Σε υποφυλλίδα της Ιατρικής Εφημερίδος του Στρατού, μηνός Νοεμβρίου έτους 1893 (Τεύχος Δ΄), δημοσιεύεται ένα καίριας σημασίας για την παρούσα υγειονομική κρίση άρθρο του ιατρού Α. Γ. Μαρίνου υπό τον τίτλο “Διατί καίομεν τον λίβανον εν τη εκκλησία;” (σελ. 514 επ.).
Στο εν λόγω άρθρο, ο συγγραφέας εξηγεί γιατί το λιβάνισμα αποτελεί ένα πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση επιδημιών, προτείνει δε την καθολική εφαρμογή του όχι μόνο στους χώρους των εκκλησιών αλλά και «εις τον ιδιωτικόν και κοινωνικόν βίον» (σελ. 536).
Συνδυάζει επίσης την ευεργετική, απολυμαντική δράση του λιβανίσματος (“υποκαπνισμού του λιβάνου”) με την διαπίστωση ότι οι θυμιατίζοντες ιερείς και καλόγηροι «σπανίως προσβάλλονται υπό επιδημικών νοσημάτων» (σελ. 532).
Η παρούσα κυβέρνηση διά της υπουργού Παιδείας αποφάσισε (όπως το συνηθίζει από την αρχή της υγειονομικής κρίσης) με απαράμιλλη αλαζονεία και πρωτοφανή αναλγησία να επιβάλει την παρατεταμένη χρήση μάσκας ήδη από τα νηπιαγωγεία, χωρίς προηγουμένως να έχει διεξαγάγει γόνιμο διάλογο με εκπροσώπους των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων ή με τα συνδικαλιστικά όργανα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ετσι ώστε να δοθούν διαφωτιστικές απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα, περαιτέρω χωρίς να εξηγήσει γιατί το μέτρο αυτό είναι πρόσφορο και αναγκαίο για τον περιορισμό των κρουσμάτων (δεδομένου ότι η μεταδοτικότητα του ιού από τα παιδιά προς τους ενήλικες είναι σχεδόν μηδενική), γιατί το υιοθετεί η Ελλάδα ενώ άλλες χώρες όχι, και γιατί οι “ειδικοί” αποκλίνουν από τις μέχρι πρότινος ευλαβικά τηρούμενες οδηγίες του Π.Ο.Υ. που συστήνει την χρήση μάσκας σε παιδιά ηλικίας άνω των 12 ετών και μάλιστα υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Ως εκ τούτου, καθίσταται άκρως επίκαιρη η ακόλουθη διαπίστωση του ιατρού Α. Γ. Μαρίνου, όπως καταγράφεται στην προμνημονευθείσα υποφυλλίδα που είδε το φως της δημοσιότητος πριν από 127 χρόνια:
«Εις τοιαύτα λοιπόν χοιροαστάσια πέμπονται, ως εις σφαγήν, τα τρυφερώτερα, τα λεπτοφυέστερα σώματα, οι ευπροσβλητότεροι οργανισμοί ίνα διαμείνωσιν, ούτε πολύ ούτε ολίγον, μόνο οκτώ ώρας».
Η απόφαση της Υπουργού Παιδείας ευλόγως ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από μερίδα γονέων, δεδομένου ότι η μεν παρατεταμένη χρήση μάσκας δεν έχει αποδειχθεί τεκμηριωμένα ότι αποτελεί πρόσφορο μέτρο αναχαίτισης της πανδημίας ώστε να υφίσταται ένα καθολικό καθήκον των πολιτών να κυκλοφορούν με καλυμμένο το πρόσωπό τους, η δε υποχρεωτική επιβολή της επίμαχης μασκοφορίας σε βάρος των παιδιών πλήττει το δικαίωμα των γονέων να ασκούν οι ίδιοι την μέριμνα για τα τέκνα τους, την ίδια ώρα, μάλιστα, που εκφράζονται δικαιολογημένοι φόβοι για την διατάραξη της (σωματικής και ψυχικής) υγείας των παιδιών.
Είναι, άραγε, ορθό ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας να συνιστά επαρκές θεμέλιο για να επιχειρηθεί η υποκατάσταση της γονικής από την κρατική μέριμνα, πολλώ δε μάλλον όταν οι αποφάσεις των διαχειριστών της κρίσης δεν αιτιολογούνται ειδικώς και εμπεριστατωμένως αλλά παραπέμπουν στην λατινική ρήση του Ιουβενάλη “hoc volo, sic iubeo! Sit pro ratione voluntas!”, ελληνιστί: “αυτό θέλω, έτσι διατάσσω! Αντί εξηγήσεως, ισχύει η βούλησή μου!”.
Μήπως, λοιπόν, ζούμε σε ένα καθεστώς ιδιότυπης “κοινοβουλευτικής δικτατορίας” και άρα στις θύρες της ελληνικής Βουλής θα πρέπει να σκαλιστεί η φράση “Ούτω έδοξε τω βασιλεί”;
Αν προκριθεί η χρήση της λατινικής, τότε προτείνεται είτε η σύντμηση της προαναφερθείσας ρήσης στην γνωστότερη εκδοχή της “sic volo sic iubeo” είτε η αξιοποίηση μιας άλλης φράσης, η οποία χρησιμοποιείται συχνά από νομικούς, όταν θέλουν να υποδηλώσουν το ανέλεγκτον της δικαστικής κρίσεως: “Roma locuta, causa finita”, δηλ. “άπαξ και μίλησε η Ρώμη, η υπόθεση έκλεισε”.
Άκρως διαφωτιστική για τον προβληματισμό που παράγει η υποκατάσταση της γονικής από την κρατική μέριμνα είναι η εξαιρετική ανάλυση που κάνει ο Frédéric Gros στην πραγματεία του με τίτλο “Η αρχή της ασφάλειας” (μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2016, σελ. 194), αναφερόμενος στον “πατερναλισμό του μονάρχη” και την “ποιμαντική διακυβερνησιμότητα” κατά την έννοια του Φουκώ:
«Το κράτος ή ο ηγεμόνας που θα υιοθετούσε αυτό το στυλ διακυβέρνησης [ενν.: την “ ποιμαντική διακυβερνησιμότητα ”] θα έδειχνε προς τον λαό του την ίδια φροντίδα που δείχνει ο ποιμένας για το ποίμνιό του, ο πατέρας για τα παιδιά του, ο γιατρός για τους ασθενείς του. Αναγνωρίζει την ανυπέρβλητη αδυναμία και ευθραυστότητα των κυβερνωμένων. Ο κυβερνήτης απλώνει, λοιπόν, πάνω στους τρεμάμενους υπηκόους του, μια ασπίδα προστασίας.
Ο Ντοστογιέφσκι μάς έχει προσφέρει μια εντυπωσιακή σκηνή της υπέρτατης εξουσίας που φροντίζει το λαό-παιδί, στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (“Οι αδελφοί Καραμάζοφ”).
Για τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, ο λαός δεν έχει την ικανότητα να είναι ελεύθερος. Η ελευθερία τού προκαλεί φόβο. Για την πλειοψηφία των ανθρώπων αντιπροσωπεύει έναν αγχωτικό ίλιγγο, καθώς συνεπάγεται την ευθύνη των πράξεων, των σκέψεων, των αποφάσεων και των επιθυμιών τους.
Ο λαός έχει μία μόνο έμμονη ιδέα: να απαλλαγεί από αυτό το βάρος, να εμπιστευθεί σε κάποιον άλλο την έγνοια των αποφάσεων για το τι πρέπει να σκέφτεται ή να πιστεύει, να κάνει ή να μην κάνει. Από αγάπη για τους ανθρώπους και επειδή νιώθει οίκτο για την αδυναμία τους, μία μικρή, ηγετική ελίτ πρέπει να δεχθεί να λαμβάνει αποφάσεις και να υπαγορεύει δόγματα. […] Η ασφάλεια είναι η μακαριότητα των φτωχών».
Η αξιωματική δήλωση της “αυτοκράτειρος” κ. Κεραμέως (η οποία συμπεριφέρεται σαν να ανήκει σε μια τέτοια ευρισκόμενη στο απυρόβλητο “μικρή ελίτ”) ότι «η χρήση της μάσκας είναι το πιο σημαντικό εργαλείο που έχουμε αυτή τη στιγμή για να θωρακιστούμε από την συγκεκριμένη νόσο, και εμείς οι ενήλικες και τα παιδιά στο σχολείο» είναι εκτεθειμένη σε τρεις σοβαρές ενστάσεις:
Πρώτον, δεν διαφωτίζονται οι γονείς ως προς την καταλληλότητα της μάσκας προς αναχαίτισιν του κορωνοϊού, αλλά λαμβάνει ως δεδομένο το ζητούμενο (petitio principii).
Δεύτερον, δεν διασφαλίζονται οι γονείς ως προς την μη επικινδυνότητά της όχι μόνο για την σωματική αλλά και για την ψυχική υγεία των τέκνων τους. Είναι δυσθεώρητη η σκληρότητα με την οποία η κ. Υπουργός αντιπαρέρχεται το ενδεχόμενο να προκληθεί ψυχικός τραυματισμός στα παιδιά εκείνα επί των οποίων η παρατεταμένη χρήση της μάσκας θα επιδρά ως δυσβάσταχτο καθημερινό μαρτύριο, επεξεργαζόμενη αυτή και η κυβέρνησή της τρόπους τιμωρίας σε περίπτωση μη συμμορφώσεως!
Μάλιστα, η κ. Υπουργός παραθεωρεί μια νευραλγική λειτουργία που επιτελεί στις αθώες παιδικές ψυχές –τις τόσο ευάλωτες στο συναίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας– το γέλιο και το χαμόγελο, τα οποία καταπνίγονται από την χρήση της μάσκας. Η λειτουργία αυτή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τον χρόνο εμφάνισής τους στον άνθρωπο.
Ο διακεκριμένος ζωολόγος Ντέσμοντ Μόρρις στο κλασικό έργο του “Ο γυμνός πίθηκος, Μελέτη για το ζώο-άνθρωπος” (μτφ.: Σ. Κωνσταντίνου / Ν. Σταματίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1970, σελ. 168) εξηγεί:
«Το κλάμα παρουσιάζεται από τη στιγμή της γέννησης, ενώ το γέλιο δεν εμφανίζεται πριν από τον τρίτο ή τον τέταρτο μήνα του βρέφους. Η εμφάνισή του συμπίπτει με την ανάπτυξη της ικανότητας ν’ αναγνωρίζει τους γονείς του.
Μπορεί να είναι έξυπνο το παιδί που αναγνωρίζει τη μητέρα του. Πριν μάθει ν’ αναγνωρίζει το πρόσωπο της μητέρας του και να την ξεχωρίζει από τα άλλα πρόσωπα, το βρέφος μπορεί να κελαρύζει και να γαργαρίζει, αλλά δεν γελάει.
Εκείνο που συμβαίνει όταν αρχίζει να ξεχωρίζει τη μητέρα του είναι ότι αρχίζει ταυτόχρονα να φοβάται τους άλλους ενήλικες ξένους. Όταν είναι δύο μηνών, οποιοδήποτε γνώριμο ή φιλικό πρόσωπο είναι ευπρόσδεκτο.
Τώρα όμως οι φόβοι του για τον κόσμο που το περιτριγυρίζει αρχίζουν να ωριμάζουν και ο κάθε άγνωστος μπορεί να το ταράξει και να το κάνει να κλάψει. (Αργότερα θ’ αντιληφθεί σύντομα ότι και ορισμένα άλλα ενήλικα πρόσωπα μπορεί να είναι το ίδιο ευγενικά και θα πάψει να τα φοβάται, τότε όμως αυτό γίνεται ύστερα από επιλογή και με βάση την προσωπική αναγνώριση).
Αποτέλεσμα της διαδικασίας της προσκόλλησής του στη μητέρα, είναι ότι το βρέφος μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση παράξενης σύγκρουσης. Αν η μητέρα του κάνει κάτι που το τρομάζει, του μεταδί[δ]ει δύο σειρές από αντικρουόμενα σήματα. Η μία σειρά λέει: “Είμαι η μητέρα σου-ο προσωπικός σου προστάτης, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς”, ενώ η άλλη λέει: “Έχε το νου σου, εδώ υπάρχει κάτι το τρομερό”.
Αυτή η σύγκρουση δεν μπορούσε να δημιουργηθεί προηγ[ουμένως], τότε δηλαδή που το βρέφος δεν ήταν ακόμα σε θέση να διακρίνει την μητέρα του ατομικά, και αν τότε αυτή έκανε κάτι που του προξενούσε ταραχή, θα ήταν μόνο μια πηγή πρόκλησης φόβου, για εκείνη μόνο τη στιγμή, και τίποτα περισσότερο.
Τώρα όμως που τη γνωρίζει, τα σήματα που μπορεί αυτή να μεταδώσει, είναι δυνατό να είναι αντιφατικά: “Υπάρχει κίνδυνος, αλλά και δεν υπάρχει κίνδυνος”. Ή, με άλλη διατύπωση: “Μπορεί να φαίνεται πως υπάρχει κίνδυνος, αλλά επειδή προέρχεται από μένα, δεν χρειάζεται να πάρεις το πράγμα στα σοβαρά”.
Η έκβαση αυτής της σύγκρουσης είναι ότι το παιδί αντιδρά με τρόπο διχασμένο, δηλαδή μ’ έναν τρόπο αντίδρασης, που από το ένα μέρος εκδηλώνεται σαν κλάμα, ενώ από το άλλο ρυθμίζεται από τη διαδικασία της αναγνώρισης της μητέρας, που εκφράζεται μ’ ένα είδος γαργαρίσματος. Αποτέλεσμα αυτού του μαγικού συνδυασμού είναι το γέλιο».
Σε ό,τι αφορά το χαμόγελο, ο Μόρρις παραθέτει τις εξής πολύ σημαντικές πληροφορίες (ό.π., σελ. 184 επ.): «Το χαμόγελο εμφανίζεται στη διάρκεια των πρώτων λίγων εβδομάδων της ζωής μας, αλλά στην αρχική του μορφή δεν απευθύνεται ειδικά σε κανέναν.
Κατά την πέμπτη εβδομάδα όμως διαφοροποιείται και μετατρέπεται σε συγκεκριμένη αντίδραση προς ορισμένους ερεθισμούς. Τα μάτια του βρέφους μπορούν τώρα να ξεχωρίζουν αντικείμενα. […]. Κατά τον έβδομο μήνα η προσήλωση του βρέφους στη μητέρα έχει συμπληρωθεί.
Από τότε, οτιδήποτε κι αν κάνει η μητέρα, το είδωλό της, όπως του έχει εντυπωθεί, θα μείνει το ίδιο ώς το τέλος της ζωής του. Τα παπάκια το κατορθώνουν αυτό ακολουθώντας τη μητέρα τους από πίσω. Οι νεαροί πίθηκοι με την προσκόλλησή τους στο σώμα της μητέρας τους. Εμείς αναπτύσσουμε το ζωτικό αυτό δεσμό αφοσίωσης με το χαμόγελό μας».
Ο εν λόγω συγγραφέας προχωρεί, μάλιστα, στην εξής διευκρίνιση (ό.π., σελ. 187): «το χαμόγελο είναι, φυσικά, ένα δισυπόστατο σήμα. Όταν το παιδί χαμογελάει στη μητέρα του, εκείνη απαντάει μ’ ένα παρόμοιο σήμα. Ο ένας ανταμείβει τον άλλον, κι ο δεσμός τους συσφίγγεται κι από τις δύο κατευθύνσεις».
Δεδομένου, λοιπόν, ότι, όταν το παιδί βρεθεί για πρώτη φορά στον πρωτόγνωρο για το ίδιο χώρο του νηπιαγωγείου, αποζητά μια αίσθηση ασφάλειας, την οποία μοιραία επιχειρεί να αντλήσει από το πρόσωπο της νηπιαγωγού, που για κάποιες ώρες της ημέρας υποκαθιστά την μητέρα του, η χρήση μάσκας τόσο από το ίδιο όσο και από την νηπιαγωγό υπονομεύει την προσπάθεια του φοβισμένου νηπίου να λάβει και, αντιστοίχως, να εκπέμψει το σήμα της αποδοχής και αναγνώρισης της νηπιαγωγού ως προστάτιδός του.
Συνακόλουθα, παρακωλύεται η ανάπτυξη του προαναφερθέντος δεσμού σύσφιξης ανάμεσα στο νήπιο και την νηπιαγωγό του.
Τρίτον, ενόψει της σχεδόν μηδενικής μεταδοτικότητας του ιού από τα μικρά παιδιά, η επιβολή της φρικτής μασκοφορίας συνιστά ένα κραυγαλέα δυσανάλογο μέτρο που παραβιάζει τον διδασκόμενο σε πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής κανόνα του Συνταγματικού Δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο, για να διώξεις τα σπουργίτια, δεν ρίχνεις κανονιές αλλά χτυπάς παλαμάκια (αρχή της αναλογικότητας stricto sensu).
Ταυτοχρόνως, παραβλέπονται άλλα ηπιότερα και εξίσου αποτελεσματικά μέτρα, όπως είναι εκείνα που σχετίζονται με την απολύμανση του χώρου και του αέρα.
Αξίζει να φανταστούμε τι αλλόκοτο φαινόμενο θα παραγόταν σε πολυκατοικία που βρίθει ποντικιών και κατσαρίδων, οι ένοικοι της οποίας, για να αντιμετωπίσουν την καθημερινή επιδρομή των “αποκρουστικών εχθρών” τους (μια περίπτωση “ασύμμετρης απειλής”!), θα προτιμούσαν να σκεπάζουν αεροστεγώς με μεμβράνες ή αλουμινόχαρτα όλα τα αντικείμενα του σπιτιού αντί να συναποφασίσουν την διενέργεια συστηματικών απεντομώσεων και μυοκτονιών!
Η τελευταία σκέψη συνδέεται με ένα απλούστατο, ανέξοδο και διαχρονικά αποτελεσματικό τρόπος προφύλαξης από μετάδοση ιών και μικροβίων, ο οποίος μπορεί να εξουδετερώσει τις αναφυόμενες διαμάχες όχι μόνο σε σχέση με την χρήση μάσκας στα σχολεία αλλά και στους ιερούς ναούς – τα παραθέματα είναι ειλημμένα από το προαναφερθέν άρθρο του ιατρού Α. Γ. Μαρίνου:
«Ο κύριος λοιπόν λόγος, δι’ ον μεταχειριζόμεθα τους υποκαπνισμούς του λιβάνου εν τη εκκλησία υπό ιατρικήν ουχί δε υπό θεολογικήν έποψιν, είναι καθαρώς υγιεινός, χρησιμεύει τουτέστι προς απολύμανσιν του ατμοσφαιρικού αέρος, μεμολυσμένου ένεκα της καύσεως των λαμπάδων και της συγκεντρώσεως πολλών ατόμων εν περιορισμένω χώρω εν τη εκκλησία, διό και κατά τας ιεροτελεστίας θυμιατίζουσιν οι ιερείς ουχί εν αρχή αλλ’ αφού συγκεντρωθή ο κόσμος, ήτοι μετά 3/4 σχεδόν της ώρας, κατά το διάστημα δε της λειτουργίας, ήτοι επί 2 σχεδόν ώρας, θυμιατίζουσι τρις, όπερ αναμφιβόλως είναι πλέον ή αρκετόν προς καθαρισμόν του αέρος της εκκλησίας κατά την λειτουργίαν.
Η ενέργεια της απολυμαντικής δυνάμεως του υποκαπνισμού του λιβάνου, εκτός του ατμοσφαιρικού αέρος δωματίων κ.λπ. γίνεται τα μάλιστα καταφανής και επί ατόμων και ιδίως εις τους ιερείς, οίτινες ουδέποτε ή σπανίως προσβάλλονται υπό επιδημικών νοσημάτων, ως γρίππης, τύφου κ.λπ., όχι διότι ούτοι διαιτώνται ή προφυλάττονται κάλλιον των άλλων ανθρώπων, ούτε διότι έχουσιν υγιεστέρα σώματα, απεναντίας μάλιστα κοπιάζουσιν ίσως πλείον μερικών, εκτίθενται περισσότερον εις τα ψύχη και την υγρασίαν, αναγκαζόμενοι να μεταβαίνωσιν εις την εκκλησίαν λίαν πρωί και μάλιστα εν καιρώ χειμώνος, αλλά μόνο και μόνον διότι ως εκ του επαγγέλματός των είναι αιωνίως εις συνάφειαν μετά των καπνών του λιβάνου, διό και όλα των τα ενδύματα εισίν εμπεποτισμένα και έχουσι την οσμήν των καπνόν του λιβάνου, κατά συνέπειαν οι μικρόκοκκοι των νόσων τούτων, μη ευρίσκοντες έδαφος κατάλληλον, καταστρέφονται ή τουλάχιστον δεν αναπτύσσονται, διό και δεν προσβάλλονται υπό των νοσημάτων τούτων· οι ευτυχέστεροι δε μεταξύ αυτών, οι ζώντες εις Μοναστήρια έχουσιν και έτερον όφελος ότι αναπνέουσι καθαρόν των ορέων αέρα, καθ’ όσον ως γνωστόν όλα τα Μοναστήρια εκτίσθησαν επί των ωραιοτέρων μερών των καλλιτέρων και υγιεινοτέρων ορέων, εκ τούτου και οι καλόγηροι είναι οι ευρωστότεροι και οι μάλλον εύσωμοι των ανθρώπων, διό και ο λαός λέγει, προκειμένου περί υγειούς και ευρώστου ατόμου «ότι έχει καλογηρικόν αυχένα», αν και οι πλείστοι τούτων δεν τρέφονται καλώς, αλλά διότι αναπνέουσι καθαρόν αέρα, δεν προσβάλλονται συχνά υπό νόσων, σπανιότατα δε υπό επιδημικών νόσων, διότι απολυμαίνονται διά των υποκαπνισμών του λιβάνου, καθ’ όσον ως γνωστόν, μεταβαίνουσι καθ’ εκάστην εις τον εσπερινόν και εις εκάστην λειτουργίαν […].
Επί εικοσιπενταετίαν μετερχόμενος τον ιατρόν δεν ενθυμούμαι να επεσκέφθην καλόγηρον ασθενούντα, πλην ενός εκ δισουρίας, και 1-2 ιερείς εκ γαστρικών ενοχλήσεων· ούτοι και υπό διαλειπόντων πυρετών σπανίως προσβάλλονται υπό επιδημικών νόσων, διφθερίτιδος κ.λπ., και τούτο ίσως διότι εν ταις οικίαις των ποιούσι μεγάλην χρήσιν υποκαπνισμού του λιβάνου, απολυμαίνουσιν επομένως τας οικίας των.
Εκτός των ιερέων και των καλογήρων ολιγώτερον προσβάλλονται υπό επιδημικών νοσημάτων επίσης και οι μάλλον θεοσεβούμενοι και ευσεβείς άνθρωποι· καθ’ όσον και ούτοι ου μόνον συχνάζουσι τακτικώς εν τη εκκλησία εις πάσαν εσπερινήν και πρωινήν λειτουργίαν, αλλά και εν ταις οικίαις των καίουσι λίβανον σχεδόν κατά πάσαν εσπέραν, όπερ χρησιμεύει ως απολυμαντήριον.
Αφού λοιπόν οι υποκαπνισμοί του λιβάνου έχουσιν απολυμαντικήν δύναμιν, να καθαρίζωσι τον ατμοσφαιρικόν αέρα, διατί να μη μεταχειριζώμεθα εκάστοτε αυτούς οσάκις ο αήρ μολύνεται είτε εξ υγράς και μη καλώς αεριζομένης οικίας, είτε εκ συγκεντρώσεως πολλών φώτων, κηρίων, λυχνιών κ.λπ. είτε εκ συσσωρεύσεως και διαμονής πολλών ατόμων εν περιορισμένω τόπω, ως εις σχολεία, στρατώνας, συλλόγους κ.λπ. και επί τέλους και εις τας οικίας μας;
Δεν θα ήταν καλόν η μεν Ιερά Σύνοδος διά των αρχιερέων, ιερέων και ιεροκηρύκων να προτρέψωσι τον λαόν και μάλιστα την κατωτέραν τάξιν της κοινωνίας, παρ’ η ως εκ της πενίας πολλά άτομα αναγκάζονται να διαμένωσιν εις τρώγλας, υγράς και κακώς αεριζομένας οικίας, και το χείριστον ότι πολλά άτομα κοιμώνται εις το αυτόν δωμάτιον τοιούτων οικιών, προτρέψωσι, λέγομεν, να κάμνωσι χρήσιν των υποκαπνισμών του λιβάνου, τουλάχιστον δις ή τρις της εβδομάδος, εν καιρώ δε επιδημικών νόσον καθ’ εκάστην εσπέραν;
Το δε υπουργείον των Εκκλησιαστικών και της Εκπαιδεύσεως να διατάξη τους διδασκάλους από του Πανεπιστημίου μέχρι του δημοτικού σχολείου, ως και όλων των ιδιωτικών σχολείων να πράττωσι το αυτό;
[…] Γράφοντες δε τ’ ανωτέρω περί λιβάνου, δεν προυτιθέμεθα ποσώς να θίξωμεν το θρησκευτικόν μέρος της χρήσεως αυτού εν τη Εκκλησία, πολλού γε και δει, απεναντίας μάλιστα εκ της χρήσεως αυτού εν τη Εκκλησία λαβόντες αφορμήν, ηθελήσαμεν, αναγνωρίζοντες τας αντιμολυσματικάς ιδιότητας των υποκαπνισμών αυτού, να επεκτείνωμεν την χρήσιν αυτού και εις τον ιδιωτικόν και κοινωνικόν βίον, διότι διά της γενικεύσεως της χρήσεως αυτού, καλά ελπίζει τις να ίδη αποτελέσματα, βλάβην όμως ουδέποτε.
Εάν μάλιστα η χρήσις αυτού εφαρμοσθή και αρχίση από των δημοτικών σχολείων, υπάρχουσι πολλαί ελπίδες ότι σπανίως θα προσβάλλωνται οι μικροί παίδες υπό επιδημικών νοσημάτων, ενώ τώρα η πηγή, η εστία πάσης μολύνσεως, η έκρηξις πάσης επιδημίας άρχεται από των δημοτικών σχολείων, διότι δεν πιστεύομεν ν’ αγνοή τις, εκτός εννοείται των κατά καιρούς υπουργών, τμηματαρχών κ.λπ. του υπουργείου της Εκπαιδεύσεως, την αχρείαν (διότι δεν ευρίσκομεν άλλην χειροτέραν λέξιν) κατάστασιν των δημοτικών σχολείων, όχι των επαρχιών, αλλά της πρωτευούσης, των ελεεινών ήδη, άλλοτε δε κλεινών Αθηνών, εις ο απαιτούνται ανασκαφαί του Σλήμαν διά ν’ ανεύρη τις το σανίδωμα του πατώματος, διότι, ως γνωστόν, οι διοριζόμενοι υπηρέται των σχολείων, αφού καταβρέξουσι το πάτωμα, σαρώνουσιν όσην κόπρον δεν ηδυνήθη να προσκολληθή εις το σανίδωμα εκ του καταβρέγματος. […]
Εκτός δε της ακαθαρσίας του πατώματος ως διακόσμησιν των τοίχων παρατηρεί τις συμπλέγματα κλημακιδών ιστών αραχνών, οι δε υαλοπίνακες των παραθύρων εισίν αδιαφανή σώματα.
Εις τοιαύτα λοιπόν χοιροστάσια πέμπονται ως εις σφαγήν, τα τρυφερώτερα, τα λεπτοφυέστερα σώματα, οι ευπροσβλητότεροι οργανισμοί ίνα διαμείνωσιν, ούτε πολύ ούτε ολίγον, μόνο οκτώ ώρας· και ύστερον απορούμεν διά τι οι μικροί μαθηταί είναι αναιμικοί, καχεκτικοί, λυμφατικοί, ραχιτικοί, φυματιώντες κ.λπ.
Διά τι η διεφθερίτις, influenza, κοκκύτις, οστρακιά κ.λπ. προσβάλλει κατά προτίμησιν τους μικρούς μαθητάς; Απλούστατα διότι εάν τις εξετάση τον ατμοσφαιρικόν αέρα εκάστου παρ’ ημίν δημοτικού σχολείου, θέλει εύρη φλέγματα του Γεροκανάρη, του Μιαούλη, Κολοκοτρώνη, Βούλγαρη, Καλλιφορνά, Ζαΐμη κ.λπ., ότε ήσαν ακόμη μαθηταί των δημοτικών σχολείων· ίσως δε και τεμάχια από τα τσαρούχια των, φουστανέλλας, από τας φούντας του φεσίου, ζωναρίου των κ.λπ.
Εάν δε τις εγγύτερον εξετάση, θέλει παρατηρήσει ότι έκαστον δωμάτιον δημοτικού σχολείου είναι μία Κιβωτός του Νώε, εμπεριέχουσα όλα τα γένη και είδη των τε μεγαλοβίων, κορέων, ψύλλων, φθειρών, αραχνών κ.λπ. αλλά και όλων των μικροβίων, καθημένων οκλάδην επί των ιστών και αραχνών, ως οι Πασσάδες επί των σοφάδων, όλων των νόσων, ως του τύφου, ευλογίας, χολέρας, πανώλους και εν γένει πάσης επιδημικής νόσου, ήτις διήλθε ποτέ διά της Ελλάδος, έστω και προ 100 ετών, διότι καλλίτερον άσυλον, μείζονα ασφάλειαν και ευνοϊκοτέρα ανάπτυξιν δεν ηδύναντο να εύρωσι παρά εις τα δημοτικά σχολεία της Ελλάδος, άτινα εκτός της εσωτερικής διακοσμήσεως έχουσι και εξωτερικήν διακόσμησιν ένεκεν ελλείψεως αποπάτων δι’ ην έκαστον δημοτικόν σχολείον ομοιάζει προς rôti de veau garni!
Αλλά μήπως ευρίσκονται εις καλλιτέραν κατάστασιν τα ελληνικά σχολεία, τα Γυμνάσια, αίθουσαι του Πανεπιστημίου, τα γραφεία των υπουργείων, δικαστηρίων και εν γένει παντός δημοσίου και δημοτικού κτιρίου; […]
Όθεν ευχής έργον ήθελεν είσθαι εάν διετάσσετο η απολύμανσις όλων των δημοσίων και δημοτικών γραφείων δι’ υποκαπνισμού διά του λιβάνου καθ’ εκάστην πρωίαν μετά το κατάβρεκτον σκούπισμα.
Επίσης και όλων των καφενείων, ξενοδοχείων, παντοπωλείων κ.λπ. εν τοις υπογείοις των οποίων ευρίσκονται προκατακλυσμιαία σκουπίδια, η δε δαπάνη όλων αυτών των υποκαπνισμών θα είναι εν λεπτόν το πολύ την ημέραν, ενώ η ωφέλεια θα είναι ανεκτίμητος, διότι ουδέν πολυτιμότερον της υγείας!».
Για την συνειδητοποίηση της ευεργετικής απολυμαντικής δράσης του λιβανίσματος είναι καθοριστική και η ακόλουθη, εξίσου επίκαιρη επισήμανση του συγγραφέως (σελ. 521): «Αν ανατρέξωμεν εις τας αρχάς του χριστιανισμού, θέλομεν παρατηρήσει ότι τότε ένεκα του καταδιωγμού ον υφίσταντο οι χριστιανοί παρά των ειδωλολατρών, ηναγκάζοντο προς τέλεσιν των της νέας θρησκείας των, να καταφεύγωσιν εις κατακόμβας, κατηχούμενα, υπογείους στοάς και εκεί εν κρυπτώ και παραβύστω προσηύχοντο προς τον Θεόν και τον υιόν αυτού, τον Χριστόν· ένεκα δε του σκότους, καθ’ ο εις υπόγεια και σκοτεινά μέρη, όπως βλέπωσιν αλλήλους, ηναγκάζοντο ν’ ανάπτωσι φώτα, και επειδή ο καθείς δεν ηδύνατο να φέρη μεθ’ εαυτού ολόκληρον λάμπαν ή λύχνον με έλαιον, εφεύρον τα κηρία, εξ ων πας τις ευχερώς ηδύνατο να φέρη μεθ’ εαυτού εν […].
Εκεί λοιπόν εις τα υπόγεια, επειδή δεν υπήρχον παράθυρα, δεν εισήρχετο φως, ηναγκάζοντο ν’ ανάπτωσιν λαμπάδας όπως έχουσιν φως· αφού δε ήσαν υπόγεια, δεν υπήρχον παράθυρα, επομένως δεν εσχηματίζοντο ρεύματα αέρος, ο αήρ δεν ανενεούτο· ένεκα δε της συγκεντρώσεως πολλών ανθρώπων, των καιομένων λαμπάδων κ.λπ., ο ατμοσφαιρικός αήρ εμολύνετο, είχεν αποφοράν· επειδή δε εις το αυτό μέρος συνήρχοντο επί πολλά έτη, ο αήρ των υπογείων εκείνων αναμφιβόλως μη ανανεούμενος και ολοέν μολυνόμενος, θα καθίστατο δηλητηριωδέστατος, η ανάγκη τούς εβίασεν όπως εφεύρωσιν εν μέσον ίνα καθαρίζωσι τον ατμοσφαιρικόν αέρα των υπογείων εκείνων, και εξ όσων μετεχειρίσθησαν το ασφαλέστερον φαίνεται θα εύρον ότι είνε οι υποκαπνισμοί διά της καύσεως αρωματικών ουσιών και κατά προτίμησιν του λιβανωτού […].
Όποιος βιαστεί να χλευάσει το λιβάνισμα ως απολυμαντικό μέτρο προφύλαξης από μια επιδημία, δεν έχει παρά να μελετήσει μαρτυρίες προερχόμενες από τον Πλίνιο, τον Γαληνό, τον Αέτιο κ.ά, σύμφωνα με τις οποίες ο πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης φέρεται να έσωσε την πόλη των Αθηνών από τον θανατηφόρο λοιμό που είχε ξεσπάσει εκεί, προτρέποντας τον κόσμο να ανάψει φωτιές οι οποίες καθάρισαν την μολυσμένη ατμόσφαιρα (επ’ αυτού βλ. διεξοδικώς Jody Rubin Pinault, How Hippocrates Cured the Plague, The Journal of the History of Medicine and Allied Sciences, Vol. 41, 1986, σελ. 52 επ.).
Ειδικότερα, διαθρυλείται ότι ο Ιπποκράτης έκανε την εξής παρατήρηση: Άνθρωποι που, λόγω του επαγγέλματός του, εργάζονταν ημίγυμνοι εγγύς του πυρός (μεταλλωρύχοι, καμινευτές, φουρναραίοι κ.λπ.) ήσαν συνήθως υγιείς. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φωτιά δεν αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την μετάδοση της νόσου, ενοχοποίησε όμως τον ιματισμό (ενδύματα, κλινοστρωμνές κ.λπ.).
Γι’ αυτό, προέτρεψε τους Αθηναίους να κάψουν τον ιματισμό τους ανάβοντας μεγάλες φωτιές σε διάφορα σημεία της πόλης και να τις τροφοδοτούν με κλαδιά και γιρλάντες φυτών αποτελούμενες από γλυκά και αρωματικά άνθη, ώστε ο πυκνός καπνός που θα δημιουργείτο να έχει ευχάριστη οσμή και να σκεπάσει ολόκληρη την πόλη, διασκορπιζόμενος δε απ’ τον αέρα να διώξει τα μιάσματα (βλ. και χειρόγραφο του 11ου αι. για τον ιπποκράτειο βίο, όπου μνημονεύεται ο τρόπος με τον οποίο ο Ιπποκράτης μπόρεσε με την χρήση του πυρός να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον λοιμό των Αθηνών: Rudolf Laux, Ars medicinae: ein frühmettelalterliches Kompendium der Medizin, Leipzig, Georg Thieme, 1930, σελ. 419, κατά παραπομπή Pinault, ό.π., σελ. 73· βλ. και την αναφορά του Kurt Sprengel, Versuch einer pragmatischen Geschichte der Arzneikunde, Α΄ Τόμ., Λειψία 1846, συμπλ. υπό Julius Rosenbaum, σελ. 334).
Αξίζει επίσης να υπομνησθεί ότι το λιβάνισμα/θυμίαμα είχε καθαρτική-απολυμαντική αξία ήδη από την Παλαιά Διαθήκη (πρβλ. Bασ. Βέλλα, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Αθήναι 1984, σελ. 183-184), ενώ, σύμφωνα με την μαρτυρία του Πλουτάρχου στο έργο του Ίσις και Όσιρις (μτφ.: Γ. Ράπτης, εκδ. Ζήτρος, Αθήνα 2003, αριθμ. 60-62, σελ. 295 επ.), «οι γιατροί για τα λοιμώδη νοσήματα πιστεύουν πως τα βοηθούν, ανάβοντας μεγάλη φωτιά που καθαρίζει τον αέρα. Και καθαρίζει καλύτερα, αν κάψουν μυρωδάτα ξύλα, όπως είναι το κυπαρίσσι και η άρκευθος και το πεύκο» (για αντίστοιχο αιγυπτιακό έθιμο κάνει λόγο ο Pinault, ό.π., σελ. 55).
Μάλιστα, στο έργο του αυτό, ο Πλούταρχος καταγράφει την φήμη ότι «ο γιατρός Άκρωνας διακρίθηκε στην περίοδο του μεγάλου λοιμού στην Αθήνα, συνιστώντας να ανάβουν φωτιές κοντά στους αρρώστους», επικαλείται δε και τον Αριστοτέλη που υποστήριζε ότι «οι ωραίες μυρωδιές των μύρων και των λουλουδιών και των λιβαδιών, πέρα από την ευχαρίστηση, συμβάλλουν και στην υγεία, καθώς διασκορπίζουν ήρεμα τη θερμότητα και την απλότητά τους στον ψυχρό και παγωμένο από τη φύση του εγκέφαλο» (ό.π., αριθμ. 61).
Ειδική μνεία κάνει ο Πλούταρχος στο λεγόμενο κύφι, το οποίο είναι «μείγμα από δεκαέξι συνηθισμένα είδη, από μέλι δηλαδή και κρασί και σταφίδα και κύπερο και ρητίνη και σμύρνα και ασπάλαθο και σέσελι και σχίνο και άσφαλτο και θρύο και λάπαθο με πρόσμειξη και με δυο ειδών άρκευθο, που το μεγαλύτερο το λένε καρδάμωμο και το μικρότερο καλάμι» (η ανάμειξη δεν γινόταν κατά τυχαίο τρόπο, «αλλά οι παρασκευαστές διάβαζαν και ιερές ευχές όταν τα ανακάτευαν»).
Παρόμοιες αναφορές βρίσκουμε ακόμη στον Αέτιο, ο οποίος επικαλείται τον Ορειβάσιο (ιατρό του Ιουλιανού του Αποστάτη) και ειδικότερα την χρήση της φωτιάς ως εφαρμοζόμενο από αυτόν αποτελεσματικό μέτρο απολύμανσης της ατμόσφαιρας σε περιόδους επιδημίας (επ’ αυτών βλ. Pinault, ό.π., σελ. 54, 55).
Επίσης, στον Γαληνό, στον Διοσκουρίδη, καθώς και σε μεταγενέστερους διάσημους ιατρούς της εποχής τους, όπως ήταν ο Ιωάννης ο Ακτουάριος (/ Ζαχαρίου), φημισμένος ιατρός της αυτοκρατορικής αυλής της Κωνσταντινουπόλεως του 14ου αι. Σημειωτέον ότι ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης μνημονεύουν ρητώς την ευεργετική καύση του προαναφερθέντος μείγματος που αποκαλείτο κύφι (επ’ αυτού βλ. Pinault, ό.π., σελ. 59, 60, 75). Τέλος, η χρήση της φωτιάς και η καύση ως θεραπευτική τεχνική για την εξουδετέρωση των επιδημιών αποδίδεται και στον Εμπεδοκλή (βλ. Pinault, ό.π., σελ. 61).
Από τις ανωτέρω πηγές προκύπτει, λοιπόν, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο: Η γνώση/θεωρία ότι το “μίασμα” του αέρα, δηλ. η ατμοσφαιρική μόλυνση, ήταν αιτία των επιδημιών, επικράτησε για περισσότερο από 20 αιώνες. Και σε όλο αυτό το διάστημα οι ιατροί εξακολουθούσαν να συνιστούν ως θεραπευτική μέθοδο την χρήση της φωτιάς και την καύση θυμιάματος ή αρωματικών φυτών ως αποτελεσματικό τρόπο καθαρισμού του αέρα.
Γι’ αυτό δεν μας εκπλήσσει ότι οι ιατροί που άσκησαν την Τέχνη τους στην Ευρώπη του 14ου αιώνος μνημόνευαν στις σχετικές με τον “Μαύρο Θάνατο” πραγματείες τους την καύση αρωματικών ξύλων ή φυτών ως ενδεδειγμένο τρόπο καταπολέμησής του.
Αργότερα, το έτος 1546, ο γνωστός Ιταλός ιατρός Τζιρόλαμο Φρακαστόρο, συνδυάζοντας την κρατούσα τότε θεωρία περί “μιάσματος” (δηλ. μολύνσεως της ατμόσφαιρας) ως αιτία των επιδημιών με την θεωρία περί μεταδοτικότητας (“On Contagion”), που ο ίδιος είχε αναπτύξει τότε για πρώτη φορά, τασσόταν και αυτός υπέρ του καθαρισμού του αέρα μέσω της φωτιάς, όταν είχε ξεσπάσει επιδημία (επ’ αυτού βλ. Pinault, ό.π., σελ. 73).
Προσοχή: Στην παρούσα υγειονομική κρίση δεν φαίνεται να έχει αναλυθεί σε βάθος το κρίσιμο ζήτημα αν η πανδημία είναι αποδεδειγμένα αποτέλεσμα δημιουργίας μόλυνσης του αέρα (δηλ. αν εφαρμοστέα είναι η θεωρία του μιάσματος) ή, αντιθέτως, αν η μετάδοσή του προκαλείται από τις ανθρώπινες συναναστροφές (δηλ. αν εφαρμοστέα είναι η θεωρία της μετάδοσης).
Βάσει, ωστόσο, των περισσότερων μέτρων που έχουν ληφθεί (π.χ. πλέξιγκλας, μασκοφορία και κανόνες απόστασης) και σε συνδυασμό με την διαδεδομένη εκδοχή ότι ο ιός εξαπλώνεται μέσω ανθρώπινων εκκρίσεων ή σταγονιδίων, φαίνεται ότι κατά βάσιν έχει υιοθετηθεί η θεωρία της μετάδοσης.
Αν τούτο είναι αληθές, τότε η υποχρεωτική μασκοφορία σε εξωτερικούς χώρους όπου δεν υπάρχει κίνδυνος στενής επαφής δύο ή περισσότερων ανθρώπων είναι μέτρο που δεν πληροί την αρχή της αναγκαιότητας (για την ανάλυση των θεωριών του μιάσματος και της μετάδοσης εξ αφορμής της πανώλης βλ. τις αναπτύξεις του Κώστα Κωστή, Στον καιρό της πανώλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 4η έκδ., 2020, σελ. 141 επ.).
Είναι αξιοσημείωτο ότι και κατά την διάρκεια της “Μεγάλης Πανώλης” στο Λονδίνο τον Μάιο του 1665, για την αναχαίτιση της επιδημίας το College of Physicians συνιστούσε στους πολίτες να ανάβουν φωτιές στους δρόμους ώστε να καθαρίσει η μολυσμένη ατμόσφαιρα. Αλλά και ο William Boghurst, στο περίφημο έργο του “Loimographia: An Account of the Great Plague of London in the Year 1665” (επ’ αυτού βλ. Pinault, ό.π., σελ. 74), συνιστούσε την καύση με λιβάνι, θυμίαμα μύρου και άλλων αρωματικών, όπως μοσκοκάρυδο, γαρύφαλλο και δάφνη, είτε μόνα τους είτε με κόμμι και μπαχαρικά ή γλυκά αρωματικά άνθη.
Δεν είναι τυχαίο ότι το καλοκαίρι του ιδίου έτους, στην εφημερίδα εκείνης της εποχής (The Newes, 13.7.1665), είχε διαφημισθεί η συγκεκριμένη μέθοδος για την αντιμετώπιση της επιδημίας με αναφορά στον Ιπποκράτη ως τον Πρίγκηπα όλων των Ιατρών που έσωσε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια (επ’ αυτού βλ. Pinault, ό.π., σελ. 74).
Τέλος, όσοι ισχυρισθούν ότι η μέθοδος του λιβανίσματος αφορά το μακρινό παρελθόν και γι’ αυτό δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην εποχή της κυριαρχίας των λοιμωξιολόγων και των πάσης φύσεως “ειδικών”, ας αναλογισθούν την ανακάλυψη του Ιταλού φυσικού, αστρονόμου και φιλοσόφου Γαλιλαίου, η οποία έλαβε χώρα τον 17ο αιώνα αλλά διατηρεί μέχρι σήμερα την επιστημονική της αξία στο ακέραιο, αφού πράγματι η γη γυρίζει!
Με δεδομένο ότι η ανελέητη τρομολαγνεία έχει κατακλύσει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού εξαιτίας της καθημερινής πλύσης εγκεφάλου που πραγματοποιούν τα εκάστοτε όργανα της “υγειονομικής προπαγάνδας”, προεχόντως δε τα αργυρώνητα ΜΜΕ, δεν αποκλείεται οι τρομοκρατημένοι αναγνώστες του παρόντος κειμένου να αρχίσουν να συρρέουν κατά χιλιάδες σε σημεία πώλησης λιβάνου κι έτσι, λόγω της αυξημένης ζήτησης, να εκτοξευθεί στα ύψη η μέχρι σήμερα πολύ προσιτή τιμή του (σημειωτέον ότι στην αρχαιότητα ο λίβανος άξιζε όσο περίπου και το χρυσάφι!).
Γι’ αυτό σπεύσατε να προμηθευθείτε λιβάνι και ξεκινήστε να λιβανίζετε καθ’ εκάστην πρωίαν και εσπέραν!
Αλλά προσοχή: Όσοι σκεφτούν πονηρά ότι η απαγόρευση των λιτανειών ή ακόμη και το κλείσιμο των εκκλησιών επί “λόκνταουν” μπορεί να συνδέεται με την κρυφή γνώση της σκόπιμα αποφευχθείσας απολυμαντικής δράσης του λιβανίσματος κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν ως “βδελυροί συνωμοσιολόγοι” (είναι γνωστό ότι κατά την λιτανεία οι ιερείς θυμιατίζουν την περιφερόμενη εικόνα του Αγίου και, σε κάθε στάση αυτής, πιστοί εκφράζουν την ευλάβειά τους προς τον Άγιο, του οποίου η εικόνα περιφέρεται, με ευώδες θυμίαμα που καίγεται από τα σπίτια τους).
Τροφή για επίταση της “συνωμοσιολογικής μομφής” μπορεί να δώσει ο εξής συνειρμός: Ο όρος “αόρατος εχθρός”, που ομοιόμορφα και συντονισμένα χρησιμοποιήθηκε από τους περισσότερους ηγέτες του πλανήτη για τον χαρακτηρισμό του “κορωνοϊού”, ενδεχομένως δεν έχει μια αθώα “μιλιταριστική” διάσταση, αλλ’ αντιθέτως είναι θρησκευτικά προσανατολισμένος· τούτο, διότι, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, “αόρατος εχθρός” είναι ο διάβολος, εναντίον του οποίου ο κάθε ορθόδοξος χριστιανός οφείλει να διεξάγει καθημερινώς έναν ιδιαιτέρως κοπιώδη “αόρατο πόλεμο” (βλ. το περίφημο ομώνυμο μελέτημα που επιμελήθηκε ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και εξεδόθη εν Αθήναις το 1853).
Μήπως, λοιπόν, η εμμονή των ηγετών να μιλούν για “πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού”, στην πραγματικότητα υποδηλώνει “καλωσόρισμα του διαβόλου”, εξ ου και η λήψη κάποιων παράλογων και απάνθρωπων μέτρων που άρχισαν να αποσυνθέτουν τον ιστό της κοινωνίας μας; (στο ανωτέρω υπό του Νικοδήμου επιμεληθέντος βιβλίο, Μέρος Β΄, Κεφ. ΚΓ΄, σελ. 259, σημειώνεται: «Έχει συνήθειαν ο εχθρός μας διάβολος να χαίρεται εις την σύγχυσιν και ταραχήν της καρδίας, καθώς χαίρεται και ο λύκος εις τον χειμώνα και [την] ανεμοταραχήν»).
Ως γνωστόν, ο διάβολος τρέμει το λιβάνι, μήπως το τρέμουν και όσοι έχουν προσχωρήσει στο “αόρατο στρατόπεδό” του; Και μήπως αυτή η σκέψη εξηγεί γιατί επεβλήθη στους πιστούς να εισέρχονται στους ιερούς ναούς μασκοφορεμένοι, ούτως ώστε να μη μπορούν να εισπνεύσουν το καταδιωκτικό των δαιμονίων θυμίαμα;
*Ο Κωνσταντίνος Βαθιώτης είναι Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.