Από τη δεκαετία του ’50 και ιδιαίτερα από το 1974, με την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο, η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση διέρχεται περιόδους ύφεσης ή έξαρσης. Στις περιόδους ύφεσης οι κυρίαρχες πολιτικές ηγεσίες του Ελληνισμού επαναπαύονται στις ψευδαισθήσεις τους περί δυνατότητας διαρκούς ειρηνικής συνύπαρξης.
Στις περιόδους έξαρσης προσπαθούν να εξευμενίσουν τον αντίπαλο, με διάφορες παραχωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνουν ότι δε φρόντισαν, κατά το προηγούμενο διάστημα, να προετοιμαστούν αρκετά για να τον αντιμετωπίσουν. Κατά συνέπεια γίνεται αναπόφευκτη η συνέχιση της πολιτικής του κατευνασμού.
Η Τουρκία, ο προαιώνιος εχθρός του γένους, δεν είναι μόνο ένας παλαιός ή έστω ένας σημερινός εχθρός των Ελλήνων, αλλά μια διαρκής απέραντη απειλή για την ύπαρξή τους.
Ότι και να παραχωρήσουμε στους Νεοθωμανούς στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στη Θράκη, πολύ σύντομα θα επανέλθουν με νέες ακόμη μεγαλύτερες αξιώσεις. Ακόμη και η μικρότερη παραχώρηση ή η διάθεση για διάλογο εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Θεωρούν, ότι αφού κάναμε την πρώτη παραχώρηση – έχουμε ήδη κάνει πολλές – γιατί να μη συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο;
Η Τουρκία φιλοδοξεί να καταστεί ηγεμονική περιφερειακή δύναμη σ’ ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου. Έχει ήδη εισβάλει στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη, έχει δημιουργήσει βάσεις στο Κατάρ και τη Σομαλία ενώ έχει αποκτήσει ναυτικές διευκολύνσεις στην Αλβανία. Παράλληλα υλοποιεί ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία της. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις γεωστρατηγικές φιλοδοξίες της Άγκυρας είναι η Ελλάδα, επειδή αποτελεί το ισχυρότερο κράτος στα σύνορά της.
Για τους Νεοοθωμανούς η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει νη ηττηθούν ολοκληρωτικά, να υποταχθούν και να καταστούν γεωπολιτικοί δορυφόροι. Τίποτα λιγότερο δε θα γίνει αποδεκτό μακροπρόθεσμα από την αναθεωρητική – επεκτατική Τουρκία.
Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις σε Αθήνα και Λευκωσία δε θέλουν να κατανοήσουν αυτήν την αμείλικτη πραγματικότητα. Διαχειρίζονται το πρόβλημα βραχυπρόθεσμα – το πολύ μέχρι τις επόμενες εκλογές. Την ίδια οδό ακολουθούν και οι περισσότεροι αναλυτές (πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι κ.α.), αναλύοντας τα επιμέρους επεισόδια με βάση την επικαιρότητα. Βλέπουν κάθε φορά το δένδρο αλλά όχι το δάσος.
Αν το ερευνητικό πλοίο (Oruc Reis) των Τούρκων δεν πάει τώρα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ή αν το γεωτρύπανο Γιαβούζ σταματήσει τις εργασίες του στην κυπριακή ΑΟΖ, τότε όλοι θα βγάλουν έναν αναστεναγμό ανακούφισης, θεωρώντας ότι το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την προσωρινή αποκλιμάκωση.
Οι Τούρκοι: Κατέχουν το 37,5% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποίαν δεν αναγνωρίζουν, την θεωρούν «εκλιπούσα». Πραγματοποιούν παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις στην οριοθετημένη κυπριακή ΑΟΖ. Παραβιάζουν καθημερινά τον ελληνικό εναέριο χώρο πετώντας πάνω από κατοικημένα νησιά.
Απειλούν με πόλεμο (casus belli) την Ελλάδα αν επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της στα 12 ν.μ. Δεν αναγνωρίζουν ότι τα νησιά έχουν κυριαρχικά δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και με βάση αυτή τη θέση υπέγραψαν μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με τη Λιβύη. Χρησιμοποιούν τις μεταναστευτικές ροές ως υβριδικό όπλο για να υπονομεύσουν την εθνική ομοιογένεια του ελλαδικού χώρου και άλλα πολλά. Δυστυχώς όλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου, η ελληνική κοινή γνώμη τα έχει συνηθίσει και αποδεχτεί ως «κανονικότητα».
Η σημερινή απειλή της Τουρκίας έχει τις ρίζες της στην ήττα του 1922. Τότε η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διατηρήσει τα κέρδη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Συνθήκη των Σεβρών). Αν είχαμε κερδίσει στη Μικρασιατική Εκστρατεία θα βρισκόμαστε και στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου και στην Ανατολική Θράκη. Τα στενά δε θα ήταν τουρκικά, θα υπήρχε ανεξάρτητο κράτος στον Πόντο και ένα μεγάλο κουρδικό κράτος στην ανατολική Μικρά Ασία. Μια μικρή γεωγραφικά Τουρκία θα έπαυε να αποτελεί διαχρονική απειλή για τον Ελληνισμό. Δυστυχώς δεν έγινε αυτό και σήμερα, εκατό χρόνια μετά, είμαστε αντιμέτωποι με την αναγέννηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όποιες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις κι αν γίνουν, όποιες Μεγάλες Δυνάμεις κι αν μεσολαβήσουν, όποιες δηλώσεις υποστήριξης κι αν ακουστούν δε θα κάνουν τίποτα περισσότερο από το να μεταθέσουν χρονικά την αναπόφευκτη αναμέτρηση.
Οι πολιτικές ηγεσίες άλλα και η ιντελιγκέντσια του Ελληνισμού πρέπει να κατανοήσουν αυτή τη νομοτέλεια. Σε διαφορετική περίπτωση είναι εθνικά ανεπαρκείς. Το ζητούμενο είναι πόσο αποτελεσματικά θα εκμεταλλευτεί η κάθε πλευρά το «παράθυρο του χρόνου».
Μια ελληνική υψηλή στρατηγική πρέπει να χαραχθεί και να υλοποιείται καθημερινά ανεξάρτητα από την εναλλαγή των κυβερνήσεων. Η υψηλή στρατηγική προϋποθέτει συνεχείς ενέργειες ενίσχυσης όλων των συντελεστών ισχύος των δύο κρατικών οντοτήτων (Ελλάδας και Κύπρου) του έθνους. Βασικοί συντελεστές ισχύος είναι η οικονομική και νομισματική ανεξαρτησία, το παραγωγικό δυναμικό, η αμυντική βιομηχανία, οι ένοπλες δυνάμεις, η αύξηση και η ομοιογένεια του πληθυσμού, η κοινωνική συναίνεση (εσωτερική νομιμοποίηση), το φρόνημα και οι συμμαχίες (εξωτερική εξισορρόπηση).
Η ξενοκρατία, ο δωσιλογισμός και η ιδεολογική «Πέμπτη Φάλαγγα» των εθνομηδενιστών πρέπει να ηττηθούν για να υπάρξει εθνική κυριαρχία.
Ο πόλεμος μεταξύ του Ελληνισμού και της Τουρκίας διεξάγεται εδώ και χρόνια. Η ένοπλη σύγκρουση, περιορισμένη ή γενικευμένη, είναι το τελευταίο στάδιο ενός πολέμου και σ’ αυτόν είτε η Ελλάδα θα νικήσει είτε η Τουρκία, ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν. Υπάρχει βέβαια και ήττα χωρίς ένοπλη σύγκρουση, όταν ο παραλυτικός φόβος του πολέμου οδηγεί σε διαπραγματεύσεις για το πόσα θα παραχωρούμε σε κάθε φάση.
Για τον Ελληνισμό όμως δεν αρκεί μια έστω προσωρινή νίκη, χρειάζεται να επιβάλει, την κατάλληλη στιγμή, μια στρατηγική ήττα στην Τουρκία. Αν δε συμβεί αυτό, η τουρκική απειλή θα επανεμφανιστεί πάλι μετά από ένα χρονικό διάστημα. Πρέπει να προετοιμαζόμαστε, χωρίς ψευδαισθήσεις, για αγώνα ζωής ή θανάτου. Αν δεν το κάνουμε αυτό εγκαίρως, οδεύουμε σε εθνική ευθανασία.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε αντιληφθεί ότι δεν αρκούσε η ελληνική νίκη κατά τους Μηδικούς Πολέμους. Η εκστρατεία που πραγματοποίησε αποσκοπούσε στη διάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας, για να εξαλειφθεί κάθε δυνητικός μελλοντικός κίνδυνος από αυτήν. Ήταν, δηλαδή, ένας προληπτικός πόλεμος. Αυτό έχει γίνει πολλές φορές στην ιστορική διαδρομή.
Κάποιοι θα χαρακτηρίσουν όλα τα ανωτέρω εθνικιστικά – σοβινιστικά. Θα πουν ότι είναι παλαιές εθνοκεντρικές αντιλήψεις που δεν έχουν εφαρμογή στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης. Κάποιοι άλλοι θα ισχυριστούν ότι δεν μπορούν να γίνουν γιατί η Τουρκία έχει οκταπλάσιο πληθυσμό από την Ελλάδα και είναι πολύ μεγαλύτερη οικονομία. Σ’ όλους αυτούς τους φοβισμένους και δειλούς, που αναζητούν δικαιολογίες για να παραδοθούν, θα επισημάνουμε δύο πράγματα:
Στη σύγχρονη εποχή η νίκη σε μια πολεμική αναμέτρηση δεν εξαρτάται από το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων αλλά από την τεχνολογική υπεροχή. Οι πόλεμοι ήδη γίνονται όλο και περισσότερο από «έξυπνες μηχανές». Ένα ή δύο σύγχρονα οπλικά συστήματα μπορούν να κάνουν τη διαφορά (όπως το εύδρομο «Αβέρωφ» το 1912). Ο Ελληνισμός πρέπει να προηγηθεί τεχνολογικά των Τούρκων, κάτι απόλυτα εφικτό αν υπάρξει πολιτική βούληση.
Η υστέρηση στα οικονομικά μεγέθη απαιτεί τη διοχέτευση περισσότερων πόρων (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας που θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για ολόκληρη την οικονομία. Απαιτείται και εδώ πολιτική βούληση. Το Ισραήλ δαπανάει το 5,3% του ΑΕΠ του για την άμυνά, η Ελλάδα μόνο το 2,6% και η Κύπρος το 1,6%. Αλήθεια τι περιμένουν κάποιοι, να ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο η Τουρκία ή να αποκτήσει πυρηνικά όπλα;
Αλλά αυτή η αναγκαία, για την επιβίωση του έθνους, πολιτική βούληση δεν μπορεί να προέλθει από το ετεροπροσδιορισμένο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα που αναζητεί μόνιμη προστασία από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο ή την Ουάσινγκτον. Μια αποικία χρέους, όπως έχει καταστεί η Ελλάδα, δεν μπορεί να χαράξει υψηλή εθνική στρατηγική.
Όλες οι σημαντικές αποφάσεις πρέπει να έχουν τη σύμφωνη γνώμη των επικυρίαρχων δυνάμεων που ελέγχουν τη χώρα μέσω του ευρωνομίσματος και του συναλλαγματικού χρέους που δημιουργήθηκε απ’ αυτό. Ούτε φρεγάτες μας επιτρέπουν να αγοράσουμε (γαλλικές Fremm το 2011, Belharra σήμερα) γιατί τα λεφτά πηγαίνουν πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Μια πατριωτική ηγεσία είναι αναγκαίο να αναδειχθεί επειγόντως για να δώσει ένα ολιστικό όραμα σε εθνικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και αμυντικό επίπεδο, προκειμένου να προετοιμάσει την αντίσταση του Ελληνισμού απέναντι στην υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει.
Αν θέλουμε να επιβιώσει ελεύθερο το γένος των Ελλήνων.