Το τελευταίο διάστημα βιώνουμε πάλι ένα παραλήρημα ασάφειας, αντιφατικότητας και πειθαρχιολαγνείας: Με επίκληση τα αυξημένα κρούσματα, χωρίς όμως να προβάλλεται ο ορισμός του κρούσματος και, επιπροσθέτως, χωρίς να διευκρινίζεται αν υφίστανται συνοδά συμπτώματα και πόσο σοβαρά είναι αυτά, αποφασίσθηκε (παρά την αμέσως προηγηθείσα διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι είναι επαρκές το πλαίσιο μέτρων για τον κορωνοϊό) η επέκταση της υποχρεωτικής μασκοφορίας και στα σούπερ-μάρκετ, ως εάν οι άλλοι κλειστοί χώροι δεν προσφέρονται, εξίσου ή και περισσότερο, για την εξάπλωση της δήθεν φονικής πανδημίας. Είναι δε εντυπωσιακό ότι την ίδια ώρα χιλιάδες φίλαθλοι του Ολυμπιακού κατέκλυσαν το Πασαλιμάνι για να πανηγυρίσουν, άνευ οιασδήποτε κρατικής αντιδράσεως, την κατάκτηση του 45ου πρωταθλήματός τους – άραγε πόσο λογικό θα είναι να επιτρέπονται μεν οι πανηγυρισμοί (και οι συγκεντρώσεις του λαού για να εκδηλώσει την λατρεία του προς τους “σωτήρες” πολιτικούς), όχι όμως τα πανηγύρια;
Μέσα σε αυτό το κλίμα σύγχυσης (ο Άλντους Χάξλεϋ, στην εισαγωγή που έγραψε το 1946 για το δυστοπικό μυθιστόρημά του “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος”, μτφ.: Ελένη Κυπραίου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1980, σελ. 18, τόνιζε ότι «όταν υπάρχει σύγχυση, ο κυβερνητικός έλεγχος μεγαλώνει»), ο κ. Χαρδαλιάς, με πρόσφατη ανάρτησή του στο facebook, επιχειρεί να μας πείσει για την φονικότητα του κορωνοϊού τοποθετούμενος ως εξής: «ο ιός είναι εδώ, σε ύφεση στην Πατρίδα μας, αλλά σίγουρα ανάμεσά μας, επικίνδυνος και αόρατος». Ταυτοχρόνως, αράδιασε συνολικούς αριθμούς νεκρών σε διάφορες χώρες, τονίζοντας, σαν κάποιον που “έχει την μύγα και μυγιάζεται”, ότι «δεν είναι ψέμα, δεν είναι fake news».
Χρωστάμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη στον κ. Χαρδαλιά, ο οποίος φρόντισε να ξαναφρεσκάρει την αποδυναμωμένη ιστορική μας μνήμη, αφού έκανε και πάλι λόγο περί “αοράτου ιού”, δηλαδή περί “αοράτου εχθρού”, όπως είθισται να αποκαλούν οι ηγέτες όλων των πληττόμενων χωρών τον κορωνοϊό από τότε που κηρύχθηκε ο πόλεμος εναντίον του, σαν να απευθύνονται σε παιδάκια που πρέπει να τα νανουρίσουν με παραμύθια.
Όπως, όμως, κατ’ επανάληψιν έχει τονισθεί, “αόρατος εχθρός” ήταν ήδη το 2001 η Αλ Κάιντα, για την αντιμετώπιση της οποίας ενεργοποιήθηκε παγκοσμίως ένας μηχανισμός περιστολής των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη. Έτσι, η επαναφορά του ιδίου όρου στην εποχή της “βασιλείας του κορωνοϊού” καθιστά επιτακτική την ανάγκη να εξετασθούν και να αναλυθούν συγκριτικά οι δύο πόλεμοι: αφ’ ενός ο πόλεμος του 2001 κατά της τρομοκρατίας, αφ’ ετέρου ο πόλεμος του 2020 κατά του κορωνοϊού.
Οι ομοιότητες είναι πολλές και πασίγνωστες, σχετίζονται δε όλες με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των “νέων πολέμων” μακράς πνοής, οι οποίοι δεν διεξάγονται πλέον με παραδοσιακό τρόπο, δηλ. ανάμεσα σε στρατιώτες, αλλά κατά τρόπο συγκεχυμένο, με αποτέλεσμα πληττόμενος στόχος να είναι συνήθως οι άμαχοι, αμέτοχοι, αθώοι πολίτες (βλ. ιδίως Heribert Münckler, Οι νέοι πόλεμοι. Νέοι εχθροί και νέες μορφές πολέμου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002, σελ. 34 επ., 119). Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Χαρδαλιάς με μια πρωτοφανή και κάθε άλλο παρά πειστική δραματικότητα τόνισε: «Παιδιά, αδέλφια, γονείς κλαίνε και προσεύχονται για τις ψυχές τους σε όλο τον κόσμο, και εμείς προσευχόμαστε για τους 194 συνανθρώπους μας που έφυγαν τόσο άδικα, εδώ στην Πατρίδα μας και τις οικογένειές τους». Πρόκειται για παρεμφερή λογική με εκείνη που κυριάρχησε και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα αδικοχαμένα θύματα του κορωνοϊού τιμήθηκαν, σαν να ήταν θύματα άνανδρης τρομοκρατικής επίθεσης, με ενός λεπτού σιγή στην έναρξη των δυστοπικών ποδοσφαιρικών αγώνων με υποκατάστατα θεατών και ζητοκραυγών.
Στο πεδίο των ομοιοτήτων μεταξύ “9/11” και “Covid-19” συγκαταλέγεται, βεβαίως, και η καταλυτική συμμετοχή της “τέταρτης εξουσίας”, δηλ. των ΜΜΕ, που ως γνωστόν είναι απαραίτητα για την μετάδοση και διάδοση των τρομολαγνικών εικόνων από τα “χαρακώματα”. Φυσικά, ο ρόλος των ΜΜΕ σε πολεμικές επιχειρήσεις είναι γνωστός από παλαιότερα: Όπως επισημαίνει ο Noam Chomsky (Προπαγάνδα και Κοινός νους, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2003, σελ. 87), τον Απρίλιο του 1986 οι ΗΠΑ προγραμμάτισαν να βομβαρδίσουν την Λιβύη στις 7 μ.μ., όταν τα τηλεοπτικά δίκτυα μετέδιδαν το βραδινό δελτίο ειδήσεων: «είναι το πρώτο μεγάλο έγκλημα πολέμου στην ιστορία που ρυθμίστηκε να γίνει την κατάλληλη στιγμή, ώστε να μεταδοθεί από την τηλεόραση στη ζώνη της υψηλής τηλεθέασης»!
Πέρα, όμως, από τις ομοιότητες οι οποίες συνδέουν τους δύο πολέμους που έχουν διεξαχθεί μέχρι τώρα κατά ενός “αόρατου εχθρού”, υπάρχει μια αξιοσημείωτη διαφορά: Ενώ το 2001 είδαμε σε ζωντανή μετάδοση από τις οθόνες μας τα αποτελέσματα που είχε η επίθεση του “αόρατου εχθρού” εναντίον του παγκόσμιου κέντρου εμπορίου (συνεπώς, αν κάποιοι μπορούν να αμφισβητήσουν την πτώση των αεροσκαφών στους Δίδυμους Πύργους, όπως π.χ. ο Thierry Meyssen στο βιβλίο του “11 Σεπτεμβρίου 2011. Η τρομακτική απάτη”, μτφ.: Μαρία Κράλλη, εκδ. Γραφές, Αθήνα 2002, ουδείς δύναται να αμφισβητήσει τους χιλιάδες νεκρούς από την πυρκαϊά και την πτώση των Πύργων), το 2020 δεν βλέπουμε ιδίοις όμμασιν τους νεκρούς από την παγκόσμια επίθεση του κορωνοϊού κατά της δημόσιας υγείας, αλλ’ απλώς ακούμε ή διαβάζουμε τους αριθμούς των νεκρών που ενίοτε συνοδεύονται από δραματικές φράσεις του τύπου “εκατόμβη νεκρών στην Ιταλία”. Κρίσιμο το ρητορικό ερώτημα που διατυπώνει ο Hunter στο βιβλίο του “Πλύσις εγκεφάλου” (μτφ.: Ανθ. Ανανιάδης, εκδ. Νέος Κόσμος, Αθήναι 1969, σελ. 85) με αφορμή τον βακτηριολογικό πόλεμο της Κορέας: «Κάτι που βλέπεις με τα μάτια σου το πιστεύεις, έτσι δεν είναι;».
Μάλιστα, η πληροφόρηση σχετικά με την φονικότητα του ιού χαρακτηρίζεται από τις εξής ύποπτες ιδιαιτερότητες: Δεν ενημερωνόμαστε συγκριτικά ούτε για τον αριθμό των νεκρών που είχε η χώρα μας το προηγούμενο έτος κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ούτε για τον αριθμό των νεκρών που έχει η χώρα μας κατά το τρέχον διάστημα από άλλες αιτίες. Επιπροσθέτως, η παράθεση των νεκρών από Covid-19 έχει ήδη σχετικοποιηθεί μετά την δήλωση του κ. Τσιόδρα, ο οποίος παραδέχθηκε δημοσίως ότι έγιναν υπερβολές κατά την επίμαχη καταγραφή των θανάτων («οποιοσδήποτε πέθαινε από ή με Covid, καταγραφόταν σαν να πέθαινε από Covid»). Η σχετικοποίηση αυτή βαθαίνει ακόμη περισσότερο, στο μέτρο που, βάσει εκκρεμών μηνύσεων, σε αρκετές περιπτώσεις καταγγέλλεται ότι παραποιήθηκε η αιτία θανάτου, η οποία παρουσιάσθηκε ως αποτέλεσμα της νόσου Covid-19 είτε αυτογνωμόνως είτε κατόπιν δελεαστικής προσφοράς που έγινε προς τους συγγενείς των νεκρών με χρηματικό ή άλλης φύσεως αντάλλαγμα.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρόσκληση του κ. Χαρδαλιά προς τον ελληνικό λαό να απομονώσει τους “ελάχιστους λαϊκιστές” (sic), τους “ανεκδιήγητους και επικίνδυνους συνωμοσιολόγους δήθεν αναλυτές” (sic), τους “ευκαιριακούς και λάγνους της οποιασδήποτε ανεύθυνης τρίλεπτης δημοσιότητας και των φημών των social media” (sic) είναι παντελώς άστοχη, ανερμάτιστη, ανεδαφική και εν τέλει απαράδεκτη. Τόσο ο ίδιος όσο και τα λοιπά μέλη της ελληνικής κυβέρνησης φέρουν το βάρος πλήρους αποδείξεως ότι πράγματι δεχόμαστε επίθεση από έναν “επικίνδυνο και αόρατο εχθρό”. Οι κυριότεροι πυλώνες επί των οποίων εδράζεται η δικαιολογημένη αμφισβήτηση που έχει ριζώσει στο μυαλό πολλών (και όχι ελάχιστων, όπως θέλει να πιστεύει ο κ. Χαρδαλιάς) Ελλήνων ως προς τις αληθείς διαστάσεις της επικινδυνότητας του “αόρατου εχθρού” είναι οι εξής:
Πρώτον, οι κραυγαλέες αντιφάσεις, ασάφειες και παλινωδίες ως προς τον χειρισμό της λεγόμενης υγειονομικής κρίσης. Δεύτερον, οι μείζονες ομοιότητες με τον “αόρατο εχθρό” της 11ης Σεπτεμβρίου και με τις συνέπειες που είχε για τα δικαιώματα του πολίτη η διεξαγωγή του αντίστοιχου πολέμου. Τρίτον, η πληρωμένη διαφήμιση των εφαρμοστέων μέτρων, η οποία, μέσω μιας πρωτοφανούς καθημερινής πλύσης εγκεφάλου, προσιδιάζει σε “γκαιμπελική προπαγάνδα” και όχι σε ενημερωτική καμπάνια. Τέταρτον, η απροβλημάτιστη επιβολή του “lockdown” που αποτέλεσε παράλογη θυσία όλων των υγιών κυττάρων της κοινωνίας στον βωμό της υποκριτικής διάσωσης των ευπαθών ομάδων και των ηλικιωμένων με τελικό αποτέλεσμα την επικείμενη επιδείνωση των συνθηκών ζωής του συνολικού πληθυσμού (για την αλλόκοτη διαχείριση του εν λόγω ζητήματος και τον παραλληλισμό με τους σκακιστές που, αντί να θυσιάσουν ορισμένα πιόνια, θυσιάζουν ολόκληρη την σκακιέρα βλ. το άρθρο του γράφοντος “Τραγική διαχείριση τραγικών διλημμάτων” εις: Κυριακάτικη Δημοκρατία, 19.7.2020, σελ. 07β/23).
Εξ ορισμού καθετί “αόρατο” που εφέλκεται σοβαρούς περιορισμούς στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του πολίτη, μία εκ των οποίων αφορά την εκούσια αυτοδιαχείριση της ιερότητας του προσώπου μας, χρήζει εξονυχιστικού ελέγχου, ώστε οι περιορισμοί αυτοί να αποκτήσουν ένα απολύτως ορατό νομιμοποιητικό έρεισμα. Διαφορετικά, μεταπίπτουμε σε μια κοινωνία αποχαυνωμένων, άβουλων και εθισμένων στην οσφυοκαμψία πολιτών, οι οποίοι θυμίζουν τους υπηκόους της δυστοπικής κοινωνίας που περιέγραφε το 1961 ο Κουρτ Βόνεγκατ:
Στο μακρινό για εκείνη αλλά πολύ κοντινό προς την δική μας εποχή 2081, στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν να εξαφανίσει την ατομικότητα και να εδραιώσει την απόλυτη ισότητα ανάμεσα στους Αμερικανούς πολίτες, κατά τρόπον ώστε κανένας να μην είναι περισσότερο ηλίθιος και αδύναμος ή, αντιθέτως, περισσότερο έξυπνος και δυνατός σε σχέση με τους άλλους. Για να επιτύχουν τον στόχο τους, οι Αμερικανοί διοικούντες υποχρέωναν τους πολίτες να φορούν στο κεφάλι τους επί εικοσιτετραώρου βάσεως ένα στεφάνι που εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα, εξαιτίας των οποίων διατηρείται στο ίδιο επίπεδο η εγκεφαλική λειτουργία όλων των πολιτών. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι ιδιαιτέρως ευφυείς, όπως ο δεκατετράχρονος ήρωας Harisson Bergeron, των οποίων ο εγκέφαλος αντιστέκεται στην αποδιοργάνωση της λειτουργίας του που επιδιώκεται μέσω της ηλεκτρομαγνητικής στεφανοφορίας.
Δυστυχώς, η εμμονή των περίφημων ειδικών-λοιμωξιολόγων στην κατά το δυνατόν συχνότερη μασκοφορία θυμίζει έντονα την προμνημνευθείσα αποχαυνωτική στεφανοφορία των Αμερικανών πολιτών που ζουν στην δυστοπική κοινωνία του 2081. Σημειωτέον ότι οι “ειδικοί” απαρτίζουν την “πέμπτη εξουσία” που έχει αγαστή συνεργασία με την “τέταρτη εξουσία”· ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα είδος αναβάθμισης του σημερινού “πολέμου κατά του αόρατου εχθρού” σε σύγκριση με τον αντίστοιχο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, καθ’ όσον εμπλουτίζεται από την δράση των μελών τής εν λόγω “πέμπτης εξουσίας”. Αν, λοιπόν, ο κ. Χαρδαλιάς και οι συνάδελφοί του επιδιώκουν, ή έστω εύχονται, την ισοπέδωση της εγκεφαλικής λειτουργίας όλων των Ελλήνων, τότε δεν αποκλείεται να πρέπει να ονειρευτεί την λύση που προκρίνεται στην νουβέλα του Κουρτ Βόνεγκατ: ο δεκατετράχρονος που ηρνείτο να αποδεχθεί την “δολοφονία” της ευφυΐας του, εν τέλει δολοφονείται από μέλος του συστήματος. Ένα τέτοιο όνειρο, όμως, δεν θα ήταν παρά ένας εφιάλτης. Εξηγούμαι: Ο κ. Χαρδαλιάς, αντί να λοιδωρεί και να προσβάλλει τους αντιφρονούντες αποκαλώντας τους “λαϊκιστές”, “ανεκδιήγητους και επικίνδυνους συνωμοσιολόγους” κ.λπ., επιδιώκοντας να τους προσηλυτίσει στο δικό του στρατόπεδο, θα έπρεπε να μεριμνά για την σταθερή παραμονή τους στην αντίπερα όχθη, διότι ποταμός με τρεχούμενο νερό υφίσταται μόνο όταν υπάρχουν δύο όχθες, όπερ εστί μεθερμηνευόμενον: δημοκρατία υπάρχει μόνο όταν ακούγονται τουλάχιστον δύο διαφορετικές γνώμες επί του ιδίου θέματος, αφού, ως γνωστόν, η δημοκρατία είναι η θεσμοποίηση της διαφωνίας. Η έλλειψη της τελευταίας σηματοδοτεί τον εφιάλτη: την κυριαρχία ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος· σε τέτοιο, βεβαίως, δεν αποκλείεται να αναδειχθεί η περίφημη “παγκόσμια διακυβέρνηση”, την οποία ευαγγελίζονται δεκάδες Έλληνες πολιτικοί ανήκοντες σε διαφορετικά κόμματα. Πάντως, στην παρούσα χρονική και κοινωνική συγκυρία η διαρκώς και μονότονα επαναλαμβανόμενη απαξίωση της τεκμηριωμένης διαφορετικής γνώμης, χωρίς πειστική και ουσιαστική αντίκρουσή της, προδίδει την νευρικότητα των διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης, συνιστά δε ένδειξη μετάπτωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος σε ένα υβριδικό πολίτευμα “δημοκρατικού ολοκληρωτισμού” που φέρει τον μανδύα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με διακριτικό γνώρισμα την συρρίκνωση, αν όχι την εξαφάνιση, του ιερού δικαιώματος της διαφωνίας και τον κοινωνικό χλευασμό των διαφωνούντων.
Συμπέρασμα: Οι δήθεν συνωμοσιολόγοι και τάχα διασπορείς των “fake news” –ο έλεγχος των οποίων έχει ανατεθεί οιονεί φασιστικά στην ομάδα των “9+1 σοφών” των “ελληνικών HOAXES”, τάχα μοναδικών αυθεντικών κατόχων της αληθείας– αποτελούν το “πιστοποιητικό” ή, εν πάση περιπτώσει, το “άλλοθι” της δημοκρατίας μας. Γι’ αυτό, αν ο κ. Χαρδαλιάς, αλλά και εν γένει τα μέλη της κυβέρνησης, θέλουν να καυχώνται ότι κυβερνούν με όρους δημοκρατίας, θα έπρεπε να προστατεύουν τους “αντιρρησίες” ως κόρην οφθαλμού και να τους επαινούν για την τόλμη τους να νιώθουν δυσανεξία στο “αποχαυνωτικό στεφάνι” του 2081, δηλαδή: στην μάσκα-φίμωτρο του 2020.
Και, αντί ο κ. Χαρδαλιάς να πηγαίνει στην παράσταση του κ. Ζαχαράτου για να αυτοπροβάλλεται ως ακομπλεξάριστος πολιτικός απέναντι στην καυστική μίμηση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να παρακολουθούσε την κινηματογραφική μεταφορά της ως άνω νουβέλας του Κουρτ Βόνεγκατ, η οποία προβλήθηκε το 1995 με τον τίτλο “Harrison Bergeron” και είναι ελευθέρως προσβάσιμη στο youtube. Σε αυτήν την ταινία οι πολίτες, εκτός του ότι φορούν το προπεριγραφέν αποχαυνωτικό ηλεκτρομαγνητικό στεφάνι, παραμένουν συνήθως καθηλωμένοι μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες τους και απολαμβάνουν χαζοχαρούμενα ό,τι τους σερβίρουν οι κυβερνητικοί διαχειριστές της ζωής τους, οι οποίοι, όμως, επιλέγουν κρυφά τους ευφυέστερους των πολιτών, ώστε οι τελευταίοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο ολοκληρωτικό σύστημα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι το σενάριο αυτό θυμίζει έντονα την αποφθεγματική ρήση της Ρωσοαμερικανίδος συγγραφέως Άυν Ραντ, η οποία στην νουβέλα “Ύμνος” του 1938 (μτφ.: Γ. Γρηγορόπουλος, εκδ. Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, 1995, σελ. 8), κινούμενη στο ίδιο πλαίσιο με τα δυστοπικά μυθιστορήματα “Εμείς” και “1984” των Γιεβγκένι Ζαμιάτιν και Τζορτζ Όργουελ, σημειώνει: «Αυτό είναι ένα μεγάλο αμάρτημα, να γεννηθή κανείς με ένα κεφάλι που είναι πολύ σβέλτο. Δεν είναι καλό να είναι κανείς διαφορετικός από τους αδελφούς μας, αλλά είναι κακό να είναι κανείς ανώτερος από αυτούς».
Τέλος, θα ήταν ακόμη πιο χρήσιμο για τον κ. Χαρδαλιά, να συνδύαζε την παρακολούθηση της εν λόγω ταινίας με την ανάγνωση του βιβλίου του Μίχαελ Σμιτ-Σάλομον “Όχι άλλοι βλάκες στην εξουσία” (μτφ.: Λ. Καρατζάς, εκδ. γράμματα, 2012, σελ. 151). Σε αυτό το βιβλίο θα διάβαζε ότι: «Συχνά αρκούν οι επίμονες ενέργειες κάποιων ολίγων για να ανατρέψουν το κοινωνικό σύστημα. Στο λίκνο των κοινωνικών κινημάτων υπάρχουν πάντα κάποια μεμονωμένα άτομα, τα οποία είχαν την απαραίτητη τρέλα για να αμφισβητήσουν τα πνευματικά ταμπού της εποχής τους. Φυσικά, αυτοί οι εκτός εποχής άνθρωποι, που για πρώτη φορά πρόβαλαν τέτοιες “εξωφρενικές ιδέες”, όπως η ελευθερία της έκφρασης […], θεωρήθηκαν αρχικά γραφικοί» (πρβλ. Παζολίνι, Βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο, εκδ. Alloglotta, 2015, σελ. 52: «οι λιγοστοί άνθρωποι που έγραψαν ιστορία είναι εκείνοι που είπαν “όχι” – δεν είναι οι αυλοκόλακες και οι βοηθοί των καρδινάλιων»). Και συνεχίζει ο Γερμανός συγγραφέας: «Μια μεταρρυθμιστική κίνηση που αποσκοπεί στο πολιτιστικό ξεστράβωμα και όχι στην ηθική αγανάκτηση έχει πέρα από μεγαλύτερη αληθοφάνεια, ένα δεύτερο και αποφασιστικό πλεονέκτημα: Μπορεί να αγγίξει ακόμα κι εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι είναι απολύτως αφομοιωμένοι από το σύστημα, αλλά έχουν αρχίσει να αμφισβητούν τη λογική του συνόλου. [….] Ουσιαστικά βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με τους υπηρέτες του αυτοκράτορα στο παραμύθι του Άντερσεν: ξέρουν πάρα πολύ καλά ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, είναι όμως αναγκασμένοι να συνεχίσουν να παίζουν τους κομπάρσους σ’ αυτό το θεατρικό έργο, μέχρις ότου γίνει αντιληπτό ακόμα και στην τελευταία γωνιά της δημόσιας συνείδησης πόσο αθεράπευτα βλακώδης είναι ολόκληρη η παράσταση» (ό.π., σελ. 160).
Φυσικά, ο κ. Χαρδαλιάς δεν μπορεί ή, ακριβέστερα, δεν θέλει να δει ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, αφού στο θεατρικό έργο το οποίο παρακολουθούμε με τίτλο «εξουσία είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που μας διαχωρίζει σε αυτούς που καθυποτάσσουν και σε εκείνους που καθυποτάσσονται» (Παζολίνι, ό.π., σελ. 53) διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Κάποιοι άλλοι, όμως, συνάδελφοι-θεατές ίσως έχουν ήδη αρχίσει να νιώθουν λίγο έως πολύ άβολα όντας καρφωμένοι στις καρέκλες τους. Εκτός κι αν συνεχίζουν να νιώθουν άνετα, επειδή ισχύει αυτό που επισημαίνει ο Chomsky (ό.π., σελ. 153): «Οι άνθρωποι θέλουν να υποτάσσονται στο μυστήριο, τη μαγεία και τον έλεγχο […], η ελευθερία είναι επικίνδυνη και οι άνθρωποι χρειάζονται –σε κάποιο επίπεδο μάλιστα θέλουν– υποταγή, μυστήριο, αυθεντία». Πρόκειται για μια απαισιόδοξη ερμηνεία, βάσει της οποίας εξηγείται γιατί η (κατά τον κ. Χαρδαλιά συντριπτική) πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών θα εξακολουθεί και στο απώτερο μέλλον να εφαρμόζει κατά γράμμα τα αποφασισθέντα υγειονομικά μέτρα, ζώντας στην δυστοπική κοινωνία της “βασιλείας του κορωνοϊού”.
Nota bene: Είναι εντυπωσιακό ότι υπάρχουν συγγραφείς που όχι μόνο αρνούνται να αντικρίσουν την ήδη δημιουργηθείσα δυστοπία, αλλά τολμούν και περιγράφουν ως “μελλοντολόγους” ή “προφήτες” της καταστροφής όσους «προαναγγέλλουν την έλευση μιας παγκόσμιας δυστοπίας ως νέα μορφή κανονικότητας» (έτσι ο Παπατόλιας, Η «επόμενη μέρα» του εθνικού και ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Ερμηνευτικοί [ανα]στοχασμοί μετά την πανδημία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2020, σελ. 184). Δυστυχώς, όμως, εν έτει 2020 δεν περισσεύει χώρος για άλλους προφήτες, αφού βιώνουμε ήδη την υλοποίηση των προφητειών. Η προβολή της ταινίας έχει ήδη αρχίσει, οι θεατές είναι στην θέση τους και στο ταμείο δεν υπάρχει υπάλληλος για να κόψει άλλα εισιτήρια.
Ο Chomsky συμπληρώνει τις σκέψεις μας παραθέτοντας μια φράση του τόσο επίκαιρου Τζορτζ Όργουελ: «Τα σκυλιά στο τσίρκο πηδούν όταν ο εκπαιδευτής χτυπά το μαστίγιο, αλλά το καλοεκπαιδευμένο σκυλί είναι αυτό που κάνει τούμπες στον αέρα όταν δεν υπάρχει μαστίγιο» (πρβλ. τις αναφορές στα πειράματα του Παβλώφ από τον Hunter, ό.π., σελ. 55 επ.). Ο Όργουελ δεν αποκλείεται να επαληθευτεί, όταν θα δούμε τους συμπολίτες μας να κυκλοφορούν συνεχώς με μάσκες-φίμωτρα στους δρόμους ή να την φορούν ακόμη και όταν θα κολυμπούν στην θάλασσα, ίσως και με προσωπίδα πάνω από τις μάσκες, μολονότι η σχετική ΚΥΑ θα κάνει λόγο για απλώς συνιστώμενη χρήση μάσκας στους εξωτερικούς χώρους.
Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας το ακόλουθο χωρίο από την προαναφερθείσα δυστοπική νουβέλα της Άυν Ραντ (ό.π., σελ. 42): «Υπάρχει φόβος που κρέμεται στον αέρα στις αίθουσες του ύπνου, και στον αέρα στους δρόμους. Φόβος στα μονοπάτια της Πόλης, φόβος χωρίς όνομα, χωρίς σχήμα. Όλοι οι άνθρωποι τον νοιώθουν και κανένας δεν τολμά να μιλήσει». Φόβος όμως αδικαιολόγητος, φόβος απάνθρωπος, δημιούργημα των παγκόσμιων διαχειριστών μιας πειθαρχικής κοινωνίας που φαντασιώνεται νυχθημερόν την υποταγή των πολιτών διά της τυφλώσεως μέσω της προπαγάνδας και της φιμώσεως μέσω της μάσκας (βλ. ήδη Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, μτφ.: Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2001, σελ. 226, ο οποίος, με αφορμή τα μέτρα που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανούκλας στα τέλη του 17ου αιώνος, σημείωνε: «Αν είναι αλήθεια ότι η λέπρα υποκίνησε τα τελετουργικά αποκλεισμού που παρουσίασαν σε έναν βαθμό το πρότυπο και τη γενική μορφή του μεγάλου Εγκλεισμού, η πανούκλα υποκίνησε αντιθέτως πειθαρχικά σχήματα»). Θυμηθείτε και το περίφημο σλόγκαν της γ.γ. Πολιτικής Προστασίας: «Παραμένουμε πειθαρχημένοι, παραμένουμε υπεύθυνοι, γιατί κανένας μας δεν θέλει να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν χθες. Μένουμε ασφαλείς, βγαίνουμε νικητές». Διαβάστε το τώρα ανάποδα: «Παραμένουμε ανελεύθεροι, γιατί κανένας μας δεν μπορεί να γυρίσει εκεί που ήταν χθες. Μένουμε ηλίθιοι, μένουμε ηττημένοι».
*O Κωνσταντίνος Βαθιώτης είναι Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.