Το του Σοφοκλή ”Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται” φωτογράφιζε πάντα, νομίζω, με τα μελανότερα χρώματα την άσκηση της Εξωτερικής πολιτικής μας, που – παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα των πολιτικών μας ταγών – δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητη και ελληνική.
Ήταν μονίμως εξαρτημένη απ’ τον ξένο παράγοντα, ο οποίος – εκμεταλλευόμενος την έλλειψη της οικονομικής και εξοπλιστικής μας αυτάρκειας – μας οδηγούσε, συχνά, σε ασύμφορες εθνικά λύσεις με μόνιμο καμβά βάσης τα ευρωατλαντικά συμφέροντα (Σχέδιο Ανάν, ”συμφωνία Πρεσπών”), τα οποία κρατούν ανεκμετάλλευτη για μας την γεωπολιτική θέση που μας αξίζει.
Εξ αυτού του κακού προέκυψαν συνακόλουθα και προϊόντος του χρόνου πολλά άλλα δυσμενή για μας, όπως η έλλειψη αυτοσυνειδησίας και εθνικής στρατηγικής, η διαμόρφωση μιας μετανεωτερικής αντίληψης που – αγνοώντας το ”συν Αθηνά και χείρα κίνει” – μας θέλει πεπεισμένους στο ότι θα υπάρχει πάντα ο ”από μηχανής θεός” (οι ξένοι ”προστάτες”) για την Ελλάδα, που θα την αφήσει να χαθεί.
Και μαζί μ’ αυτήν δε θα αφήσει να χαθούμε κι εμείς οι Έλληνες -ως κοινωνία, ως κράτος, ως έθνος – και θα πορευόμαστε ες αεί με την πατρίδα πάντα μπροστά και πάντα προς το καλύτερο, προς επίρρωση και των στίχων του εμβατηρίου:” Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει… και ξανά προς την δόξα τραβά…”
Η τάλαινα ελληνική Εξωτερική πολιτική της μετά την Μικρασιατική Καταστροφή περιόδου διήνυσε αγκομαχώντας τον δρόμο της εξελικτικής πορείας της, για να φτάσει ξανά στο Ναδίρ των προσδοκιών της το 1974 (που την οδήγησε έξω απ’ το ΝΑΤΟ σαν απάντηση στη μη παρεμπόδιση εκ μέρους του της εισβολής του Αττίλα 1 &2 στην Κύπρο) και στην επανένταξή του σ’ αυτό το 1980, χωρίς να έχουν αρθεί οι βασικές αιτιάσεις αποχώρησης της χώρας μας απ’ το στρατιωτικό σκέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Απ’ το 1995 κυρίως και μετά η πάντα ποδηγετούμενη Εξωτερική πολιτική μας επένδυσε στη στρατηγική της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας ακολουθώντας το θυμόσοφο πνεύμα του λαού μας (”χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις, φίλησέ το”), χάρη στην οποία πολιτική αποκομίσαμε πρόσκαιρα οφέλη: ασφάλεια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ (αν και αυτή δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα από την Τουρκία) και εκτόνωση της κλιμακούμενης έντασης μαζί της.
Ωστόσο αυτή η τελευταία, όπως γνωρίζουμε όλοι – αντί να ανταποκριθεί στο χέρι φιλίας που της άπλωνε επί μακρόν η πάντα διαθέσιμη προς διαπραγμάτευση Ελλάδα – της ”πήρε” με βρώμικο τρόπο τα Ίμια το ’96 και άρχισε να ”παίζει” μαζί της το παιχνίδι της ”γκριζοποίησης” των νησιών της (μέχρι που φτάσαμε προσφάτως και στο γκριζάρισμα του Έβρου, χάρη στην… Μπακογιάννεια ”καζάν-καζάν” πολιτική σε Αιγαίο-Κύπρο και… Έβρο (απ’ ό,τι φαίνεται).
Μια πολιτική συνεχών υποχωρήσεων στις αδηφάγες ορέξεις του γείτονα εξ Ανατολών, πολιτική που ζει και βασιλεύει στο ΥΠΕΞ μας, κλιμακώθηκε απ’ το 2006 και μετά (χρονιά που ανέλαβε η ΝΜ το υπουργείο με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή) και διαιωνίζει απαρέγκλιτα μέχρι σήμερα το ”Ευχαριστούμε τους Αμερικανούς” του Κώστα Σημίτη, αν και αυτοί συνεχίζουν να κόπτονται για την Τουρκία παρά τη ”στρατηγική συμμαχία” μας.
Όπως αποδεικνύουν τα πράγματα και με τις καταστάσεις που βιώνουμε τώρα στον Έβρο, αντιλαμβάνονται πλέον και οι πιο δύσπιστοι ότι τα πράγματα δεν πάνε πάντα μπροστά και πάντα προς το καλύτερο, αν δεν παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη μας και δε διαχειριζόμαστε με σύνεση κι αποφασιστικότητα τις κρίσεις με την Τουρκία.
Όπερ σημαίνει ότι είναι λάθος μας να είμαστε απέναντί της υποτακτικοί και διαθέσιμοι. Να κλίνουμε το γόνυ ως ένοχοι εκλιπαρώντας για την επιείκιά της, ενώ είμαστε αθώοι του αίματος και αφελείς, για να ανεχόμαστε ακόμα την κλιμακούμενη βουλιμία και ”νευρικότητά” της…
Μετά την κρίση των Ιμίων και την άλλη που προκάλεσε η παράδοση Οτσαλάν στους Τούρκους (επί πρωθυπουργίας Σημίτη και υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου) η κατηφόρα στην Εξωτερική πολιτική μας επιταχύνεται με γεωμετρική πρόοδο.
Και επιταχύνεται όσο συνεχίζουμε να επενδύουμε ανοήτως στον τουρκικό εξευρωπαϊσμό σαν τρόπο αντιμετώπισης της επιθετικότητας της Τουρκίας, τη στιγμή που αυτή μένει ανυποχώρητη στις διεκδικήσεις της από Ελλάδα και Κύπρο, με πρωτεύοντα στόχο την ευόδωση των σχεδίων της περί ”Γαλάζιας Πατρίδας” – βάσει της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) – με συνακόλουθη την αλλαγή συνόρων σε βάρος μας.
Η απάντηση στο ερώτημα για το ”τις πταίει για όλα αυτά” υποδεικνύει ασφαλώς ως υπαίτιους, λίγο-πολύ – τους εκάστοτε υπουργούς Εξωτερικών μας και, φυσικά, τους πολιτικούς προϊσταμένους που τους επέλεξαν και συνεχίζουν να τους επιλέγουν αναλαμβάνοντας την ευθύνη κι οι ίδιοι.
Την ευθύνη για τα αποτυχημένα κριτήρια επιλογής τους, την πιθανή ακρισία τους και την αδυναμία τους να χαράξουν σοβαρή και εθνικά περήφανη Εξωτερική πολιτική, όσο κι αν η Ελλάδα διατελεί ακόμα υπό Επιτροπεία.
Για να είμαστε δίκαιοι όμως, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι απ’ την απαρχή των μνημονίων το βάρος που κλήθηκαν να σηκώσουν οι εκάστοτε κυβερνώντες ήταν τεράστιο λόγω των θεσμικών υστερήσεων και των οδυνηρών επιβαρύνσεων της οικονομίας και της κοινωνίας μας, οι οποίες συρρίκνωσαν αναγκαστικά τις αμυντικές μας δαπάνες.
Το κακό είναι ωστόσο ότι οι ξένες παρεμβάσεις από κοινού με την τουρκική επιθετικότητα ”αφόπλισαν” εν πολλοίς την ελληνική Εξωτερική πολιτική που έχει αποκτήσει πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά φοβικότητας, ηττοπάθειας και υποχωρητικότητας (στα όρια της δουλικότητας) απέναντι στους ”προστάτες” της και τον αδηφάγο εξ Ανατολών γείτονά της.
Αποτέλεσμα του αφοπλισμού της αυτού (που ”βαφτίζεται” ως ”πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας προς χάριν μιας ατελεύτητης ειρήνης) είναι η λογική της διαθεσιμότητας της Ελλάδας να δώσει ως αντάλλαγμα γη και ύδωρ, αν θυμηθούμε τα λόγια της Ντόρας Μπακογιάννη τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους για τις θυσίες που ίσως απαιτηθεί να κάνουμε μετά την προσφυγή μας στη Χάγη (”μπορεί να χάσουμε την ΑΟΖτου Καστελορίζου και κάποια μικρά νησιά, για να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματα των μεγάλων: Ρόδου, Λέρου..” κλπ).
Με τα δεδομένα αυτά και παρά τα λεγόμενα περί καταρρέουσας οικονομικά, περιθωριοποιημένης και απομονωμένης Τουρκίας μετά την εισβολή στη Συρία, την ένοπλη ανάμειξή της στον εμφύλιο της Λιβύης, την παρεμβατική πολιτική της στην Α. Μεσόγειο σε βάρος των συμφερόντων της Κύπρου, τον βομβαρδισμό κουρδικών περιοχών σε Συρία – Ιράκ και την διπλή πρόκληση στον Έβρο τον Μάρτιο και Μάιο του τρέχοντος έτους, η Τουρκία προχωρά αταλάντευτη στα σχέδιά της, αυξάνεται και πληθύνεται, ενώ η Ελλάδα συρρικνώνεται και απειλείται.
Ήδη απ’ το ’74 (χρονιά εισβολής στην Κύπρο) και εντεύθεν επανέφερε την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις: το ’76 με το ωκεανογραφικό ΧΟΡΑ (το ”Βυθίσατε το Χόρα” του τότε αρχηγού της Αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ενδεικτικό της οργής του για την παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας), το ’87 με την έξοδο του ΣΙΣΜΙΚ στο Αιγαίο, που παρ’ ολίγον να προκαλέσει θερμό επεισόδιο και το ’89 – ’96, με αποκορύφωμα την τελευταία χρονιά τα γεγονότα στα Ίμια.
Όλα αυτά επέκτειναν τις μεγαλοϊδεατικές αξιώσεις της αδηφάγου Τουρκίας στα χερσαία και θαλάσσια ελληνικά σύνορα.Την τελευταία μάλιστα πενταετία, με επίταση την περίοδο μετά τη στρατηγική συμμαχία της με τη Ρωσία, προσχώρησε αναφανδόν στην πολιτική του ιστορικού αναθεωρητισμού, βάσει της οποίας καταστρώνει τις διεκδικήσεις της σε Αιγαίο και Θράκη.
Το ιστορικό προηγούμενο διαγραφής συνθηκών και συμβάσεων που δεν τη συμφέρουν και αντικατάστασής τους ετσιθελικά με άλλες που τη συμφέρουν έγινε βασικό στοιχείο της Εξωτερικής πολιτικής της από το 2003 κυρίως και ύστερα (άνοδος Ερντογάν στην εξουσία).
Έκτοτε, έως και σήμερα, αποτελεί έκφραση της αναβαθμισμένης της θέσης στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα ως Περιφερειακής δύναμης της Ανατολικής Μεσογείου. Θέση στην οποία συνέτεινε και η δημογραφική και οικονομική της μεγέθυνσης, παρ’ όλο που βρίσκεται η τελευταία σε φάση επώδυνης ύφεση.
Το ερώτημα είναι: Απέναντι στη στρατηγική επιλογή της Τουρκίας και τη διεκδικητική για τα ελληνικά συμφέροντα Εξωτερική πολιτική της ποια στάση πρέπει να κρατήσουμε εμείς, ως Ελλάδα, λαμβανομένων υπόψη ότι:
1. Είναι αμφότερες οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ.
2. Υπάρχει ιστορικά καταχωρημένη εκ μέρους η μόνιμη ”διαθεσιμότητα” απέναντι σε ”συμμάχους” και ”φίλους”, που χαράζουν ουσιαστικά τους άξονες της Εξωτερικής πολιτικής μας.
3. Δεν είναι σίγουρο ότι θα συντρέξει κανείς απ’ αυτούς που ομνύουν σήμερα στην κατευναστική πολιτική μας έναντι της Τουρκίας ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με αυτήν θα βρεθούν στο πλευρό μας αντιμέτωποί της. Η περίπτωση της λυκοφιλίας Τραμπ-Κούρδων, άλλωστε, το απέδειξε.
4. Είναι έωλη πλέον η εμμονή όσων πιστεύουν στην ”ελληνοτουρκική φιλία” και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας (αν και η τελευταία δε δείχνει να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν και επιβάρυνε εν γνώσει της τη θέση της με την εργαλειοποίηση μεταναστευτικού στρατού στον Έβρο και την διεξαγωγή υβριδικού πόλεμου στα χερσαία και θαλάσσια ελληνικά/ευρωπαϊκά σύνορα).
5. Είναι εμφανής η αδυναμία της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας να αντιληφθεί ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται απέναντί μας ως νεο-οθωμανική δύναμη, γιατί μας βλέπει επιρρεπείς στο να παίξουμε τον ρόλο των νεοδούλων και, συνεπώς, δεκτικών ραπισμάτων όπως αυτό που μας έδωσε με την υπογραφή του μνημονίου της με την Λιβύη…
6. Οι ΗΠΑ μας έβλεπαν και θα μας βλέπουν πάντα ως αμερικανονατοϊκό προτεκτοράτο ειδικής χρήσης, που έρχεται σε δεύτερη μοίρα μετά την Τουρκία, την οποία – παρά τις απιστίες της – εξακολουθούν να την περιβάλουν με στοργή και… προδέρμ, έστω και αν:
α)Το έγκλημα εισβολής, κατοχής και εποικισμού της Βόρειας Κύπρου παραμένει εδώ και 46 χρόνια και β) Ο πόλεμος των Ιμίων απετράπη μεν το ’96, αλλά η όλη εξέλιξη απέβη σε βάρος της ελληνικότητάς τους, αφού στην αρχή γκριζοποιήθηκαν κι ύστερα άλλαξαν χέρια περνώντας στην τουρκική κυριότητα προς… δόξαν της τουρκικής πολιτικής των τετελεσμένων και της δικιάς μας διαθεσιμότητας να τα αποδεχτούμε…
7. Οι στρατηγικές της Εξωτερικής μας πολιτικής και Άμυνας απέτυχαν παταγωδώς είτε γιατί αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες είτε γιατί δεν υπήρχαν ικανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί προϊστάμενοι να τις εφαρμόσουν.
Σε κάθε περίπτωση αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια χρεοκοπημένη Εξωτερική πολιτική, ευκαιριακή και διαμορφωμένη από εξωθεσμικούς παράγοντες και ξένες επιρροές, που παίζουν ρόλο παρεμβατικό επ’ ευκαιρία κάθε ελληνοτουρκικής κρίσης…
Το πιο καταγέλαστο μάλιστα είναι ότι ακολουθούμε με… θρησκευτική ευλάβεια και αδιακρίτως κομμάτων την αποτυχημένη ως τώρα γραμμή πλεύσης που μας θέλει να υποχωρούμε μονίμως στις ορέξεις της Τουρκίας και να υπερασπιζόμαστε εμμονικά την ευρωπαϊκή προοπτική της.
Το ίδιο καταγέλαστη είναι και η πεποίθηση που εκπορεύεται από κύκλους του υπουργείου Εξωτερικών ότι αν αποφασίσει να φύγει ή διωχθεί απ’ το ΝΑΤΟ, η Ελλάδα θα πάρει σημαίνουσα θέση στη Δύση και θα μετατραπεί σε πολύφερνη νύφη της ευρωατλαντικής συμμαχίας, η οποία προς ώρας τη συμπεριφέρεται μάλλον σαν αποπαίδι, παρά σαν παιδί της αγαπητό και φερέγγυο, έναντι της αντιφρονούσας και αφερέγγυας Τουρκίας…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Όσο η Ελλάδα δίνει την εντύπωση στους συμμάχους της και την Τουρκία ότι είναι δεδομένη και διαθέσιμη, τόσο εκμηδενίζει την αξία της, γίνεται είδος προς κατανάλωση και πολλαπλασιάζει τις διαθέσεις των ”προστατών” της να την εκμεταλλευτούν και των επιβουλέων της να την κατακτήσουν…