Εν εξελίξει βρίσκεται μία μεγάλη πολιτική αλλαγή στο διεθνές γίγνεσθαι. Πρόκειται για τη διαδικασία όπου το έθνος-κράτος επιστρέφει για να ανακτήσει πτυχές της κυριαρχίας του που απομειώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση.
Η τελευταία, όπως διαμορφώθηκε στην μετα-ψυχροπολεμική εποχή, έχει ως κύριους πυλώνες την επέκταση του ελεύθερου εμπορίου, την κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς στην οικονομία, τη διάδοση της ψηφιακής τεχνολογίας στην αγορά εργασίας, τον ανταγωνισμό των χωρών με χαμηλούς μισθούς, τη μεταναστευτική έξαρση προς τη Δύση, την ενίσχυση των υπερεθνικών οργανισμών και τέλος την επέκταση των διηπειρωτικών συμφωνιών με δεσμευτικό χαρακτήρα.
Το πολιτικό κατεστημένο και οι κυρίαρχες προοδευτικές ελίτ που ήταν ταγοί της εξουσίας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οραματίστηκαν τη δημιουργία μίας μετεθνικής συλλογικής οντότητας.
Αναπόφευκτα ο νόμος δράσης-αντίδρασης εφαρμόστηκε και στην περίπτωση αυτή. Κράτη με εδραιωμένη εθνική κυριαρχία και σημαντική παρουσία ως δρώντες στο διεθνές σύστημα ισχύος στράφηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτήν της αντιπαγκοσμιοποίησης. Από την Ινδία ως τις χώρες του Βίσεγκραντ, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την Βραζιλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχει δημιουργηθεί ένα διεθνές κίνημα ισχυρών ηγετών που συγκρούονται με τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται για μια πολιτική επανάσταση η οποία έχει χαρακτηριστεί ως νέος εθνικισμός (new nationalism).
Στην πρωτοπορία του βρίσκονται το ΗΒ και οι ΗΠΑ. Για το μεν πρώτο το δημοψήφισμα στο οποίο πλειοψήφησε η απόφαση εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (23 Ιουνίου 2016), η ιστορική αυτοδυναμία των Tories (Συντηρητικό Κόμμα) στις τελευταίες εκλογές (12 Δεκεμβρίου 2019) που επιβεβαίωσε τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος και εν τέλει η αποχώρηση ύστερα από 47 χρόνια κοινής πορείας με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη (31 Ιανουαρίου 2020) αποτέλεσε την αλληλουχία σημαντικών γεγονότων στην θεώρηση της επικυρίαρχης Γερμανίας στην Ευρώπη και της απρόσωπης γραφειοκρατίας των Βρυξελλών ως εξωτερική απειλή. Για τις δε δεύτερες η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ ως 45ου Προέδρου (8 Νοεμβρίου 2016) ήταν η απάντηση στον περιορισμό ισχύος της μέχρι πρόσφατα μοναδικής υπερδύναμης λόγω των ανερχόμενων μεγάλων δυνάμεων, κυρίως της Κίνας, και των περιορισμών που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί στο αμερικανικό εθνικό συμφέρον μέσω πολυμερών συνθηκών.
Η ειδική σχέση ΗΠΑ – ΗΒ
Οι δύο αυτές δυνάμεις της αγγλοσαξονικής παράδοσης έχουν δημιουργήσει σύζευξη ταύτισης συμφερόντων που η δυναμική της καθορίζει την αλλαγή στη ροή της ιστορίας. Σηματοδοτούν την αποτυχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και τη διάψευση για το τέλος της ιστορίας όπως την είχε επικαλεστεί ο Φράνσις Φουκουγιάμα.
Έχει τόσο σημειολογικό όσο και ουσιαστικό χαρακτήρα ότι το ΗΒ και οι ΗΠΑ αποτελούν τις δύο χώρες με τη μακροβιότερη διαδρομή στη δημοκρατία, τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και το σύνταγμα. Σ’ αυτές τις δύο χώρες η κατοχύρωση ευρύτερων ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων υπήρξε πρόδρομος για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι φιλελεύθερες αξίες αναπτύχθηκαν εκεί και έγιναν φάροι ιδεών για τη συγκρότηση ευνοούμενων πολιτειών.
Ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος τις βρήκε να πολεμούν μαζί, μοιράζοντας τους ίδιους στόχους εναντίον των ηπειρωτικών αυτοκρατοριών, που η ήττα τους σήμαινε το τέλος του δεσποτισμού με τη μορφή της μοναρχίας στην Ευρώπη και την ίδρυση νέων κρατών όπου τα έθνη συγκροτήθηκαν πολιτικά. Ήταν θρίαμβος της δημοκρατίας και του εθνικισμού ταυτόχρονα. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένωσαν πάλι τις δυνάμεις τους για να νικήσουν ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα, τις λεγόμενες «δυνάμεις του Άξονα». Η ιδεολογική, γεωπολιτική και οικονομική τους σύμπλευση συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εναντίον του κομμουνισμού όπου στο τέλος αναπόφευκτα κατέρρευσε, επικρατώντας το φιλελεύθερο σύστημα αξιών μέσα στο οποίο δομήθηκαν οι διεθνείς σχέσεις. Η δημοκρατία, ο εθνικισμός και ο φιλελευθερισμός νίκησαν.
Η σύζευξη, όπως αρμονικά εκφράστηκε από τη συμμαχία των δύο δυνάμεων του Ατλαντικού, έχει δημιουργήσει μία ιστορικά δομημένη διαδρομή. Η «ειδική σχέση» ΗΒ και ΗΠΑ η οποία θεμελιώθηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέσω του ΝΑΤΟ στο στρατιωτικό τομέα και στον τομέα υπηρεσίας πληροφοριών, επεκτάθηκε στη διάρκεια της ειρηνικής περιόδου των τελευταίων 75 ετών στο διμερές εμπόριο (πρόκειται για τη μεγαλύτερη εταιρική σχέση στον κόσμο στις άμεσες ξένες επενδύσεις), στην παγκόσμια ασφάλεια, στο συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής τους και στους τομείς «ήπιας ισχύος» – της γλώσσας και του πολιτισμού. Οι κοινές αξίες και τα κοινά συμφέροντα που διαχρονικά μοιράζονται έχουν συγκροτήσει μία πραγματικά διαρθρωμένη συμμαχία στρατηγικής σημασίας ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τις σύγχρονες προκλήσεις και να αξιοποιούν τις ευκαιρίες του μέλλοντος.
Η ανανέωση της σχέσης αυτής επικαιροποιήθηκε με την ταύτιση συμφερόντων από το 2016 και έπειτα. Η Ουάσιγκτον είναι, μεταξύ άλλων, ο κύριος αρωγός του Λονδίνου στην αποδέσμευσή του από την ΕΕ, υποστηρίζοντας την περίπλοκη πορεία των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες. Η νέα εμπορική συμφωνία που βρίσκεται σε εξέλιξη θα δώσει επιπλέον ώθηση στο υπάρχον προνομιακό πλαίσιο της οικονομίας και των επενδύσεων.
Ευρύτερα στο επίπεδο του διεθνούς συστήματος ταυτίζονται στην αναθεωρητική κατεύθυνση της επανεθνικοποίησης έναντι της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Τα χαρακτηριστικά της νέας πολιτικής τάξης που βρίσκεται υπό διαμόρφωση είναι: 1) η απόρριψη των ελίτ προς όφελος των πολιτών, 2) η απόρριψη της διεθνοποίησης υπέρ της δέσμευσης στα εθνικά συμφέροντα, 3) η αναθεώρηση λειτουργίας και στόχων των διεθνών οργανισμών, 4) η επιστροφή στην «κοινή λογική» και 5) η επιθυμία για δυνατή χαρισματική ηγεσία ικανή να οδηγήσει στην αλλαγή, μία νέα πραγματικότητα που επαναδιατυπώνει την ισχύ του έθνους-κράτους ως την καλύτερη δυνατή σύνθεση για τη διατήρηση των ατομικών ελευθεριών και την εφαρμογή του συνταγματικά κατοχυρωμένου τρόπου διακυβέρνησης.
Νέος εθνικισμός
Ο εθνικισμός των ΗΠΑ ορίζεται ως civic nationalism επειδή η αμερικάνικη εθνική ταυτότητα δίνει έμφαση στην πολιτική διάσταση (στηριζόμενη στις ατομικές ελευθερίες και την ισονομία) και όχι στην ιστορική ή στην πολιτισμική. Ο πολιτικός εθνικισμός επικεντρώνεται στις διαδικαστικές πτυχές της δημοκρατίας βασιζομένης στις φιλελεύθερες συνταγματικές αξίες, στην τοπική αυτονομία και αποδοχή περιορισμών στην εθνική κυριαρχία για τη συμφωνία πολυμερών κανόνων που αφορούν την προστασία δημοσίων αγαθών παγκοσμίως. Βρίσκεται σε αντίθεση με τον εθνοτικό εθνικισμό που είναι ο εθνικισμός στην κλασική του έννοια.
Ο νέος εθνικισμός είναι διαφοροποιημένος υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ σε ένα νέο πλαίσιο που στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: τον οικονομικό εθνικισμό, την εθνική κυριαρχία και την αποδόμηση της άσκησης εξουσιών από διοικητικούς αξιωματούχους στην εφαρμογή αποφάσεων της κυβέρνησης. Η φράση «Πρώτα η Αμερική» (America First) τοποθετεί την παγκοσμιοποίηση όχι μόνο ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο των αμερικανικών συμφερόντων αλλά την στοχοποιεί και συνολικά στον ευρύτερο ρόλο της στο διεθνές σύστημα. Η ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (24 Σέπτεμβριου 2019) το αποτύπωσε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο «Το μέλλον δεν ανήκει στους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης, το μέλλον ανήκει στους πατριώτες. Το μέλλον ανήκει στα κυρίαρχα και ανεξάρτητα κράτη».
Ο εταίρος δρώντας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού υπήρξε διαχρονικά αντίθετος σε οποιαδήποτε μορφή υπερεθνικής ολοκλήρωσης που εκφράστηκε πρωτίστως με το σκεπτικισμό του στην προοπτική βαθύτερης οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ. Η βρετανίδα Πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ που ήταν συντηρητική και φιλελεύθερη ταυτόχρονα στην ιστορική ομιλία της στη Μπριζ (20 Σεπτεμβρίου 1988) είχε αναφερθεί στην «πρόθυμη και ενεργή συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών που αντιβαίνει στην προοπτική της δημιουργίας των Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης».
Οι Βρετανοί πολίτες είπαν όχι στην ενσωμάτωσή τους σε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος, επιζητώντας επιστροφή στον προστατευτισμό ενός ανανεωμένου έθνους-κράτους. “We want our country back” (Θέλουμε την πατρίδα μας πίσω) ήταν η λαϊκή εντολή στην πολιτική ηγεσία που υπό την πρωθυπουργία του Μπόρις Τζόνσον εφαρμόζεται ατζέντα αντιπαγκοσμιοποίησης.
Εδώ λοιπόν εμφανίζεται το ιστορικό παράδοξο: ενώ οι Αγγλοαμερικάνοι εκκόλαψαν τις συνθήκες για τη δημιουργία του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης του οποίου υπήρξαν θιασώτες μέσω μιας νεοφιλελεύθερης/νεοσυντηρητικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, είναι οι ίδιοι που μετέπειτα επλήγησαν από τις αρνητικές εκφάνσεις του και στην παρούσα φάση πρωταγωνιστούν στην αποδόμησή του μέσω της αντίστροφης διαδικασίας. Όμως η αντίφαση αυτή εξηγείται λογικά: η παγκοσμιοποίηση είναι μη συμβατή με το μοντέλο δημοκρατίας στην Γηραιά Αλβιώνα και του αμερικανικού φιλελευθερισμού του New Deal. Εν τέλει η παγκοσμιοποίηση στράφηκε ενάντια στη φιλελεύθερη δημοκρατία, υπονομεύοντας τα δικαιώματα ενός μεγάλου αριθμού πολιτών και την απρόσκοπτη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού.
Φιλελεύθερος εθνικισμός
Ποιο είναι όμως το πρόταγμα που αντιτείνει η σύζευξη των δύο ατλαντικών δυνάμεων στην παρούσα φάση;
Πρόκειται για το φιλελεύθερο εθνικισμό (liberal nationalism) που αναλύθηκε εκτενώς στο ομώνυμο βιβλίο πολιτικής θεωρίας από την ακαδημαϊκό Ιαήλ Ταμίρ το 1993. Η αρχή του βασίζεται στην παραδοχή ότι ο εθνικισμός και ο φιλελευθερισμός δεν είναι αντικρουόμενες ιδεολογίες μη συμβατές μεταξύ τους, αλλά αντιθέτως αλληλοσυμπληρούμενες. Ο πολιτικός εθνικισμός αντιβαίνει τον εθνοτικό εθνικισμό. Έχει περιεκτική σημασία. Οι πολίτες μιας χώρας ενθαρρύνονται να αποτελέσουν μέρος ενός κοινού μέλλοντος με ενιαίο κοινωνικό και πολιτικό στόχο (φιλελεύθερη δημοκρατία), συνδυαζόμενο με αξίες προερχόμενες από την εθνική τους παράδοση και την ιστορική διαδρομή (εθνικισμός).
Κάθε έθνος είναι ικανό να πορευτεί ανεξάρτητα, ακολουθώντας τα δικά του συμφέροντα χωρίς εξωτερική παρέμβαση, με την εθνική ταυτότητα να αποτελεί το σύνδεσμο για τη διεύρυνση της κοινοτικής αλληλεγγύης. Τα έθνη-κράτη σε αυτό το πλαίσιο προτάσσουν τρεις στόχους: ασφάλεια συνόρων, οικονομική ασφάλεια και διατήρηση του πολιτισμού. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη διασφάλιση των συνόρων από την παράνομη και μαζική μετανάστευση. Ο δεύτερος με τον προστατευτισμό για τις τοπικές οικονομίες, βιομηχανίες και επιχειρήσεις. Ο τρίτος με την πολυπολιτισμική προβολή στο βαθμό που δεν σέβεται τις αξίες, τις παραδόσεις και τον εθνικό πολιτισμό κάθε χώρας. Τα εθνικιστικά φιλελεύθερα κράτη είναι πρωτίστως φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Οι ΗΠΑ και το ΗΒ αποτελούν στην παρούσα φάση τους κατεξοχήν εκπροσώπους αυτού του μοντέλου μαζί με την Ινδία (τη μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο) και τη Βραζιλία.
Ο φιλελεύθερος εθνικισμός είναι η απάντηση στον παγκοσμιοποιημένο κοσμοπολιτισμό ο οποίος υπονομεύει ή επιδιώκει να εκτελέσει τις λειτουργίες του έθνους-κράτους. Ο εθνικισμός παραμένει η ισχυρότερη κινητήρια δύναμη των εξελίξεων και έχει επανεμφανιστεί κατά τέτοιο τρόπο που αντιπροσωπεύει τίποτα λιγότερο από μια νέα διεθνή πολιτική τάξη.
Οι προσεχείς προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα αποτελέσουν το σημείο καμπής για τη διατήρηση του πολιτικού «momentum» σε ένα κόσμο που γίνεται περισσότερο εθνικιστικός, επιστρέφει όλο και περισσότερο στις παραδόσεις, με τα κράτη να επιβεβαιώνουν την εθνική κυριαρχία, στρεφόμενα ενάντια σε υπερεθνικές ελίτ και αγκαλιάζοντας τις δικές τους αξίες και τον δικό τους πολιτισμό. Εν πολλοίς θα κρίνει το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των εκπροσώπων της παγκοσμιοποίησης με την αναδυόμενη πολιτική τάξη των υποστηρικτών του νέου εθνικισμού που εμφανίζεται πλέον ως εκφραστής των αρχών ενός κλασικού φιλελευθερισμού.
*Ο Πέτρος Τασιός είναι Διεθνολόγος