίζεται στην Βενετία του 14ου αιώνος. Οι κάτοικοί της συνήθιζαν να κρύβουν το πρόσωπό τους πίσω από μάσκες, ώστε να μη μπορούν οι δυνάμεις του “κακού” να τους αναγνωρίσουν. Ταυτοχρόνως, όμως, η χρήση της μάσκας λειτουργούσε και ως ένα πρόσφορο μέσο για την τέλεση “ύποπτων” πράξεων, είτε ερωτικών είτε εγκληματικών, υπό τον μανδύα της ανωνυμίας. Ήταν δε προσφιλής συνήθεια όσων ανήκαν στην βενετσιάνικη “καλή κοινωνία” να κυκλοφορούν στους δρόμους φορώντας μάσκα, προκειμένου να εξάψουν την περιέργεια των υπολοίπων που προσπαθούσαν να φαντασθούν ποιος κρυβόταν πίσω από αυτήν.
Επειδή, όμως, πύκνωσε η εγκληματική δράση μασκοφόρων, οι αρχές της Βενετίας θέσπιζαν σταδιακώς ολοένα και περισσότερες απαγορεύσεις για την χρήση μάσκας, είτε αυτή συνδυαζόταν με κυκλοφορία κατά τις νυκτερινές ώρες, είτε με οπλοφορία. Στην συνέχεια, η μασκοφορία απαγορεύθηκε και μέσα στις εκκλησίες, ενώ αργότερα η σχετική απαγόρευση επεκτάθηκε και σε όσους εκφωνούσαν λόγους σε δημόσιους χώρους.
Τελικώς, επεβλήθη η καθολική απαγόρευση της μασκοφορίας. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι τα διατάγματα για την εν λόγω απαγόρευση, το πρώτο εκ των οποίων εξεδόθη στις 12 Φεβρουαρίου 1339, έπρεπε να ανανεώνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, διότι στην πράξη έμεναν γράμμα κενό.
Μια από τις παλαιότερες απαγορεύσεις μασκοφορίας επί γερμανικού εδάφους είναι εκείνη που εξεδόθη τον Φεβρουάριο 1431 στην Κολωνία, μία πόλη με μεγάλη παράδοση στο καρναβάλι (για την ιστορική προσέγγιση του δικαιώματος στην μάσκα βλ. και Καμπύλη, Οι πόλεμοι της μάσκας, εφημ. “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, φ. της 29.3.2009, σελ. 34).
Στο διάβα των ετών, από την απαγόρευση της μασκοφορίας περάσαμε στην απαγόρευση της κουκουλοφορίας, με την σχετική συζήτηση να φουντώνει παρ’ ημίν το 2008, χρονιά κατά την οποία οι κουκουλοφόροι πυρπόλησαν το κέντρο της Αθήνας. Ο τότε Έλλην πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής είχε δηλώσει ότι «οι κουκουλοφόροι είναι εχθροί της Δημοκρατίας».
Τέτοιες δηλώσεις δημιουργούν έναν αναπόφευκτο συνειρμό με την αμφιλεγόμενη θεωρία του “Ποινικού Δικαίου του Εχθρού”, η οποία τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων αποτέλεσε έναν καινοφανή καμβά για την εξήγηση κάθε ποινικής νομοθεσίας εμπεριέχουσας διατάξεις μη συμβατές προς τις παραδεδομένες αρχές ενός κράτους Δικαίου (βλ. αναλυτικώς Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Από την σανίδα του Καρνεάδη στο “Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού”, Αθήνα 2010, σελ. 193 επ.). Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, για να μπορούμε να μιλάμε για πρόσωπα, που αναγνωρίζονται ως τέτοια από το Δίκαιο (με άλλα λόγια για πολίτες), θα πρέπει τούτα να παρέχουν την γνωστική εγγύηση ότι θα εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους.
Όταν, όμως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν “σατανά” που βάλλει συνεχώς κατά της έννομης τάξης, τότε αυτός ενεργεί ως άτομο, ακριβέστερα ως εχθρός, ο οποίος, όπως κι ένα άγριο ζώο, αποτελεί εστία κινδύνου από την οποία πρέπει να διασφαλισθούν όλοι οι άλλοι (βλ. Jakobs, Staatliche Strafe: Βedeutung und Zweck, 2004, σελ. 42 = Δημόσια ποινή: Σημασία και σκοπός, μτφ. Κ. Βαθιώτη, σειρά: Ποινικά 76, Αθήνα 2007, σελ. 42, 66).
Μετά τον χαρακτηρισμό των “κουκουλοφόρων” ως “εχθρών της Δημοκρατίας” αλλά και την προϊούσα τέλεση εγκληματικών πράξεων από ομάδες κουκουλοφόρων –στους οποίους, πάντως, τα ΜΜΕ είχαν ήδη από πολλών ετών επικολλήσει την “ετικέτα” των “γνωστών-αγνώστων” (βλ. και Παπαθεοδώρου, ΕφημΔΔ 2009, σελ. 318 επ., 319, ο οποίος σημειώνει ότι το φαινόμενο της απόκρυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου ανατρέχει ιστορικά στα Ιουλιανά του 1965 και κατόπιν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου του 1973)– ο Έλληνας νομοθέτης με τον Ν. 3772/2009 προέβλεψε την αυστηρότερη τιμώρηση κάποιων τυποποιημένων στον Ποινικό Κώδικα εγκλημάτων, εφόσον αυτά διαπράττονται από άτομα που δρουν με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Eπρόκειτο για την διατάραξη της κοινής ειρήνης, την απρόκλητη σωματική βλάβη, την βαριά σωματική βλάβη, την ληστεία, την φθορά ξένης ιδιοκτησίας και την εξύβριση.
Το 2015, όμως, επί Υπουργίας Ν. Παρασκευόπουλου, η εν λόγω επιβαρυντική περίσταση καταργήθηκε για τα προαναφερθέντα εγκλήματα και διατηρήθηκε μόνο στην ληστεία. Εντούτοις, στον νέο ΠΚ –χωρίς να μπορεί να εξηγηθεί πειστικά τι μεσολάβησε σε λιγότερο από δέκα χρόνια, ώστε να ανατραπούν άρδην όσα είχαν νομοθετηθεί με τον Ν. 3772/2009– δεν περιέχεται πουθενά τέτοια επιβαρυντική περίσταση, ούτε καν στο έγκλημα της αντίστασης (τώρα αποκαλείται βία κατά υπαλλήλων), για το οποίο προβλεπόταν αυξημένη ποινή, όταν η πράξη είχε τελεσθεί από δράστη με αλλοιωμένα ή καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του (ο όχι σπάνια πρωτοπόρος ποινικός νομοθέτης μας είχε προβλέψει ήδη από το 1976 την κάλυψη του προσώπου ή την αλλοίωση των χαρακτηριστικών του δράστη ως επιβαρυντική περίσταση της πράξης της αντιστάσεως).
Από εκεί, λοιπόν, που στους παλαιούς χρόνους η μασκοφορία ήταν απολύτως απαγορευμένη, πριν από μερικά χρόνια μερικώς απαγορευμένη, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε καταστεί ποινικώς αδιάφορη (πάντως, στην Ελλάδα ήταν μεν έως τώρα ελεύθερη, αλλά μόνο σε εκδηλώσεις καρναβαλισμού), σήμερα περάσαμε στην αντίπερα όχθη: όχι μόνο θα επιτρέπεται η χρήση μάσκας, αλλά πολύ περισσότερο θα είναι υποχρεωτική στους κλειστούς χώρους, η δε παραβίαση της επίμαχης υποχρέωσης θα επισύρει πρόστιμο 150€, δηλ. περίπου το 25% του νόμιμου βασικού μισθού (υπό την επιφύλαξη, βεβαίως, των τελικών αποφάσεων που πρόκειται να λάβει η κυβέρνηση επί του θέματος).
Και από εκεί που “εχθροί της δημοκρατίας” ήταν όσοι εγκληματούσαν φορώντας κουκούλα, τώρα ως “εχθροί της (δυστοπικής) κοινωνίας” μας θα θεωρούνται προφανώς όσοι δεν θα φορούν μάσκα, αφού θα συμβάλλουν στην εξάπλωση του “αόρατου εχθρού” (sic), δηλ. του κορωνοϊού.
Πρόκειται για μια παρανοϊκή νομοθετική εξελικτική πορεία, η οποία συσχετιζόμενη και με όλες τις άλλες χτυπητές παλινωδίες, ασάφειες και αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τις επί ενάμιση μήνα λαμβανόμενες αποφάσεις εκ μέρους των διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης, δίδει το δικαίωμα σε όσους απεχθάνονται την μάσκα, όχι μόνο ως αντιαισθητικό σύμβολο υποκρισίας και θεατρινισμού αλλά και ως πνιγηρό φίλτρο που εμποδίζει την αναπνοή (δεν τολμούμε να φανταστούμε πόσο ανυπόφορη θα καταστεί η μασκοφορία υπό συνθήκες καύσωνος) ή, ακόμη χειρότερα, ως εστία συγκέντρωσης δεκάδων μικροβίων, να αμφισβητούν σε τέτοιον βαθμό την σκοπιμότητα της μασκοφορίας, ώστε η άρνηση συμμόρφωσής τους προς την σχετική διάταξη να αποτελεί μοιραίο επακόλουθο μιας συνειδητοποιημένης στάσης ζωής.
Κι όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο διάσημος Γερμανός ποινικολόγος Hans Welzel (Gesetz und Gewissen, 1960, σελ. 384), αν πρέπει κάπου να αναζητήσουμε τον πυρήνα της ηθικής προσωπικότητας και τον λόγο της αξίας του ανθρώπου, τότε θα πρέπει να στραφούμε στην συνείδηση του πολίτη.
Το να υποχρεώνει, μάλιστα, το κράτος τους πολίτες να καλύπτουν με μάσκα το ιερότερο σημείο του ανθρώπου, δηλ. το πρόσωπό τους, δεν θα ήταν διόλου υπερβολικό να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατικό καταναγκασμό που προσβάλλει την αξιοπρέπειά τους: Ό,τι επιβάλλεται καταναγκαστικά στο πρόσωπο του ανθρώπου, τον εξευτελίζει· αξίζει να σημειωθεί ότι πρώτος ο Άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος απαγόρευσε το μαρκάρισμα του εγκληματία στο πρόσωπό του, επειδή το ανθρώπινο πρόσωπο διαμορφώθηκε όμοιο με εκείνο του Θεού (επ’ αυτού βλ. Κ. Καραστάθη, Μέγας Κωνσταντίνος: Κατηγορίες και αλήθεια. Ιστορική μελέτη, εκδ. Άθως, Αθήνα 2012, σελ. 291)· δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και τα ζώα νιώθουν ταπεινωμένα, όταν τους βάζουν φίμωτρο.
Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, η κυβέρνηση μάς μεταχειρίστηκε εξευτελιστικά, επιβάλλοντάς μας να μείνουμε επί δίμηνο ακούρευτοι κατ’ αντιστροφή εκείνης της στρατιωτικής λογικής που υπαγορεύει να κουρεύονται οι νεοσύλλεκτοι εν χρω· αντίστοιχη τακτική, φυσικά, ακολουθούν και οι βασανιστές. Έτσι, λοιπόν, με καταναγκαστικές επεμβάσεις στο πρόσωπό μας, “σπάει ο τσαμπουκάς” και, επομένως, ο πολίτης καθίσταται ευχερέστερα χειραγωγήσιμος.
Στην ανακοίνωση της 29ης Απριλίου, ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος, ως άνθρωπος ευρείας μορφώσεως με γνώσεις όχι μόνο ιατρικής, ψυχολογίας, κοινωνιολογίας αλλ’ ίσως και γλωσσολογίας (σε αυτήν την ανακοίνωση επικαλέσθηκε της αυθεντία του κ. Μπαμπινιώτη – a propos: μέχρι πριν από κάποιον καιρό μιλούσε για “μέση ηλικία”, αλλά πλέον κάνει λόγο για “διάμεση ηλικία”), χρησιμοποίησε μια βαθυστόχαστη φράση που ίσως δεν την κατενόησαν πολλοί: «Η αξία του προσώπου», είπε, «δεν έχει καταργηθεί» από την επιβολή της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας.
Ακόμη, όμως, κι αν η υποχρεωτική μασκοφορία δεν επιφέρει την κατάργηση του προσώπου, σίγουρα αμαυρώνει την καθαρότητά του, η οποία είναι στενά συνυφασμένη με την ταυτοποίησή του ως πολίτη.
Κάθε Έλληνας υπήκοος είναι πρωτίστως πρόσωπο και όχι αριθμός, όπως μπορεί εσφαλμένως να υποθέσουν όσοι παρασύρονται από την καθημερινή στερεότυπη μέτρηση των αριθμών που αφορούν κρούσματα και νεκρούς.
Στην αστυνομική ταυτότητα αναγράφεται μεν ένας αριθμός, πλην όμως η ιδιότητα του πολίτη προκύπτει κατ’ εξοχήν από την φωτογραφία του προσώπου του, στην οποία αποτυπώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά του. Γι’ αυτό, άλλωστε στα αεροδρόμια γίνεται “face control” με βάση τις σύγχρονες ψηφιακές διαδικασίες· εξάλλου, και οι κάμερες ασφαλείας στα γήπεδα ποδοσφαίρου με αυτή την λογική τοποθετήθηκαν.
Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τους οπαδούς της θύρας 7, 13, 21 κ.λπ. με μάσκες! Μέσω δε της αποκάλυψης αυτών των χαρακτηριστικών αναβιβάζεται ο εκάστοτε άνθρωπος από μονάδα με βιολογική υπόσταση (homo) σε πολίτη με δικαιώματα και υποχρεώσεις (civis).
Επιπλέον, επιβάλλοντας οι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης την χρήση μάσκας στους κλειστούς χώρους, κατόρθωσαν να ακυρώσουν το νόημα της λαϊκής θυμοσοφίας όπως προκύπτει από την φράση “έπεσαν οι μάσκες” ως συνώνυμη της φράσης “αποκαλύφθηκε η αλήθεια”. Τώρα, λοιπόν, η επίπλαστη αλήθεια των εμπνευστών της υποχρεωτικής μασκοφορίας οδηγεί στην εξής αντιστροφή νοήματος: “Βάζω την μάσκα” θα σημαίνει πλέον “συμπεριφέρομαι με υπευθυνότητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια προς τον συνάνθρωπό μου”.
Κι έτσι οι πολίτες από πρόσωπα θα μετατραπούν σε περσόνες, μια λατινική λέξη ως προς την οποία ο Τόμας Χομπς στον Λεβιάθαν (Τόμ. Α΄, μτφ. Πασχαλίδη/Μεταξόπουλου, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989, σελ. 229) σημείωνε τα ακόλουθα: «Ενώ η ελληνική λέξη “πρόσωπον” υποδηλώνει το μούτρο, η λατινική λέξη persona υποδηλώνει τη μεταμφίεση ή την εξωτερική εμφάνιση κάποιου, ο οποίος υποδύεται στη σκηνή, και ορισμένες φορές εκείνο ειδικά το μέρος της μεταμφίεσης που κρύβει το μούτρο του, δηλαδή τη μάσκα ή το προσωπείο. Από τη σκηνή η λέξη μεταφέρθηκε στα δικαστήρια όσο και στα θέατρα» (βλ. και την αναφορά του Καραβοκύρη, Το Πρόσωπο και ο Nόμος. H απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο, ΤοΣ 2010, σελ. 745 επ.).
Δεν είναι, αλήθεια, εντυπωσιακή η ανατροπή που σημειώθηκε στους κόλπους του νομικού πολιτισμού μας από την θέσπιση της υποχρεωτικής μασκοφορίας, η οποία, βεβαίως, αποφασίσθηκε και σε άλλες χώρες; Πριν από μια περίπου δεκαετία δεν ήταν που το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γαλλίας αποφαινόταν ότι όποιος «αποκρύπτει δημόσια το πρόσωπό του ζημιώνει την κοινωνία με την έννοια του άρθρου 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789» και ότι «τέτοιες πρακτικές θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια και παραγνωρίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις της ζωής σε μια κοινωνία»; (βλ. και την απόφαση του ΕΔΔΑ, 1.7.2014, S.A.S κατά Γαλλίας, αρ. πρ. 43835/11, με την οποία έγινε δεκτό ότι η απαγόρευση κάλυψης του προσώπου σε δημόσιο χώρο, μεταξύ άλλων, για λόγους δημόσιας ασφάλειας δεν προσκρούει στο άρ. 9 ΕΣΔΑ). Όπως σημειώνει ο Καραβοκύρης (ό.π.) στην κριτική παρουσίαση της απόφασης αυτής, «όταν κάποιος φέρει το καθολικό πέπλο ή κάτι παρόμοιο, το οποίο εμποδίζει δραστικά την ταυτοποίηση του προσώπου, παρακωλύει ουσιαστικά τη ζωή με τους άλλους, αφού εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει ότι δεν επιθυμεί τη ζωή σε κοινωνία αλλά την πιο προκλητική –καθότι επιδεικτική– μοναξιά».
Μάλιστα, θα ήταν χρήσιμο να δούμε τι αποφάσισε προσφάτως και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (14.1.2020, 2 BvR 1333/17) επί της προσφυγής που είχε υποβάλει μια ασκούμενη δικηγόρος ζητώντας να κριθεί αντισυνταγματική η απαγόρευση του κρατιδίου της Έσσης να κυκλοφορούν οι γυναίκες με μαντήλα στο πρόσωπο κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της, αποφαινόμενο ότι πρέπει να γίνει σεβαστή η απόφαση του νομοθέτη να αναγάγει σε καθήκον του πολίτη την ουδέτερη στάση του από κοσμοθεωρητικής και θρησκευτικής πλευράς όσο διαρκεί η πρακτική άσκηση του υποψήφιου δικηγόρου. Μολονότι, κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο, το εν λόγω καθήκον συνιστά επέμβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα της προσφεύγουσας, όπως αυτό της ελευθερίας της πίστεως, απεφάνθη ότι πρόκειται για επέμβαση δικαιολογημένη.
Δικαιολογητική βάση της απαγόρευσης αποτελεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και της απονομής λειτουργίας της δικαιοσύνης, αλλά και η αρνητική έκφανση της θρησκευτικής ελευθερίας των τρίτων.
Αρκούσε, λοιπόν, ένας κορωνοϊός για να αναποδογυρίσουν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι σταθερές του νομικού πολιτισμού μας ή μήπως δεν επρόκειτο για σταθερές, αλλά για έπεα πτερόεντα και, συνακόλουθα, για σαθρές βάσεις αυτού του κατ’ όνομα μόνο νομικού πολιτισμού;
Το ότι οι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης κόπτονται ιδιαιτέρως για την διάδοση της αλήθειας προκύπτει ευχερώς από την ακόλουθη περικοπή της τοποθέτησης του επικεφαλής λοιμωξιολόγου, η οποία βρίθει φράσεων βαρύγδουπων που θυμίζουν κύμβαλον αλαλάζον:
«Εμείς σαν επιστημονική κοινότητα και η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας έχουμε μιλήσει για την απόλυτη διαφάνεια (sic) σε αυτήν την κρίση. Επιτρέψτε μου να αναφέρω εδώ πως λόγω της συμμετοχής MOY σε απόκριση (sic) δεκάδων μειζόνων επιδημιών και συμβάντων υγείας στη χώρα μας τα τελευταία 15 έτη, από την εμπειρία MOY τα ερωτηματικά [ορθώς: ερωτήματα] πρέπει να απαντώνται με την κατά το δυνατόν υψηλότερη σαφήνεια, οι σκιές να ξεδιαλύνονται. Η εμπιστοσύνη και η προσήλωση στην αλήθεια είναι οι σημαντικότεροι [ορθώς: σημαντικότερες] παράμετροι. Αλίμονο σε αυτούς που παλεύουν στην πρώτη γραμμή και δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την όποια αβεβαιότητα με προσήλωση στην έως τώρα γνωστή αλήθεια».
Μέσα σε μία παράγραφο, λοιπόν, ακούσαμε να γίνεται λόγος μία φορά για διαφάνεια, μία για σαφήνεια, μία για εμπιστοσύνη και δύο φορές για προσήλωση στην αλήθεια. Όποιος υπηρετεί, όμως, πράγματι την αλήθεια και τις συναφείς προς αυτήν αρχές, δεν έχει ανάγκη από τέτοιες επαναλαμβανόμενες αναφορές, διότι πολύ απλά (θα έπρεπε να) μιλά ως αδιάψευστος μάρτυς περί της αληθείας η ουσία του πράγματος. Επομένως, η τωρινή εικόνα θυμίζει κάποιον που πασχίζει να πείσει τον λαό ότι προσφέρονται ειλικρινείς υπηρεσίες όχι στο Υπουργείο Υγείας αλλά στο… “Υπουργείο Αλήθειας”, όμοιο εκείνου που είχε πλάσει ο Τζορτζ Όργουελ για την δυστοπική κοινωνία του Ουίνστον Σμιθ στο περίφημο προφητικό βιβλίο του, το “1984”.
Συνεχίζοντας δε την ενημέρωσή μας, ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος αναφέρθηκε και στην λογική, εστιάζοντας στην εντός 19 ημερών ανακύψασα παλινωδία σε ό,τι αφορά την σκοπιμότητα ή μη της χρήσης μάσκας. Ακούσαμε, λοιπόν, ότι:
«Χρειαζόμαστε σαν οδηγό μας τις πιο λογικές αποφάσεις. […] Ίσως να σας φαίνεται παράλογο το ότι τώρα τοποθετηθήκαμε έτσι, ενώ πριν από λίγες εβδομάδες αλλιώς. Όμως πρέπει να ακούσετε όλα τα δεδομένα που τώρα στηρίζουν την χρήση της μάσκας, ενώ τότε όχι. Τότε ήμασταν σε ένα καθοριστικό για την πορεία της επιδημίας lockdown. Όπως μου είπε ο αγαπητός μου καθηγητής Μπαμπινιώτης, μας είχε επιβληθεί απαγορευτικό [Σ.Σ.: Γιατί δεν ρωτούσατε τον κ. Μπαμπινιώτη ποια ελληνική λέξη θα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε αντί του “lockdown”;]. Η τότε πορεία της επιδημίας στην χώρα μας είχε συζητηθεί από την επιτροπή, η οποία δεν συνέστησε την γενικευμένη χρήση μάσκας, εκτιμώντας και τους κινδύνους από την χρήση της. Θεώρησε πως το απαγορευτικό που μας είχε τεθεί ήταν αρκετό για εκείνη την φάση της επιδημίας. Τώρα οι συνθήκες σιγά-σιγά γίνονται άλλες. Είναι μια εξελισσόμενη κατάσταση. Η κοινωνία σιγά-σιγά θα ανοίξει. Τα μέτρα της φυσικής απόστασης θα διατηρηθούν, αλλά δεν μπορούν πάντοτε να τηρηθούν. Πρέπει να κάνουμε ό,τι παραπάνω μπορούμε για κάποιους τομείς της κοινωνίας».
Επιπροσθέτως, ακούσαμε ότι: «Η χρήση της μάσκας θα γίνει ως συμπληρωματικό μέτρο για τον νέο ιό, κι όχι για να μην κολλήσουμε, αλλά κυρίως για να μη μεταδώσουμε στους άλλους τον ιό μας, όταν έχουμε ελαφρά ή και καθόλου συμπτώματα. Οι πρόσφατες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων υποστηρίζουν αυτή τη στρατηγική μας. Όπως και τότε μας έδιναν το δικαίωμα να τοποθετηθούμε ενάντια. Πιστέψτε με, σε τέτοια θέματα είναι δύσκολο να υπάρχει ομοφωνία, αλλά τα ενδεχόμενα οφέλη από μια ισχυρή σύσταση ή υποχρέωση για χρήση της μάσκας, του καλύμματος στόματος και μύτης αυτήν την περίοδο που ανοίγουμε στην αρχή περιορισμένα και σταδιακά περισσότερο και ιδιαίτερα όταν υπάρχει υψηλός συγχρωτισμός όπως στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς θα είναι ένα σημαντικό επιπλέον μέτρο κι ίσως πιο σημαντικό από το να μην χρησιμοποιούμε καθόλου την μάσκα. Είναι ο χορός της αβεβαιότητας με την πρακτική λογική».
Αφήνοντας ασχολίαστη την ποιητική διάθεση που αναβλύζει από την τελευταία φράση, ο προσεκτικός αναλυτής αυτής της δήλωσης οφείλει να επικεντρωθεί στην ουσία του πράγματος: Όπως λειτουργούσαν και πριν, δηλ. κατά την έξαρση της “επιδημίας” (είναι εντυπωσιακό ότι, καθ’ όλη την διάρκεια της ενημέρωσης, έγινε αποκλειστική χρήση του όρου “επιδημία” και όχι “πανδημία”!) κάποια καταστήματα, όπως π.χ. οι Τράπεζες και τα σούπερ-μάρκετ ή τα φαρμακεία, στα οποία εισέρχονταν οι πελάτες με τήρηση των κανόνων της κοινωνικής (ή κατά την “διορθωμένη” εκδοχή: φυσικής) απόστασης, αλλά πάντως χωρίς μάσκα, έτσι ακριβώς θα μπορούσαν περίφημα να λειτουργούν και τώρα που η επιδημία βρίσκεται σε ύφεση (όπως, ωστόσο, επισημάνθηκε εισαγωγικώς, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, επικρατεί σύγχυση ως προς το αν η υποχρεωτική μασκοφορία θα είναι καθολική ή μερική).
Ενώ, λοιπόν, οι αρμόδιοι επικαλούνται την λογική, εκείνο που στην πραγματικότητα επικρατεί, φαίνεται να είναι ο παραλογισμός. Όποιος αμφιβάλλει περί αυτού, δεν έχει παρά να κάνει και την εξής σκέψη: Από την άλλη εβδομάδα ανοίγουν τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 11/5 η Γ΄ Λυκείου και από 18/5 οι υπόλοιπες δύο τάξεις και τα Γυμνάσια) με τη χρήση μάσκας να ορίζεται εκεί ως προαιρετική! Ιδού λοιπόν το absurdum: Σύμφωνα με τις αρχικές εξαγγελίες, είναι υποχρεωτική η χρήση μάσκας σε τράπεζες, σούπερ-μάρκετ κ.λπ. (παρότι ceteris pariubus μέχρι σήμερα δεν ήταν υποχρεωτική και ενώ τώρα υποτίθεται ότι η “επιδημία” / “πανδημία” βρίσκεται σε αποδρομή) αλλά είναι προαιρετική για χιλιάδες ανθρώπους που θα συγχρωτίζονται εφεξής καθημερινά μέσα στις σχολικές μονάδες και υπό συνθήκες όπου είναι ανέφικτο να τηρηθούν οι λεγόμενοι κανόνες κοινωνικής/φυσικής απόστασης!
Περαιτέρω, με την καθημερινή μονότονη απαρίθμηση κρουσμάτων και νεκρών πασχίζουν να μας μεταγγίσουν τις δικές τους αλήθειες και την δική τους λογική, δίνοντας την εντύπωση ότι στοχεύουν να πείσουν όλους εκείνους τους πολίτες που επί τόσα χρόνια οι δήθεν εναλλασσόμενες κυβερνήσεις φρόντισαν να τους “εμβολιάζουν” με τα κατάλληλα “αντισώματα”, ώστε να μπορούν σήμερα αποχαυνωμένοι να καταπίνουν αμάσητα τα “πολεμικά ανακοινωθέντα”.
Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στην οργουελική κοινωνία στην οποία ζούσε ο προαναφερθείς Ουίνστον Σμιθ αλλά και ο συνάδελφός του στο “Υπουργείο Αλήθειας”, ο Πάρσονς. Ο δεύτερος ήταν «ένας παχουλός αλλά δραστήριος άνθρωπος απίστευτης βλακείας, που ξεχείλιζε από ηλίθιο ενθουσιασμό, ένας απ’ αυτούς τους αφοσιωμένους σκλάβους που δεν έχουν ποτέ καμιά αμφιβολία για τίποτε, και που το Κόμμα στήριζε τη σταθερότητά του σε αυτούς πιο πολύ απ’ ό,τι στην Αστυνομία της Σκέψης» (Όργουελ, 1984, μτφ. Νίνας Μπάρτη, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1979, σ. 29-30).
Στις ανωτέρω αναλύσεις αντανακλάται η απόπειρα να ερμηνευθεί η υποχρεωτική μασκοφορία είτε ως απλή νομοθετική παράνοια είτε ως στρατηγική χειραγώγησης του πολίτη. Ωστόσο, με την δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή συνορεύει στενά μια τρίτη, πολύ χειρότερη: Μήπως η συμμόρφωση των πολιτών στην υποχρεωτική μασκοφορία συνιστά εκγύμναση για την υποταγή τους στον σχεδιαζόμενο υποχρεωτικό εμβολιασμό που ακούγεται πλέον πανταχόθεν ότι θα συνοδεύεται από μικροτσίπ ελέγχου;
Πέραν των ανωτέρω, η θέσπιση της υποχρεωτικής μασκοφορίας στους κλειστούς χώρους γεννά την εξής ποινικοδικαιική ανησυχία: Ευνοεί επικίνδυνα την τέλεση εγκληματικών πράξεων από κάποιους μασκοφόρους, οι οποίοι θα έχουν την ευχέρεια να προσεγγίσουν τα θύματά τους ευχερέστερα, αφού ανάμεσα σε ένα πλήθος μασκοφόρων ουδείς θα έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί εγκαίρως ποιος μασκοφόρος είναι ο καλός και ποιος ο κακός.
Επιπλέον, δεν αποκλείεται να υπάρξουν κάποιοι πολίτες, ιδίως νεαρής ηλικίας, οι οποίοι, αφ’ ης στιγμής καλύψουν το πρόσωπό τους με την εντυπωσιακή μαύρη μάσκα τους, θα νιώσουν μια περίεργη αίσθηση υπεροχής που ενδεχομένως θα τους μετατρέψει σε εγκληματικές μορφές τύπου Joker ή Goblin. Άραγε στην δυστοπική κοινωνία της υποχρεωτικής μασκοφορίας (πόσο αποκρουστικό ότι ενεργοποιήθηκε ήδη η βιομηχανία της μάσκας προκειμένου να κερδοσκοπήσουν κάποιοι επιτήδειοι!) υπάρχει πιθανότητα να ξεπηδήσουν και κάποιοι μασκοφόροι υπερήρωες, τύπου Ζορό, Μπάτμαν ή, ακόμη καλύτερα, τύπου “V” από την κινηματογραφική ταινία “V for Vendetta”;
Σημειωτέον ότι ο ήρωας της τελευταίας ταινίας, φορώντας την μάσκα του Γκάι Φοκς, ενός Βρετανού στρατιώτη που είχε λάβει μέρος στην Συνωμοσία της Πυρίτιδας την 5η Νοεμβρίου 1605, πολεμά μόνος του ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο έχει εγκαθιδρυθεί στην δυστοπική κοινωνία της Αγγλίας του 2030. Κυβερνήτης της είναι ο καγκελάριος Σάτλερ, ο οποίος διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των ΜΜΕ, πατάσσοντας παράλληλα κάθε αμφισβητία του συστήματος. Έχει καταφέρει δε να κυβερνά ανενόχλητος υποσχόμενος ασφάλεια στους φοβισμένους πολίτες λόγω ενός ιού που έχει σκοτώσει περίπου 100.000 ανθρώπους!
Η εν λόγω ταινία, η οποία αποτελεί ένα από τα δύο “ευαγγέλια” της δικής μας δυστοπικής κοινωνίας (το άλλο “ευαγγέλιο” είναι το προμνημονευθέν “1984” του Όργουελ), απέχουσα μόνο μία δεκαετία από την προβαλλόμενη βρετανική, κλείνει με έναν θαυμάσιο διάλογο: «Πώς γίνεται να μην πεθαίνεις», ρωτά τον μασκοφόρο “V” ο Κρίντι, δεύτερος στην ιεραρχία του ολοκληρωτικού καθεστώτος, ο οποίος έχει αδειάσει πάνω του με μένος όλες τις σφαίρες του όπλου του. Τότε ο “V”, πριν τον συνθλίψει, του απαντά: «Κάτω από τη μάσκα υπάρχει κάτι περισσότερο από σάρκα. Κάτω από αυτή τη μάσκα ζει μια ιδέα, κ. Κρίντι, και οι ιδέες είναι αλεξίσφαιρες».
Μια τέτοια “αλεξίσφαιρη ιδέα” θα έπρεπε να θεωρείται και σήμερα η ελευθερία. Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας “V for Vendetta” προκύπτει από τα καθημερινά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλεται η εν χρω κεκαρμένη Ίβι Χάμοντ, προκειμένου να “σπάσει” και να αποκαλύψει πού βρίσκεται ο καταζητούμενος “V”. Μένει, όμως, ακλόνητη μέχρι το τέλος, προτιμώντας να πεθάνει παρά να μαρτυρήσει την πολυπόθητη πληροφορία. Τότε ο βασανιστής της, ανακοινώνει σε αυτήν ότι, αφού πλέον δεν φοβάται, κέρδισε μόλις την ελευθερία της. Και τότε η Ίβι συνειδητοποιεί ότι ο βασανιστής δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον “V”, ο οποίος ήθελε να την εκπαιδεύσει στην κατανίκηση του φόβου ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάκτηση της ελευθερίας.
Σημειωτέον ότι στην ίδια ταινία, αποσβολωμένοι από τις απίστευτες ομοιότητες με την εποχή του κορωνοϊού, ακούμε για την εξάπλωση ενός ιού που επιχειρήθηκε να αναχαιτισθεί από μια «φαρμακευτική εταιρεία ελεγχόμενη από μέλη του Κόμματος», με αποτέλεσμα να «καταστούν όλοι απίστευτα πλούσιοι». Όμως, «το τελικό, ιδιοφυές αποτέλεσμα ήταν ο φόβος» και «ο φόβος έγινε όργανο ελέγχου για την κυβέρνηση».
Η δε πρόσφατη, νομικά αλλόκοτη δήλωση του πρωθυπουργού περί “αυστηρής συστάσεως” να μην κυκλοφορούμε τις νύχτες από τις 00.00 μέχρι τις 06.00, λες και αυτές τις νυχτερινές ώρες ο κορωνοϊός εξαπλώνεται ευκολότερα (άραγε, πόσος παραλογισμός χωράει ακόμη στο μυαλό των διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης;), βρίσκεται ένα βήμα πριν από την απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας, η οποία είχε επιβληθεί από το ολοκληρωτικό καθεστώς στην δυστοπική βρετανική κοινωνία του 2030.
Στο ξεκίνημα της προαναφερθείσας ταινίας, μετά τις 11 το βράδυ από τα μεγάφωνα της πόλης εκπέμπεται στερεότυπα το ακόλουθο προειδοποιητικό μήνυμα: «Κίτρινος Κωδικός σε ισχύ: Απαγόρευση κυκλοφορίας. Όσοι κυκλοφορούν χωρίς άδεια θα συλλαμβάνονται. Για τη δική σας ασφάλεια». Πόσο θυμίζει η τελευταία αυτή φράση (“this is for your protection”) το σύγχρονη πατερναλιστικό σλόγκαν “για το καλό σας” που χρησιμοποιούν οι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα!
Μια ακόμη σοκαριστική ομοιότητα της παρούσας κατάστασης με την ταινία “V for Vendetta”: Μετά την αποτελεσματική αντιμετώπιση της επιδημίας, έγιναν εκλογές στις οποίες θριάμβευσε ο καγκελάριος του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Και μετά τις εκλογές, ω του θαύματος, βρέθηκε το φάρμακο κατά του ιού! Άραγε, η συγκεκριμένη ταινία να είναι μια ακόμη “προφητεία” για την δυστοπική κοινωνία του 2020 ή μήπως κάποιοι κινηματογραφόφιλοι διαχειριστές της κρίσης αποφάσισαν να μεταφέρουν το εν λόγω κινηματογραφικό σενάριο στην πραγματικότητα;
Ολοκληρώνοντας: Αν η κυβέρνηση ήθελε να τηρήσει τα προσχήματα υιοθετώντας ένα ελάχιστο επίπεδο κοινής λογικής και παραμένοντας συνεπής με όσα έχει εφαρμόσει μέχρι τώρα, όφειλε να απευθύνει προς τους Έλληνες πολίτες μια αντίστοιχη “αυστηρή σύσταση” (sic) για χρήση μάσκας στους κλειστούς χώρους και όχι, με όπλο τον φόβο και την αυθεντία της “αλήθειας” της Επιστημονικής Επιτροπής, να σκεφτεί να θεσπίσει την υποχρεωτική επ’ απειλή προστίμου μασκοφορία, η οποία, όπως κατεδείχθη παραπάνω, είναι πολλαπλώς προβληματική.
Αλλά πάλι καταναλώνουμε ασκόπως φαιά ουσία: Οι παραλογισμοί, οι παλινωδίες, οι αντιφάσεις και οι ασάφειες προβλέπεται ότι όχι μόνο δεν θα μειωθούν, αλλά δεν θα έχουν τελειωμό, παρουσιάζοντας εκθετική αύξηση.
* O Κωνσταντίνoς Ι. Βαθιώτης, είναι αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.